Το περασμένο Σάββατο συμπληρώθηκαν 77 χρόνια από τη μάχη της Καλαμάτας που έγινε στις 28 Απριλίου 1941, μεταξύ των Γερμανών εισβολέων και των συμμαχικών δυνάμεων που ανέμεναν να εκκενωθούν μέσω θαλάσσης προς την Κρήτη. Μια μάχη την οποία ελάχιστοι γνωρίζουν, γεγονός που ξενίζει ιδιαίτερα, καθώς ο αείμνηστος Εντουιν Χόρλινγκτον (Edwin Horlington), ιδρυτής και πρώτος πρόεδρος της Αδελφότητας των Βετεράνων της Ελληνικής Εκστρατείας 1940-1941 (The Brotherhood of Veterans of The Greek Campaign 1940-1941), πάντα υποστήριζε ότι η Καλαμάτα ήταν “χειρότερη από τη Δουνκέρκη”.
Ο ίδιος κατάφερε να αποδράσει από την Καλαμάτα την τελευταία νύχτα της επιχείρησης Damon, την Τετάρτη 30 Απριλίου 1941, μαζί με άλλους 201 στρατιώτες, με το αντιτορπιλικό “Χίροου” (Hero), για την Κρήτη -κι από εκεί για την Αίγυπτο.
Οπως έγραφε, “η Καλαμάτα, τον Απρίλιο του 1941, ήταν κυριολεκτικά το τέλος του δρόμου, καθώς η θάλασσα ήταν η μόνη πιθανή οδός διαφυγής για τη δύναμη των 58.000 Βρετανών, Αυστραλών, Νεοζηλανδών και Κύπριων στρατιωτών. Εδώ δεν ίσχυε η μικρή απόσταση πάνω από τη Μάγχη, ούτε υπήρχαν ατελείωτες σειρές από μικρά ή μεγάλα σκάφη για να σε πάνε στην πατρίδα. Η RAF στην Ελλάδα είχε εντελώς εξαφανιστεί νωρίτερα μέσα στην εβδομάδα. Το Βασιλικό Ναυτικό έπρεπε να ενεργεί στο σκοτάδι κατά τη διάρκεια των τελευταίων ημερών, καθώς οι Γερμανοί είχαν πυροβόλα στις αποβάθρες και τον μόλο. Η Καλαμάτα ήταν γεμάτη με στρατιώτες κι όλο και περισσότεροι έρχονταν ώρα με την ώρα. (Υπήρχε επίσης δράση σε άλλες τοποθεσίες στην Πελοπόννησο, συμπεριλαμβανομένων Ναύπλιου, Τολού και Αργους, όπου χάθηκαν πολλές ζωές και συνελήφθησαν πολλοί αιχμάλωτοι πολέμου).
Οι απώλειες των συμμάχων σε νεκρούς και αιχμαλώτους πολέμου ήταν πολύ χειρότερες, κατ’ αναλογία, από αυτές στη Δουνκέρκη. Οι απώλειες στη θάλασσα ξεπέρασαν επίσης τις απώλειες στη Δουνκέρκη, πολλά σκάφη βυθίστηκαν γεμάτα με στρατιώτες που είχαν μόλις εκκενωθεί. Στη Δουνκέρκη υπήρχαν στρατιωτικοί φωτογράφοι και άλλοι ένστολοι που απομνημόνευσαν την εκκένωση με το φακό της μηχανής τους. Στην Καλαμάτα δεν υπήρχαν μέσα ενημέρωσης -η ήττα και η παράδοση παρέμεναν εξαιρετικά αποτελεσματικά κρυμμένα για 50 χρόνια. Πάνω από 10.000 στρατιώτες έμειναν στις παραλίες.
Μία από τις συνεχιζόμενες τραγωδίες της ελληνικής εκστρατείας του 1941 είναι ότι οι άνθρωποι δεν την ξέρουν και ακόμα και τώρα δεν μαθαίνουν γι’ αυτήν. Κρύφτηκε κάτω από το χαλί και για να μην εκτίθεται σε δημόσια θέα. Πολλοί βετεράνοι έχουν δοκιμάσει, και συνεχίζουν να προσπαθούν, να προσελκύσουν την προσοχή του κόσμου στην εκστρατεία αυτή, μέσω διαφόρων βιβλίων τους, ελπίζοντας πως όταν αυτοί θα έχουν “φύγει” πια -καθώς όλο και πιο πολύ πλησιάζει το πλήρωμα του χρόνου- ό,τι έκαναν και υπέφεραν δεν ήταν για το τίποτα”.
Η “ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΟΥΝΚΕΡΚΗ”
Η μάχη της Καλαμάτας, αργά το απόγευμα και τη νύχτα της Δευτέρας 28 Απριλίου 1941, ήταν η τελευταία που δόθηκε στο ηπειρωτικό έδαφος της Ελλάδας μεταξύ των Γερμανών εισβολέων και των συμμαχικών στρατευμάτων -του ελληνικού εκστρατευτικού σώματος, όπως αποκαλείτο-, χιλιάδες άνδρες των οποίων ανέμεναν στη μεσσηνιακή πρωτεύουσα για να εκκενωθούν με πλοία προς την Κρήτη.
