Το τέλος του δεύτερου ρωσοτουρκικού πολέμου συμπίπτει με την αρχή μια νέας εποχής, η οποία σηματοδοτείται από τη μεγάλη Γαλλική Επανάσταση του 1789. Η απήχηση που είχε στον ευρωπαϊκό χώρο ήταν τεράστια, όπως μεγάλες ήταν και οι γεωπολιτικές αλλαγές που συντελέστηκαν τότε, συμπεριλαμβανομένης της κατάλυσης της Βενετικής Πολιτείας και της προσάρτησης των κτήσεών της στη Γαλλία.
Η διανομή και η προσάρτηση των εδαφών επικυρώθηκε με τη συνθήκη του Campo-Formio στις 18 Οκτωβρίου 1797. Στη συνθήκη της Αμιένης το 1802, η Ιόνιος Πολιτεία αναγνωρίστηκε ως ανεξάρτητη αυτόνομη πολιτεία από τις συμβαλλόμενες δυνάμεις Γαλλία, Αγγλία και Ισπανία. Ειρήνη υπέγραψαν οι Γάλλοι στην Αμιένη και με την Τουρκία.
Γάλλοι πράκτορες, από τις αρχές του 1803, είχαν προσεγγίσει Ελληνες του Μοριά υποσχόμενοι όπλα και στρατιωτική βοήθεια, όπως είχε γίνει με τους Ρώσους νωρίτερα. Ηδη από το 1797 είχε σταλεί στη Μάνη ο Δήμος Stephanopoli και ο ανεψιός του Νικόλαος, με μυστικές οδηγίες από τον Ναπολέοντα, και έγινε δεκτός με ενθουσιασμό από τους Μανιάτες. Συναντήθηκε με εκπροσώπους Ελλήνων από άλλες περιοχές της Ελλάδας στο σπίτι του μπέη Τζανέτου Γρηγοράκη, όπου εξετάσθηκαν οι δυνατότητες εξέγερσης κατά των Τούρκων.
Ο Stephanopoli έστειλε στο Ναπολέοντα σημαντικές πληροφορίες για την οργάνωση των Μανιατών σε 15 καπετανίες με επικεφαλής καπεταναίους και ανώτατο διοικητή τον μπέη Μάνης (που οριζόταν με σύμφωνη γνώμη των Τούρκων), για την στρατιωτική αγωγή και την πολεμική τακτική τους στον κλεφτοπόλεμο, για τις πειρατικές τους επιδρομές προς την εύφορη τουρκοκρατούμενη Μεσσηνία, και άλλα ενδιαφέροντα στοιχεία για το βίο και την πολιτεία τους. Πρώτος μπέης της Μάνης αναφέρεται ο Τζανέτμπεης Κουτήφαρης (1776-1779).
ΜΑΝΙΑΤΕΣ ΚΑΙ ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΑΙΟΙ
Γαλλικά πολεμοφόδια και πλοία, με αντάλλαγμα εγχώρια προϊόντα, έφτασαν πράγματι στο Γύθειο το 1801 για τον Τζανέτο, το 1802 στο Οίτυλο για τους Μαυρομιχαλαίους, και το 1803 στις Κιτριές για τον κλέφτη Ζαχαρία Μπαρμπιτσιώτη - ο οποίος μάλιστα υπέγραφε τότε ως «αρχιστράτηγος Πελοποννήσου».
Οι διαμάχες και οι διαφωνίες ανάμεσα στις ισχυρές οικογένειες της Μάνης δημιουργούσαν ωστόσο τεράστια προβλήματα και αναστατώσεις στην περιοχή, που ανησυχούσαν έντονα τους Γάλλους. Το 1802 μάλιστα, οι αδελφοί Θεόδωρος και Ιωάννης Κολοκοτρώνης, οι οποίοι υπηρετούσαν τότε ως «κάποι» στην υπηρεσία των Δεληγιανναίων, είχαν αναμιχθεί σε διενέξεις με άλλες οικογένειες.
Το 1803 ο αντιναύαρχος Σερεμπέτ μπέης με τη συμμετοχή του μπας κοτζάμπαση της Υδρας, Βούλγαρη, συνέλαβε τον μπέη της Μάνης Κουμουνδουράκη και στη θέση του τοποθέτησε τον αντίπαλό του Αντώνη Γρηγοράκη, με την εντολή να συλλάβει τον εξάδελφό του Τζαννέτο Γρηγοράκη και να σκοτώσει τον Ζαχαρία Μπαρμπιτσιώτη. Υπό την πίεση των Τούρκων, ο αρχηγός των ανταρτών Πιέρρος Μπεϊζαδές Γρηγοράκης ή Μαγγιώρος αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τη Μάνη και να καταφύγει στη Ζάκυνθο.
