Η παράσταση ξεκίνησε με την είσοδο του χορού και των ηθοποιών στη σκηνή, ενώ τελευταίος έφτασε ο ταλαιπωρημένος Οιδίπους. Βαρύς, κουρασμένος και έχοντας σχεδόν παραδοθεί, αφήνεται στην κόρη του, τη δυναμική Αντιγόνη, η οποία αποτελεί τον οδηγό του πλέον, σε αυτή τη μάταιη περιπλάνηση στη μοίρα και στο χρόνο. Ο Δημήτρης Λιγνάδης στο ρόλο του Ξένου στάθηκε μετρημένος απέναντι στο κοινό και το κράτησε μαζί του ως το τέλος. Ο θεατής δύσκολα μπόρεσε να αφήσει τα μάτια του από πάνω του. Ο λόγος του ήταν τόσο δουλεμένος, η φωνή του καθηλωτική, που ακόμα και τις πιο μικρές προτάσεις έκανε κάποιον να τις σκεφτεί, να τις δουλέψει. Η ιστορία του Οιδίποδα είναι τραγική, προκαλεί τη συμπόνια. Δεν έφταιγε, μπορεί να ήταν ο πρωταγωνιστής άθλιων πράξεων, όμως οι θεοί τις αποφάσισαν, οι μοίρες τις είχαν γνέσει, εκείνος ανίσχυρος στη θεϊκή απόφαση, χτυπήθηκε μέσα στη ζωή όσο κανένας. Θέλει πλέον “πιο λίγα κι απ΄τα λίγα” και θα ' ναι ικανοποιημένος. Ομως ακόμα κι αυτά, φαντάζουν δύσκολα. Ο τόπος που έφτασε είναι ιερός, πρέπει να προσέξει πού θα σταθεί και πώς θα τα ζητήσει. Ικέτης θα σταθεί μπροστά στο βασιλιά Θησέα, με το τυφλοπάνι να του σκεπάζει το πρόσωπο, ζητώντας άσυλο ντροπής και συγχώρεσης.
Ο ευφυής σκηνοθέτης παρουσίασε στο κοινό ένα νέο στοιχείο, τέσσερις ιεροψάλτες πάνω στη σκηνή, οι οποίοι έδεσαν αρμονικά με το ύφος του λόγου του Οιδίποδα και της Αντιγόνης. Η μουσική σε βυζαντινή φόρμα, που συνέθεσε ο Μίνως Μάτσας, με τον πλούτο και το μυστηριακό της χαρακτήρα λειτούργησε σαν γέφυρα στις μουσικές και δραματουργικές παραδόσεις αιώνων, φέρνοντας το έργο στο σήμερα, αλλά και στο διηνεκές. Ο πόνος είναι πόνος, η απόγνωση χτυπάει τους ανθρώπους το ίδιο ανελέητα, όση εξέλιξη κι αν δει αυτός ο κόσμος. Ο Χορός δεν δούλεψε με στοιχεία κειμένου, αλλά μόνο με στακάτα φωνητικά και κορυφώσεις, χωρίς τη συνοδεία μουσικής. Οι ηθοποιοί είχαν επιμεληθεί τα πάντα στη λεπτομέρεια, ο συγχρονισμός των φωνών τους λειτούργησε στην εντέλεια. Στις λίγες φορές που το μέλος ίσως κάλυπτε το λόγο, εξαιτίας της έντασης της στιγμής, ο θεατής μπορούσε να δει τους υπέρτιτλους (που προβάλλονταν εκατέρωθεν της σκηνής σε ταμπλό), στα αγγλικά, ώστε να μη χάσει τμήμα της αφήγησης.
Ο κακός γεννιέται ή γίνεται; Τι λέει ο νόμος των ανθρώπων και πώς συνεχίζει η ζωή μετά από τη συμφορά; Η Ισμήνη και η Αντιγόνη θα πέσουν θύματα της κατάρας της οικογένειας, είναι γεμάτες σεβασμό, αλλά οι ισχυρότεροι θα τις κατακρημνίσουν, δεν είναι εύκολο να ξεφύγεις από τη μοίρα. Καλός καγαθός ο Θησέας, θα δώσει λύση και απάγκιο στον Οιδίποδα, θα σώσει τις αθώες κόρες. Στο τέλος της ζωής του, φτάνοντας ο Οιδίπους, λόγια σοφίας θα μοιραστεί με το βασιλιά. “Να μη γεννηθεί κανείς, αυτό είναι το μόνο καλό που μπορεί να του συμβεί. Κι αν γεννηθεί, από το αμέσως πιο σύντομο καλντερίμι, να πάει από εκεί που ξεκίνησε η ζωή του”. Ετσι θα πει ο γέροντας, ύστερα από όλα όσα του συνέβησαν. “Το ασυντρόφευτο γήρας” φοβάται και τα κακά που αυτό φέρνει μαζί του. Δεν προσπαθεί να εξωραΐσει τα πράγματα, παρουσιάζει τον εαυτό του και με ψήγματα σαρκασμού. Ο χρόνος, που βλέπει τα πάντα, τον καλεί κοντά του και το τέλος φαίνεται προδιαγεγραμμένο και λυτρωτικό.