Η προέλαση των γερμανικών στρατευμάτων υπήρξε αστραπιαία, ενώ προς την Καλαμάτα κατευθύνονταν αφ’ ενός δυνάμεις των Ες Ες (το 3ο τάγμα του 1ου μηχανοκίνητου συντάγματος πεζικού της μεραρχίας Leibstandarte SS Adolf Hitler / LSSAH), προερχόμενο από Πάτρα και Πύργο και αφ’ ετέρου η 5η Μεραρχία Πάντσερ, από τον δρόμο Κορίνθου – Τρίπολης, μονάδες της οποίας και ενεπλάκησαν με τους συμμάχους στην Παραλία της μεσσηνιακής πρωτεύουσας.
Οι Γερμανοί αιχμαλώτισαν στην Καλαμάτα περίπου 7 με 8.000 στρατιώτες από την Κοινοπολιτεία και τη Γιουγκοσλαβία, οι οποίοι δεν πρόλαβαν να διαφύγουν. Η εκκένωση είχε ξεκινήσει ήδη περί τις 25 Απριλίου με μεμονωμένα καΐκια από τη θάλασσα, από αέρος με αερακάτους Sunderland, μία εκ των οποίων {η Τ9048 του 228ου σμήνους της RAF, με πιλότο τον 26χρονο Νεοζηλανδό υποσμηναγό Χένρυ Γουίλιαμ Λάμοντ (H. W. Lamond)}, συνετρίβη στη θάλασσα ανοιχτά από τον Κορδία, τη νύχτα της 25 προς 26 του μήνα, ενώ τη νύχτα της Κυριακής 27 προς τη Δευτέρα 28 Απριλίου δύναμη του συμμαχικού στόλου εκκένωσε περί τους 8.000 άνδρες.
Το κείμενο που ακολουθεί είναι απόδοση από την περιγραφή της μάχης της Καλαμάτας όπως περιέχεται στο πολύτομο έργο “Η επίσημη ιστορία της Νέας Ζηλανδίας στο Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο 1939-1945”, που εκδόθηκε το 1959 υπό την αιγίδα του Κλάδου Πολεμικής Ιστορίας του υπουργείου Εσωτερικών της Νέας Ζηλανδίας. Είναι ευνόητο ότι στο κείμενο δίνεται έμφαση στη δραστηριότητα των Νεοζηλανδών, ωστόσο η συνολική εικόνα που προκύπτει είναι αποκαλυπτική για τα γεγονότα εκείνης της νύχτας.
Από την ίδια έκδοση προέρχεται και το σχεδιάγραμμα της Παραλίας με τις θέσεις των αντιπάλων, ενώ οι φωτογραφίες προέρχονται από διάφορες ιστοσελίδες, κυρίως από την Ωκεανία. Οι φωτογραφίες με τις εικόνες μετά τη μάχη -που προφανώς πήραν Γερμανοί αξιωματικοί- αναρτήθηκαν σε ιστοσελίδα δημοπρασιών, πριν δύο χρόνια περίπου. Τόσο ο τωρινός όσο και ο προηγούμενος κάτοχός τους παραμένουν άγνωστοι...
ΟΙ ΓΕΡΜΑΝΟΙ ΣΤΗΝ ΚΑΛΑΜΑΤΑ
“Η γερμανική εμπροσθοφυλακή εισέρχεται στην Καλαμάτα
Η επόμενη μέρα, Δευτέρα 28 Απριλίου, είχε περισσότερες αεροπορικές επιδρομές και περισσότερα θύματα, ώσπου το σούρουπο υπήρχαν 200 άνδρες τραυματίες στο ελληνικό νοσοκομείο (ΣτΜ. το σημερινό ιστορικό Δημαρχείο, στην Αριστομένους). Οι φήμες για αλεξιπτωτιστές στη διώρυγα της Κορίνθου είχαν επιβεβαιωθεί το προηγούμενο βράδυ, αλλά στις 4 το απόγευμα το 4ο Σύνταγμα Ουσάρων (4 Hussars) ανέφερε ότι δεν υπάρχουν ακόμη τα σημάδια του επερχόμενου εχθρού. Παρ’ όλα αυτά στον ταγματάρχη Μακ Νταφ (MacDuff) -όταν αυτός το ανέφερε το απόγευμα στον ταξίαρχο Πάρινγκτον (Parrington)- δόθηκε εντολή να καλύψει την επιβίβαση. Οι άνδρες ήταν ήδη στο δρόμο τους προς τις περιοχές συνάθροισης της προηγούμενης νύχτας, αλλά ο Μακ Νταφ αποφάσισε ότι ο 1ος Λόχος θα μπορούσε να καλύψει τις προσεγγίσεις στην προκυμαία από το Βορρά και ο 2ος Λόχος τον δρόμο της Σπάρτης που οδηγεί ανατολικά από την πόλη (ΣτΜ. αναφέρεται πιθανότατα στην οδό Λακωνικής).