Στα τέλη του 1805 αποβιβάστηκε στην Καλαμάτα ο κεχαγιάμπεης του Μόρα-Bαλεσί (δηλαδή ο επικεφαλής του πασαλικίου του Mοριά), που ήταν τότε ο Oσμάν πασάς, και με τη σύμπραξη του κλήρου και των προκρίτων καταδίωξε τους κλέφτες στο εσωτερικό της Πελοποννήσου. Σκότωσε μάλιστα περίπου εξακόσιους. Στο χωριό Τσέρνο της Αντρούβιστας δολοφονήθηκε ο διαβόητος κλέφτης του Μοριά Ζαχαρίας Μπαρμπιτσιώτης, με τη σύμπραξη του Δημήτρη Γρηγοράκη, ανεψιού του μπέη Αντώνη Γρηγοράκη, καθώς και ο Μούρτζινος. Ο Αντώνης καταδίωξε και τους καπετάνιους Αντώνιο Τρουπάκη της Αντρούβιστας και Χριστόδουλο Χρηστέα του Ζυγού, οι οποίοι κατέφυγαν στη Ζάκυνθο. Κατάφεραν εντούτοις και οι δύο να πάρουν συγχωροχάρτι (ράι μπουγιουρντί) από τους Τούρκους και να επιστρέψουν στη Μάνη λίγο αργότερα.
Με τη σύμπραξη των προκρίτων οι Τούρκοι κατάφεραν να εξοντώσουν και τους Κολοκοτρωναίους, με εξαίρεση τον Θεόδωρο, ο οποίος κατέφυγε στα Ιόνια νησιά.
Εκτός από λίγες περιπτώσεις, στο Μοριά δεν εφαρμόστηκε από τους Τούρκους το σύστημα των αρματολών, όπως είχε καθιερωθεί στην ηπειρωτική Ελλάδα. Η σημαντικότερη εστία πολεμιστών στην Πελοπόννησο παρέμενε η Μάνη, όπως ήταν τα Σφακιά στην Κρήτη.
ΠΕΡΙΗΓΗΤΕΣ ΤΟΥ 19ου ΑΙΩΝΑ
Το 1805 έφτασε στην Καλαμάτα ο Αγγλος αξιωματικός του πυροβολικού και ιστοριοδίφης William Martin Leake, ο οποίος αναφέρεται στη γιορτή του Πάσχα, στα μεταξωτά και στη διοίκηση, σημειώνοντας μεταξύ άλλων τα εξής:
«Η Καλαμάτα με τα καλύβια της έχει 400 οικογένειες από τις οποίες έξι μόνο είναι τουρκικές. Η διοίκηση βρίσκεται στα χέρια των Ελλήνων προκρίτων (κοτζαμπάσηδων) και ο βοεβόδας μετατίθεται εύκολα σε οποιαδήποτε παράπονά τους. Ενας Αλβανός μπουλούκμπασης και σαράντα άνδρες συντηρούνται από την πόλη για να τη φυλάνε από τους κλέφτες».
Oι Tούρκοι δεν μπορούσαν να ελέγχουν πλήρως την περιοχή (τον καζά, αλλιώς βιλαέτι) της Kαλαμάτας που περιελάμβανε 21 χωριά, γι’ αυτό την αποκαλούσαν «Γκιαούρ Kαλαμάτα». O Leake αναφέρει μεταξύ άλλων και τα εξής ενδιαφέροντα για την οικονομία και τα προϊόντα της περιοχής:
«Λάδι, μετάξι, σύκα, σιτάρι, αραποσίτι, μπαμπάκι, φασούλια, κρασί, μέλι και στα βουνά μερικά πρόβατα. Στην Kαλαμάτα κατασκευάζονται μαντίλια μεταξωτά, περιζήτητα σε κάθε μέρος ης Aνατολής και ένα είδος μεταξωτού αραχνοΰφαντου υφάσματος (γνωστού ως γάζα) που χρησιμοποιείται κυρίως για κουνουπιέρες στην Kωνσταντινούπολη, την Eλλάδα και το δυτικό μέρος της Mικράς Aσίας, καθώς επίσης κατεργασμένο δέρμα για υποδήματα και παντούφλες.