Τα λιτά σκηνικά λειτούργησαν ιδιαίτερα έξυπνα μέσα στο δράμα, άλλοτε γίνονταν τείχη, άλλοτε κρυψώνας, τάφος, ή τρόπος διαφυγής. Το κοινό “αγκάλιασε” τον Κ. Καζάκο, με ένα θερμότατο και επαναλαμβανόμενο χειροκρότημα στο τέλος. Αναγνώρισε τη στιβαρή του παρουσία σε αυτό το ρόλο, ο οποίος δημιουργούσε - άθελά του - αμηχανία στους περισσότερους από τους άλλους ήρωες, στο να σταθούν απέναντί του.
Ο κομμός των ιεροψαλτών στο τέλος, ο πιο φορτισμένος. Μοιρολόγημα μελωδικό, για βασιλιά τρανό που προκάλεσε δεινά και πάθη ανίερα. Δεν μπορεί το κοινό να τον μισήσει, τον έχει ήδη συγχωρήσει καθώς φαίνεται. Σε μια στιγμή, οι κατασκευές του σκηνικού θα γυρίσουν και θα σκορπίσουν κοκκινωπά ρόδια στο έδαφος. Δεν ξεφεύγει ούτε ο πιο ισχυρός από τις προλήψεις. Μονάχο αποκούμπι η προσπάθεια να "σπάσει το κακό", παράδοση που συναντάται ως και σήμερα στα σπίτια των ανθρώπων, οιασδήποτε καταγωγής... Ο Οιδίπους πέρασε πια στην Ιστορία, έτσι όπως ήρθε στη σκληρή ζωή. Μόνος.
Ταυτότητα της παράστασης
Σκηνοθεσία: Σταύρος Σ. Τσακίρης, επεξεργασία κειμένου: Σταύρος Σ. Τσακίρης - Δήμητρα Πετροπούλου, σκηνικά: Κέννυ Μακ Λέλλαν, κοστούμια: Θάλεια Ιστικοπούλου, μουσική: Μίνως Μάτσας, φωτισμοί: Aλέκος Γιάνναρος, δραματουργός: Λουίζα Αρκουμανέα, μάσκες: Εύα Νικολοπούλο, αφίσα: Αλέξανδρος Ψυχούλης, μουσική προετοιμασία: Μάριον Πελεκάνου, μουσική διδασκαλία: Bαλέρια Δημητριάδου, αγγλικοί υπέρτιτλοι: Δήμητρα Πετροπούλου, βοηθός σκηνοθέτη: Χάρης Πεχλιβανίδης, φωτογραφίες – βίντεο: Πάτροκλος Σκαφίδας, επικοινωνία: Αρης Ασπρούλης, παραγωγή: Venus A.E.
Διανομή: Ξένος: Δημήτρης Λιγνάδης, Οιδίπους: Κώστας Καζάκος, Αντιγόνη: Κόρα Καρβούνη, σμήνη: Τζένη Κόλλια, Θησέας: Αρης Τρουπάκης, Κρέων: Δημήτρης Ημελλος, Πολυνείκης: Δημήτρης Λάλος. Χορός ψαλτών: Πέτρος Δασκαλοθανάσης, Παναγιώτης Διαμαντόπουλος, Θεόδωρος Παλτόγλου, Κωνσταντίνος Τριανταφυλλίδης. Χορός πολιτών: Αντριάνα Ανδρέοβιτς, Βαλέρια Δημητριάδου, Παναγιώτης Καμμένος, Ορέστης Καρύδας, Αγγελίνα Κλαυδιανού.
Διεύθυνση παραγωγής: Γιώργος Σύρμας.
Γ.Σαρ.