Το σχέδιο δεν εφαρμόστηκε ποτέ. Η εξωτερική περίμετρος του 4ου Ουσάρων είχε ήδη υπερκερασθεί από την εμπροσθοφυλακή της 5ης Τεθωρακισμένης Μεραρχίας (5 Panzer Division), η οποία έσπευδε νότια από την περιοχή της διώρυγας. Καμία προειδοποίηση δεν θα μπορούσε να είχε το Νεοζηλανδικό Τάγμα Υποστήριξης· σε κάθε περίπτωση, οι περισσότεροι από την εν λόγω μονάδα είχαν ήδη μετακινηθεί στην Καλαμάτα. Ομως, η προωθημένη διμοιρία, με τους λοχαγούς Γιέιτς (Yates) και Μπράισον (Bryson) και τον υπολοχαγό Κέρτις (Curtis) -οι οποίοι ανέμεναν μεμονωμένους στρατιώτες που είχαν χαθεί- και τον ταγματάρχη Τόμσον (Thomson) που περιέθαλπε τραυματίες, αιφνιδιάστηκε και συνελήφθη αιχμάλωτη. Πολλά άτομα προσπάθησαν να ξεφύγουν. Μερικοί το κατόρθωσαν, αλλά οι περισσότεροι, μετά από προειδοποιητικές ριπές πολυβόλων, επέστρεψαν και επιβιβάστηκαν στα ανοιχτά φορτηγά του 4ου Συντάγματος Ουσάρων, στο τέλος της φάλαγγας. Η γερμανική δύναμη συνέχισε την κίνησή της, με τον ταγματάρχη Τόμσον να συνδράμει τον Γερμανό γιατρό αξιωματικό. Χωρίς να συναντήσουν καμία αντίσταση και συλλαμβάνοντας κι άλλους αιχμαλώτους, οι Γερμανοί μπήκαν στην πόλη, διέσχισαν τη γέφυρα πάνω από τον ξερό χείμαρρο (ΣτΜ. Γέφυρα Σταματελάκη, στην προέκταση της Κολοκοτρώνη) και στράφηκαν νότια (ΣτΜ. στην Αριστομένους) προς το λιμάνι, όπου και κατέληξαν κοντά στο Τελωνείο. Οι αιχμάλωτοι κατέβηκαν από τα οχήματα και τέθηκαν υπό φρούρηση· οι Γερμανοί, εμφανώς έκπληκτοι από τον αριθμό των στρατιωτών που υπήρχαν στην πόλη, άρχισαν να ερευνούν προς τα ανατολικά, κατά μήκος της προκυμαίας.
Δεν είναι δυνατόν πλέον να εκτιμήσουν πόσο ακριβώς χρόνο διαθέτουν για να οργανωθούν πριν πέσει το σκοτάδι. Το σημαντικό γεγονός ήταν ότι δεν υπήρξε σοβαρή αντίσταση. Η πλειονότητα των συμμαχικών στρατευμάτων βρισκόταν ήδη στα ανατολικά της πόλης· οι υπόλοιποι στρατιώτες των συμμάχων βρίσκονταν ήδη καθ’ οδόν προς τις περιοχές συνάθροισης. Υπήρχαν σίγουρα κάποια σκόρπια πυρά ατομικών όπλων, αλλά αυτό ήταν αρκετά συνηθισμένο κατά τη διάρκεια της ημέρας και δεν προκάλεσε καμία ανησυχία. Το αποτέλεσμα ήταν ότι ακόμα περισσότεροι άνδρες αιφνιδιάστηκαν και συνελήφθησαν αιχμάλωτοι.
Η μεγαλύτερη ατυχία ήταν η σύλληψη του λοχαγού Κλαρκ Χολ (Clark-Hall), ο οποίος, με τον σηματωρό του, ήταν έτοιμος να κατεβεί στην προκυμαία. Από εκείνη τη στιγμή, η δυσκολία της επικοινωνίας με το Ναυτικό έμελλε να είναι το ζωτικότερο πρόβλημα της εκκένωσης.
Δύο Νεοζηλανδοί αξιωματικοί, ο υπολοχαγός Ντάνιελ (Daniel) και ο ανθυπολοχαγός Γουίλις (Willis), οδηγώντας τους άνδρες τους στην προκυμαία, είχαν μεταβεί στο αρχηγείο του Μακ Νταφ, στον παραλιακό δρόμο (ΣτΜ. σύμφωνα με το σχεδιάγραμμα, στην περιοχή όπου σήμερα η Ηρώων συμβάλλει με τη Ναυαρίνου). Επιστρέφοντας από έναν από τους βόρεια του παραλιακού παράλληλους δρόμους, είδαν σε απόσταση στρατιώτες με γκρίζες στολές, αλλά θεώρησαν ότι ήταν κάποιοι από τους Γιουγκοσλάβους -μέχρις ότου ένας Γερμανός εμφανίστηκε από μια πόρτα με ένα αυτόματο και τους οδήγησε στην περιοχή του Τελωνείου, ήδη γεμάτη με αιχμαλώτους, φορτηγά και θωρακισμένα οχήματα.
Μέχρι τότε, όμως, οι Γερμανοί είχαν συνειδητοποιήσει ότι διέτρεχαν μεγάλο κίνδυνο. Ανέκριναν τους αιχμαλώτους σχετικά με την ώρα άφιξης της νηοπομπής· ήθελαν να ξέρουν πόσοι άνδρες ήταν στην άλλη άκρη της προκυμαίας και όταν φάνηκαν σημάδια μιας ενδεχόμενης αντεπίθεσης έγιναν πολύ ανήσυχοι. Οι αιχμάλωτοι οδηγήθηκαν τότε πίσω προς την πόλη, μέσω της γέφυρας στην εθνική οδό (ΣτΜ. στην οδό Αθηνών), όπου ανέμεναν τα οχήματα από το κυρίως σώμα της γερμανικής φάλαγγας.
Η ΑΦΙΞΗ ΓΝΩΣΤΟΠΟΙΕΙΤΑΙ
Ενώ συνέβαιναν όλα αυτά, η άφιξη των εχθρικών δυνάμεων είχε γίνει γνωστή στους χιλιάδες άνδρες που ήταν συγκεντρωμένοι στους ελαιώνες.