Oι κύριες εξαγωγές από τον καζά είναι: 1. Aκατέργαστο μετάξι κατά μέσο όρο 7.000 οκάδες, 2. Σύκα από τις περιοχές της Aνδρούσας και του Nησιού, από αυτά δύο εκατομμύρια περίπου τζαπέλαις (αρμαθιές) εξάγονται το χρόνο, 3. Λάδι που παράγεται στα κοντινά περίχωρα της Kαλαμάτας. Σε καλή χρονιά η ποσότητα που εξάγεται ανέρχεται σε 6.000 βαρέλια (των 47 οκάδων, ήτοι των 61 κιλών περίπου).
Πριν από τη Γαλλική Eπανάσταση (1789) έφταναν στην Kαλαμάτα γαλλικά πλοία που μετέφεραν στη Mασσαλία δημητριακά, δέρματα μαροκινά, μετάξι και μπαμπάκι της Mεσσηνίας».
Την ίδια χρονιά επισκέπτεται την Καλαμάτα και ο Αγγλος περιηγητής William Gell, ο οποίος φιλοξενήθηκε στο αρχοντικό του Hλία Τζάνε.
Ο Γάλλος γιατρός και περιηγητής Francois Pouqueville, στα απομνημονεύματά του από την περιπετειώδη ζωή του ανά την Ελλάδα κατά την περίοδο 1798-1801, εξιστορεί μεταξύ άλλων τη δολοφονία ενός νεαρού Ελληνα κληρικού στη Μεσσηνία από Τούρκους στρατιώτες, τη στιγμή που τραγουδούσε αμέριμνος ένα λυπητερό ποίημα για τις συμφορές της πατρίδας του. Το ποίημα περιλαμβάνεται στη συλλογή ελεγειών αφιερωμένων στην υπόδουλη Ελλάδα με τον τίτλο "Messéniennes et poésies diverses" του Casimir Delavigne, που εκδόθηκε στο Παρίσι το 1822 και ευτύχησε να έχει τέσσερις επανεκδόσεις μέσα στην ίδια χρονιά. Την πιο επιτυχημένη απόδοση της σκηνής του θανάτου του κληρικού αποτελεί το έργο του Vincent Ravenat «Le jeune diacre de Messénie expirant» του 1824.
ΕΙΚΑΣΤΙΚΕΣ ΑΠΕΙΚΟΝΙΣΕΙΣ
Το 1811 επισκέφτηκε την Καλαμάτα και ο Otto Magnus von Stackelberg, ο ταλαντούχος Εσθονός ζωγράφος και αρχιτέκτων, ο οποίος τύπωσε το 1824 μια δισέλιδη άποψη της πόλης. Την περιγράφει ως μια από τις σπουδαιότερες της Πελοποννήσου. Σημειώνει ότι στηρίζει την ευημερία της στο εμπόριο μεταξιού, ξερών σύκων και λεπτών υφασμάτων ραμμένων με χρυσοκλωστές.
Την ίδια χρονιά βρέθηκε στην Καλαμάτα και ο Karl Haller von Hellerstein, ο οποίος σχεδίασε το φράγκικο κάστρο. Το 1810 ο ίδιος επισκέφτηκε την αρχαία Mεσσήνη και μας άφησε ένα σημειωματάριο με σχέδια σε μολύβι των οχυρώσεων και των ορατών τότε μνημείων της πόλης, το οποίο φυλάσσεται στην Bibliothéque nationale et universitaire de Strasbourg.
Οσοι είχαν λάβει μέρος στις ανασκαφικές έρευνες της Aφαίας και της Φιγάλειας, ιδιαίτερα ο O.M. v. Stackelberg, φιλοτέχνησαν σειρές από πίνακες τοπίων της Eλλάδας που αποπνέουν την ιδιαίτερη γοητεία, όχι της “ονειρικής κλασικής”, αλλά της υπαρκτής νεοελληνικής φύσης.
Στον O.M. v. Stackelberg οφείλονται ορισμένες χαλκογραφίες από την αρχαία Mεσσήνη, όπου εικονίζεται κυρίως η Aρκαδική Πύλη, θέμα par excellence της αρχαίας πόλης, το οποίο επαναλαμβάνεται έκτοτε στερεότυπα με την εντυπωσιακή κολοσσιαία μεσαία παραστάδα του εσωτερικού διπύλου να γέρνει πάντα σπασμένη προς τη νότια πλευρά της εισόδου, με τον σταυρό του Αγίου Ανδρέα χαραγμένο πάνω της.