Οταν οι πρώτες αναφορές έφθασαν στα διάφορα αρχηγεία, οι ανώτεροι αξιωματικοί έδειξαν μια τάση να επιτιμήσουν τους πληροφοριοδότες για το θράσος τους. Αλλά ένας αξιωματικός-σύνδεσμος, που είχε διαταχθεί να μεταβεί στο 4ο Ουσάρων, επέστρεψε και δήλωσε ότι ο δρόμος μέσα από την πόλη έχει αποκλειστεί από τον εχθρό· οδηγοί φορτηγών που επέστρεφαν από την περιοχή του νοσοκομείου (ΣτΜ. Δημαρχείο Αριστομένους) φώναζαν ότι υπήρχαν Γερμανοί στην πόλη· ριπές πολυβόλων ακούγονταν συχνότερα· και μπορούσε κανείς να δει στρατιώτες να τρέχουν στην ασφάλεια των ελαιώνων.
Το επόμενο στάδιο της εμπλοκής δεν μπορεί να ειπωθεί με επαρκή ακρίβεια, αλλά η πρώτη σοβαρή αντίσταση φαίνεται ότι προήλθε από τον ταγματάρχη Κάρεϊ (Β. Carey) του 3ου Βασιλικού Συντάγματος Τεθωρακισμένων (3 Royal Tank Regiment), ο οποίος με τον ταγματάρχη Πέμπερτον (Pemberton), των Διαβιβάσεων (Royal Signals), βάδιζε προς το λιμάνι, όταν στρατιώτες των συμμάχων επιτέθηκαν κατά μήκος της προκυμαίας. Ο Πέμπερτον επέστρεψε για να ενημερώσει τον ταξίαρχο Πάρινγκτον. Ο Κάρεϊ, μαζεύοντας ένα οπλοπολυβόλο Bren, πέρασε τις επόμενες δύο ώρες στην παραλία, νότια του δρόμου, πυροβολώντας εναντίον των γερμανικών πυροβόλων στην αποβάθρα και ενθαρρύνοντας όσους στρατιώτες των συμμάχων ήθελαν να πολεμήσουν.
Περίπου την ίδια ώρα, ο αντισυνταγματάρχης Γκιντς (H.H.E. Geddes), από το Βασιλικό Σώμα Εφοδιασμού (Royal Army Service Corps) και ο αντισυνταγματάρχης Ρόμπινσον (J.P. Robinson), του 8ου Ουσάρων (8 Hussars), πλησίαζαν την προκυμαία. Οι ριπές πολυβόλων και οι αναφορές από τους άνδρες που έτρεχαν να καλυφθούν, σύντομα τους έπεισαν ότι ο εχθρός είχε φτάσει στην προκυμαία. Αποφάσισαν ότι σίγουρα είχε γίνει ρίψη αλεξιπτωτιστών· κανείς από τους δυο τους δεν σκέφτηκε ότι ο εχθρός θα μπορούσε να έχει φθάσει οδικώς στην Καλαμάτα. Ο Γκιντς προωθήθηκε με ό,τι στρατεύματα μπορούσε να συγκεντρώσει, συντάχθηκε με τον Κάρεϊ και ενημερώθηκε σχετικά με τις θέσεις των Γερμανών. Στη συνέχεια επέστρεψε στους ελαιώνες και από εκεί οργάνωσε περιπόλους για να καθαρίσει τους δρόμους τόσο στην ενδοχώρα, όσο και παράλληλα με το παραλιακό μέτωπο. Η πλειονότητα των στρατιωτών ήταν Νεοζηλανδοί, Αυστραλοί και Βρετανοί, κάποιοι με επικεφαλής υπαξιωματικούς, άλλοι με αξιωματικούς.
Η μικρή αυστραλιανή δύναμη, αν και με ελλιπή οπλισμό, ήταν εξ ίσου δραστήρια. Ο αντισυνταγματάρχης Χάρλοκ (Harlock) οργάνωσε περιπόλους, ενώ ο λοχαγός Γκρέι (A.W. Gray) έστειλε μια διμοιρία με Νεοζηλανδούς και οδήγησε μία άλλη κατά μήκος της παραλίας.
Μια άλλη εστία αντίστασης -ίσως η σημαντικότερη- ήταν το Νεοζηλανδικό Τάγμα Υποστήριξης, η βάση του οποίου είχε εγκατασταθεί από τον ταγματάρχη Μακ Νταφ στον παραλιακό δρόμο (ΣτΜ. στην περιοχή που σήμερα η Ηρώων συμβάλλει με τη Ναυαρίνου). Πριν αρχίσει η κανονική μάχη, οι υπολοχαγοί Ο’ Ρουρκ (O’Rorke) και Ριντ (Rhind) είχαν σταλεί για να διαπιστώσουν αν οι λόχοι προκάλυψης βρίσκονταν στη θέση τους. Σύμφωνα με τις διαταγές που είχαν, ο λοχαγός Σίμοντς (Simmonds) με τους άνδρες από τον Β’ Λόχο, ο υπολοχαγός Μπρίκελ (D.R. Brickell) και διμοιρία του και ο υπολοχαγός Μούντι (J.W. Μoodie) από το αρχηγείο του τάγματος, μετέβησαν για να καλύψουν το δρόμο Σπάρτης (ΣτΜ. την οδό Λακωνικής) και την ανατολική έξοδο από την πόλη. Ειδοποιημένοι από στρατιώτες σε φορτηγά, οι οποίοι φώναζαν ''Οι Τζέριδες (ΣτΜ. βρετανική έκφραση για τους Γερμανούς στρατιώτες) είναι στην πόλη'' και από Ελληνες που φώναζαν ''Γκερμάνια'', η ομάδα έφθασε υποψιασμένη στο σταυροδρόμι. Καθοδηγημένοι από τον Μούντι, ο οποίος γνώριζε την πιο σύγχρονη τεχνική της οδομαχίας, γκρέμισαν διάφορους τοίχους και προετοίμασαν θέση άμυνας. Την ίδια ώρα, ο υπολοχαγός Σπάκμαν (F.G. Spackman) είχε σταλεί από τον ταγματάρχη Μακ Νταφ να ανακαλύψει τους υπεύθυνους για τις ριπές αυτόματων όπλων που ακούγονταν: ''Εάν είναι Ελληνες να τους κάνουν να βγάλουν το σκασμό· αν είναι Γερμανοί να μάθουν πού ήταν''. Στη γέφυρα κατέλαβε ένα γερμανικό αυτοκίνητο, ο οδηγός του οποίου οδηγήθηκε πίσω στην παραλία για ανάκριση. Λίγο αργότερα, ένα γερμανικό φορτηγό που ρυμουλκούσε ένα βαρύ πυροβόλο ακολουθούμενο από ένα καμιόνι προσέγγισαν το μπλόκο, αλλά ριπές υποχρέωσαν τους οδηγούς τους να απομακρυνθούν βιαστικά, κάνοντας ζιγκ ζαγκ. Μετά από αυτό, η ομάδα δεν είχε άλλες οχλήσεις· οι ήχοι σφοδρής μάχης ακούγονταν από το λιμάνι, αλλά τελικά έπαψαν και γύρω στα μεσάνυχτα οι άντρες διατάχθηκαν να επιστρέψουν στις παραλίες, όπου πλήθος στρατιωτών συγκεντρώνονταν για την αναμενόμενη επιβίβαση.
Εν τω μεταξύ οι Ο’ Ρουρκ και Ριντ, κατά τη μετακίνησή τους προς το κέντρο της πόλης, είχαν ακούσει ριπές και είχαν δει Γερμανούς στην περιοχή προς τα δυτικά, όπου έπρεπε να έχει εγκατασταθεί ο Α’ Λόχος. Επέστρεψαν στη διασταύρωση, συγκέντρωσαν περί τους 20 Νεοζηλανδούς και Αυστραλούς και κινήθηκαν προς τον εχθρό, ο Ριντ από την πλευρά της παραλίας και ο Ο’ Ρουρκ μεσόγεια, από τον αμέσως παράλληλο δρόμο με αυτόν της παραλίας.
ΜΑΧΗ ΜΕΤΑ ΤΟ ΣΟΥΡΟΥΠΟ
Αρχισε να πέφτει το σούρουπο και επικρατούσε απελπιστική σύγχυση στους γεμάτους στρατιώτες ελαιώνες. Αν ένας στρατιώτης ήθελε να πολεμήσει μπορούσε να το κάνει -αν δεν ένιωθε και τόσο σίγουρος, πολύ απλά μπορούσε να παραμείνει με τους χιλιάδες ανήσυχους συναδέλφους του. Παρ’ όλα αυτά, χάρις στις προσπάθειες των Γκιντς, Χάρλοκ και Μακ Νταφ, πολλοί είχαν ήδη ξεσηκωθεί για να πολεμήσουν ή επρόκειτο να το πράξουν. Οι αξιωματικοί και οι στρατιώτες δεν ήταν όλοι γνωστοί μεταξύ τους, έτσι είναι αδύνατο να καταγραφούν τα ονόματα πολλών που συμμετείχαν στην πραγματική μάχη.
Αλλά είναι γνωστό ότι από αυτή την περιοχή μετείχαν διάφορες ομάδες, με επικεφαλής τους υπολοχαγούς Κάναβαν (Canavan), Σίμπσον (Simpson), Γουότ (Watt), Ντέιβις (Davies), Μπάκλτον (Buckleton), Φέι (Fay) και Χάρις (Harris). Κινούμενοι στις ανατολικές παρυφές της πόλης, έφτασαν στους βόρεια από τον παραλιακό δρόμους και πλησίασαν την αποβάθρα από το Βορρά.
Πριν από αυτές τις ομάδες, όμως, προηγήθηκε μια άλλη που συγκρότησε και τέθηκε επικεφαλής της ο λοχίας Χίντον (Hinton), από το 20ό Τάγμα. Ακούγοντας τους ήχους από τα πυρά, μετέβη στη βάση της μονάδας του και προσπάθησε να ανακαλύψει τι συνέβαινε. Αδυνατώντας να πάρει κάποια απάντηση μέσα στη γενική σύγχυση, κινήθηκε στον παραλιακό δρόμο προς την πόλη και στη συνέχεια σύρθηκε προς τη θέση πολυβόλου του ταγματάρχη Κάρεϊ, κοντά στην παραλία. Με εξασφαλισμένα τα πυρά κάλυψης από τον Κάρεϊ γύρισε πίσω, συγκέντρωσε περί τους 12 Νεοζηλανδούς και κινήθηκε στον παραλιακό δρόμο για να ασχοληθεί με το βαρύ γερμανικό πυροβόλο που μόλις είχε ανοίξει πυρ. Οταν πύκνωσαν τα πυρά των πολυβόλων, η ομάδα στράφηκε βόρεια, σε παράλληλο δρόμο με αυτόν της παραλίας και στη συνέχεια και πάλι νότια, κινούμενη σε έναν δρόμο ένα με δύο τετράγωνα βόρεια της προκυμαίας -και παράλληλα σε αυτήν. Σε αυτόν το δρόμο ο Χίντον εγκατέστησε μία θέση πολυβόλου για να καλύψει την ανατολική και τη βόρεια πρόσβαση.
Σε αυτό το στάδιο φαίνεται ότι υπήρξε μια παύση στην προώθηση. Οι ομάδες που οργανώθηκαν από τον Μακ Νταφ κατέφθαναν από διάφορους δρόμους για να παράσχουν υποστήριξη, αλλά στο όλο σκηνικό επικρατούσε απίστευτη σύγχυση. Ολα ήταν σκοτεινά, ξεχώριζαν μόνο οι ριπές των τροχιοδεικτικών και μερικές σκόρπιες φωτοβολίδες· εκρήξεις βλημάτων όλμων· μεμονωμένοι Γερμανοί κρυμμένοι σε εξώπορτες σπιτιών άνοιγαν πυρ, τραυματίζοντας έτσι αρκετούς άνδρες, συμπεριλαμβανομένων του Ο’ Ρουρκ και του λοχία Χέσον (Hesson)· και, πιο σημαντικό από όλα, δεν υπήρχε γενική διοίκηση. Παρά τις δυσκολίες αυτές, εξαπολύθηκε επίθεση νότια προς την προκυμαία. Ο Κάναβαν και ένας Αυστραλός λοχίας με την ομάδα τους κάλυπταν τον δρόμο στον οποίο είχαν σταθμεύσει τα γερμανικά φορτηγά εφοδιασμού. Ο Χίντον, υποστηριζόμενος από τα πυρά του στρατιώτη Τζόουνς (A.M. Jones) κινήθηκε προς έναν νοτιότερο δρόμο, παρενοχλούμενος από θέσεις πολυβόλων και έφθασε στην προκυμαία κοντά στο πιο προωθημένο από τα δύο βαρέα γερμανικά πυροβόλα (ΣτΜ. στη συμβολή Ναυαρίνου και Βύρωνος).
Στο μεταξύ ο Ριντ, με την υποστήριξη πυρών από την ομάδα του Κάρεϊ στον παραλιακό δρόμο, είχε οδηγήσει την ομάδα του -από οικοδομικό τετράγωνο σε οικοδομικό τετράγωνο- κατά μήκος της προκυμαίας, έως ότου συνάντησε αυτούς που κατέφθαναν από τους πλευρικούς δρόμους. Ενώ ανασυγκροτούνταν, ένα φορτηγό φάνηκε στον δρόμο κατευθυνόμενο προς τις γερμανικές θέσεις, φορτωμένο με Νεοζηλανδούς και Αυστραλούς στρατιώτες.
Αυτό το φορτηγό, με οδηγό τον Σάπερ Γκέρλικ (Sapper Gourlick) και με 8 άνδρες στην καρότσα, συμπεριλαμβανομένων των στρατιωτών Σνουκς (Snooks), Τέρνερ (Turner) και Λιούις (Lewis), το είχε στείλει ο Μακ Νταφ. Με μεγάλη ταχύτητα διέσχισε τους ελαιώνες, έφθασε στην προκυμαία και συνέχισε φθάνοντας σε απόσταση 50 μέτρων από το πρώτο πυροβόλο. Εκεί έστριψε απότομα κι οι επιβαίνοντες στρατιώτες ξεχύθηκαν στον πλησιέστερο δρόμο για να καλυφθούν, ανοίγοντας ταυτόχρονα πυρ εναντίον των Γερμανών κοντά στο πυροβόλο και κατά μήκος της ανοχύρωτης προβλήτας στην προκυμαία. Τα πυρά τους, η προώθηση του Χίντον από τον πλευρικό δρόμο και, πιθανότατα, τα συνεχή πυρά κάλυψης από το πολυβόλο του Κάρεϊ, υποχρέωσαν τα πληρώματα των πυροβόλων να αναζητήσουν καταφύγιο στα κτήρια κατά μήκος της προκυμαίας. Πίσω τους άφησαν το μεγαλύτερο πλήθος νεκρών και τραυματιών που είχε δει ποτέ οποιοσδήποτε από όσους πήραν μέρος στην ενέργεια αυτή.
Η μάχη συνεχίστηκε κατά μήκος της προκυμαίας, από τη μία ομάδα κτηρίων στην άλλη, με τους Γερμανούς να αποσύρονται εγκαταλείποντας στους Βρετανούς τον σταθμό εφοδίων τους, τον οποίον είχε συγκροτήσει ο αιχμάλωτός τους ταγματάρχης Τόμσον. Ο Χίντον, ο Τζόουνς και άλλοι άνδρες της προωθημένης ομάδας τραυματίστηκαν, αλλά ήδη έσπευδαν ενισχύσεις από τους ελαιώνες, σύμφωνα με το σχέδιο, καθώς ο λοχαγός Κέναρντ (G.A.F. Kennard) από το 4ο Ουσάρων -ο οποίος είχε διαφύγει από την περιοχή του Τελωνείου-, είχε δώσει στον Μακ Νταφ χρήσιμες πληροφορίες σχετικά με τη δύναμη και τις θέσεις των Γερμανών. Ομως, η μάχη συνεχίστηκε όπως πριν, χωρίς καμία απολύτως κατεύθυνση, με αυθόρμητο και απαράμιλλο τρόπο. Μερικοί άνδρες εισέβαλαν στα κτήρια, άλλοι εξορμούσαν σε διάφορα σημεία, επιστρέφοντας τα πυκνά πυρά που δέχονταν από Γερμανούς από τα παράθυρα και τα μπαλκόνια των κτηρίων που βρίσκονταν μπροστά στην προκυμαία.
ΟΙ ΓΕΡΜΑΝΟΙ ΠΑΡΑΔΙΔΟΝΤΑΙ
Δεν υπήρξε καταγραφή από τους Βρετανούς των αρχικών σταδίων της παράδοσης. Τα μέλη των διαφόρων ομάδων πολύ συχνά δεν γνώριζαν ο ένας τον άλλο, ενώ μέσα σε λίγες ώρες ήταν και οι ίδιοι αιχμάλωτοι. Σε ένα γερμανικό προπαγανδιστικό έντυπο υπάρχει ωστόσο μια καταγραφή που -περισσότερο ή λιγότερο- συμφωνεί με τις εκθέσεις εκείνων οι οποίοι είναι γνωστό ότι είχαν άμεση σχέση με τα γεγονότα. Τα στοιχεία δεν είναι πάντα ακριβή, αλλά η προσωπική αναφορά σε έναν τουλάχιστον Βρετανό αξιωματικό δείχνει ότι ο συγγραφέας είχε μιλήσει με Γερμανούς αξιωματικούς που μετείχαν στα γεγονότα.
Σύμφωνα με το εν λόγω έντυπο, ένας από τους Βρετανούς είχε καλέσει τους Γερμανούς να παραδοθούν. Ενας υπολοχαγός είχε απαντήσει ''κατάπαυση πυρός, τελείωσε'' και στη συνέχεια τον έστειλαν με οδηγίες όχι να παραδοθούν αλλά να διαπραγματευτεί, ''δεν έχουμε άλλα πυρομαχικά. Κέρδισε χρόνο''. Ο Γερμανός αξιωματικός υποχρεώθηκε να καλέσει και τον διοικητή του λόχου του να παρευρίσκεται στη συνάντηση, αλλά οι ''Αυστραλοί'' απείλησαν να σκοτώσουν και τους δύο Γερμανούς, ''εκτός εάν μέσα σε πέντε λεπτά παραδώσουν τα όπλα τους όλοι όσοι είναι κυκλωμένοι στο λιμάνι''. Σε αυτό το στάδιο, έφθασε ένας ''Αγγλος συνταγματάρχης'' και διεξήγαγε τις διαπραγματεύσεις.
Οι Γερμανοί πιθανότατα ανέφεραν τη δύναμη που είχαν έξω από την πόλη και πόσο απελπιστική ήταν η κατάσταση για τους Βρετανούς, αφού στο εν λόγω γερμανικό έντυπο σημειώνεται ότι ''οι αγριεμένοι τύποι... φώναζαν αγανακτισμένοι''. Και είναι αυτό φαίνεται που έκρινε την υπόθεση, καθώς από τα μεσάνυχτα οι Γερμανοί παραδίδονταν σε όποιον τύχαινε να είναι κοντά, με τον τελικό αριθμό αιχμαλώτων να φθάνει πάνω από 120 άνδρες, κάθε βαθμού.
Οι γερμανικές απώλειες ήταν βαριές, ιδιαίτερα στο πιο προωθημένο από τα δύο βαριά πυροβόλα και σε έναν από τους πλευρικούς δρόμους, όπου ''κάποιος πρέπει να τους θέρισε με Bren''. Συνολικά υπήρχαν 41 νεκροί και 60 τραυματίες Γερμανοί. Οι βρετανικές απώλειες ήταν, νεκροί 3 αξιωματικοί και άλλοι 30 κάθε βαθμού, ενώ πάνω από 50 ήταν οι τραυματίες, οι οποίοι νοσηλεύθηκαν ''σε αυτό που ονομάστηκε “βρετανικό νοσοκομείο”, όπου ένας Νεοζηλανδός γιατρός είχε κάνει εκπληκτική δουλειά με αμελητέο εξοπλισμό''.
ΕΚΚΕΝΩΣΗ ΓΙΑ ΛΙΓΟΥΣ
Οι πιθανότητες εκκένωσης τώρα φαίνονταν να είναι καλές. Φτιάχτηκαν οδοφράγματα για τον έλεγχο των δρόμων τα οποία επανδρώθηκαν για την άμυνά τους, ενώ έγιναν προσπάθειες για να ειδοποιηθεί το Πολεμικό Ναυτικό.
Τα καταδρομικά “Περθ” (Perth) και “Φίμπι” (Phoebe) και τα αντιτορπιλικά “Νούμπιαν” (Nubian), “Ντιφέντερ” (Defender), “Χίαργουορντ” (Hereward), “Ντικόι” (Decoy), “Χέιστι” (Hasty) και “Χίροου” (Hero) πλησίαζαν ήδη το λιμάνι. Το τελευταίο είχε σταλεί μπροστά από τα υπόλοιπα για να έρθει σε επαφή με την ξηρά στις 8.45 το βράδυ, χρησιμοποιώντας φωτεινά σήματα.
Ο ταξίαρχος Πάρινγκτον είχε πει στον κυβερνήτη του πλοίου ότι οι Γερμανοί ήταν στην πόλη. Μια προσπάθεια να ανακτήσει την αποβάθρα είχε ήδη αναληφθεί. Αυτό διαβιβάστηκε στο “Περθ”, ο πλοίαρχος του οποίου Μπάουερ Σμιθ (Bowyer-Smith) ήταν ο ανώτερος αξιωματικός της μοίρας. Το “Χίροου” πλησίασε πιο κοντά στην παραλία, αξιωματικός του αποβιβάστηκε και ενημέρωσε με τον ασύρματο το “Περθ” για την κατάσταση. Λίγο αργότερα, στις 9.30 το βράδυ, ανέφερε ότι όλα ήταν έτοιμα για την εκκένωση και το σχετικό μήνυμα εστάλη στο “Περθ”, αλλά λόγω προβλημάτων στους ασυρμάτους δεν ελήφθη παρά στις 10.11 τη νύχτα: ''Στρατεύματα συγκεντρώνονται στην παραλία νοτιοανατολικά της πόλης. Τα πυρά έχουν σταματήσει στην πόλη. Θεωρείστε ότι πράγματι είναι δυνατό το ενδεχόμενο εκκένωσης από παραλία. Αναφορά ταξιάρχου''.
Την ώρα εκείνη, όμως, ο Μπάουερ Σμιθ, που ενεργούσε βάσει των προγενέστερων σημάτων και παρατηρώντας πυρκαγιές και εκρήξεις στην ξηρά, είχε ήδη -από τις 9.29 το βράδυ- ακυρώσει την επιχείρηση και κατευθυνόταν νότια με όλα τα πλοία εκτός από το “Χίροου”. Δεν άλλαξε την απόφασή του. Με τις δύο λέμβους που είχε όλες κι όλες το “Χίροου”, οι πιθανότητες επιβίβασης ήταν πολύ περιορισμένες. Αλλά η ναυτική ηγεσία στην Κρήτη, έχοντας ενημερωθεί ότι 1.500 Γιουγκοσλάβοι και χιλιάδες στρατιώτες της Κοινοπολιτείας παραμένουν στην Καλαμάτα, είχε στείλει επιπλέον και τα “Κανταχάρ” (Kandahar), “Κίνγκστον” (Kingston) και “Κίμπερλι” (Kimberley) για να βοηθήσουν την αρχική δύναμη. Τα τρία αυτά αντιτορπιλικά έφτασαν στη 1 μετά τα μεσάνυχτα και πλέον ήταν δυνατή η επιβίβαση. Οι άρρωστοι και οι τραυματίες από το νοσοκομείο -και άλλοι τραυματίες από διάφορα σημεία της πόλης- είχαν ως τότε μεταφερθεί στην παραλία, αλλά και πάλι εξακολουθούσε να υπάρχει έλλειψη λέμβων και πολύ λίγος διαθέσιμος χρόνος. Ετσι, τελικά, μόνο 332 άνδρες διαφόρων βαθμών εκκενώθηκαν, μεταξύ τους αρκετοί Νεοζηλανδοί.
Δεδομένου ότι μεταξύ τους ήταν και μη τραυματίες, είναι λυπηρό το γεγονός ότι στην πλειονότητά τους δεν εκκενώθηκαν αυτοί που έδωσαν τη μάχη στην Καλαμάτα. Είδαν το τελευταίο πλοίο να απομακρύνεται από την παραλία και τους είπαν ότι θα επιστρέψει. Αλλά ποτέ δεν εμφανίστηκε. Τα αντιτορπιλικά απέπλευσαν περί τις 3 τα ξημερώματα, στέλνοντας επανειλημμένα φωτεινά σήματα στην ξηρά, με το μήνυμα ''Λυπούμαστε πολύ''. Οι απογοητευμένοι στρατιώτες, αδυνατώντας να κατανοήσουν τον λόγο για την αποχώρηση των πλοίων, βρήκαν μια δική τους εξήγηση, αποδεχόμενοι μια συχνά επαναλαμβανόμενη εκείνες τις ώρες -και πολύ λανθασμένη- φήμη ότι ήταν η προσέγγιση μοίρας του ιταλικού στόλου που υποχρέωσε τα αντιτορπιλικά να απομακρυνθούν από την ακτή.
Ο ταξίαρχος, στη συνέχεια, είχε το δυσάρεστο καθήκον να συγκαλέσει τους ανώτερους αξιωματικούς και να τους ενημερώσει για την απελπιστική τους κατάσταση. Οποιαδήποτε περαιτέρω αντίσταση θεωρήθηκε αδύνατη και περιττή. Αναζητήθηκαν αξιωματικοί που μιλούσαν γερμανικά και ο λοχαγός Κέναρντ (Kennard) στάλθηκε πίσω -μαζί με τον αιχμάλωτο Γερμανό αξιωματικό- για να δηλώσει ότι η συμμαχική δύναμη θα παραδοθεί πριν το ξημέρωμα. Το επόμενο πρωί, Τρίτη 29 Απριλίου, σημαίες με σβάστικες ήταν απλωμένες στην παραλία, ως σημείο αναγνώρισης από την Λουφτβάφε (Luftwaffe), προκειμένου να σταματήσει τους βομβαρδισμούς· τα στρατεύματα συγκεντρώθηκαν από τους θριαμβευτές πλέον Γερμανούς· και για αρκετές ημέρες τρένα οδηγούσαν τους στρατιώτες των συμμάχων βόρεια προς την Κόρινθο και προς την 4χρονη δυστυχία των στρατοπέδων αιχμαλώτων”.