Η συναισθηματική αυτή σχέση με την αρχαιότητα είναι δικαιολογημένη, είναι ωστόσο ανεπίτρεπτο να ταυτίζεται με την ιδιοκτησία και δεν επιτρέπεται σε κανέναν να εγείρει απαιτήσεις κυριότητας.
Στην εποχή της παγκοσμιοποίησης που ζούμε, το πολιτιστικό παρελθόν εμπλέκεται συχνά σε συζητήσεις, ακόμη και σε διαμάχες περί δικαιωμάτων κυριότητας, όπως σημειώνει ο Ian Hodder, ο διαπρεπής Αγγλος αρχαιολόγος και θεωρητικός της Νέας Αρχαιολογίας, ο οποίος αντιμετωπίζει αντιλήψεις περί ιδιοκτησίας και κυριότητας, παρόμοιες με αυτές που αντιμετωπίζουμε και στη χώρα μας. Επιχείρησε ο ίδιος να προσεγγίσει και να λύσει το πρόβλημα στη διάρκεια της εικοσαετούς διεύθυνσης του προγράμματος ανασκαφών και ανάδειξης του γνωστού νεολιθικού οικισμού στο Τσατάλ Χιουγιούκ της Μικράς Ασίας. Η περί ιδιοκτησίας αντίληψη αφορά σε μια ειδική σχέση των πέριξ κατοίκων με το πολιτιστικό παρελθόν, βασισμένη σε δήθεν δικαιώματα κυριότητας επί των υλικών κατάλοιπων του αρχαιολογικού χώρου.
Μια θετική πλευρά της συναισθηματικής αυτής σχέσης, που δεν ταυτίζεται βέβαια με αβάσιμα επιχειρήματα περί ιδιοκτησίας, αναπτύσσεται μεταξύ ορισμένων, ελάχιστων δυστυχώς Ελλήνων της διασποράς, οι οποίοι χρηματοδοτούν και υποστηρίζουν γενικώς προσπάθειες αποκάλυψης και προστασίας μνημείων της γενέτειράς τους.
Μιας ειδικής μορφής αξιώσεις κυριότητας επί του αρχαιολογικού χώρου της Αρχαίας Μεσσήνης εκφράστηκαν προ ετών από κατοίκους του δημοτικού διαμερίσματος του Μαυροματίου Ιθώμης (που τελείως αδικαιολόγητα μετονομάστηκε το 2004 σε Αρχαία Μεσσήνη), το οποίο βρίσκεται μέσα στα όρια του αρχαιολογικού χώρου. Αφορμή στάθηκε η χωροθέτηση ενός σύγχρονου νέου μουσείου έξω από τα τείχη της αρχαίας πόλης, νότια του Σταδίου και όχι σε θέση της προτίμησής τους, πλησιέστερα στο χωριό τους. Αναρτήθηκαν σημαίες από μαύρο πλαστικό σε καίρια σημεία του χωριού, καθώς και μεγάλα πανό με συνθήματα, μεταξύ των οποίων ξεχώριζε το “κάτω τα χέρια από τα αρχαία μας”. Παρόμοιο ακριβώς πρόβλημα είχε προκύψει με τη χωροθέτηση του Μουσείου της Αρχαίας Ελεύθερνας, ανάμεσα στα δύο όμορα δημοτικά διαμερίσματα, του Πρινέ και των Αναχουρδομέτοχων. Το Μουσείο της Ελεύθερνας ολοκληρώθηκε επιτυχώς, πιστεύω, σε θέση τελικά αποδεκτή.
Η κατασκευή ενός νέου μεγάλου μουσείου μέσα στα όρια του ευαίσθητου και μοναδικού, θα έλεγα, στο είδος του αρχαιολογικού πάρκου της Αρχαίας Μεσσήνης, αλλά και εκτός των ορίων αυτών είναι πλέον ανεπίκαιρη και ουδόλως επιθυμητή επέμβαση, καταστροφική γενικώς για το αλώβητο φυσικό περιβάλλον και το μνημειακό σύνολο. Προτείνονται σήμερα λύσεις συμβατές με τον φυσικό και μνημειακό πλούτο, χαμηλού κόστους επεμβάσεις και σχετικές με την έννοια του «ανοικτού μουσείου» και της μη πλήρους διατάραξης της λεγόμενης «αρχαιολογικής συνάφειας», που προκαλείται από την απομάκρυνση του συνόλου των κινητών ευρημάτων από το αρχιτεκτονικό και επιγραφικό τους αισθητικό και νοηματικό πλαίσιο.
Κανενός ιδιοκτησία δεν αποτελούν το πολιτιστικό γενικώς παρελθόν και οι αρχαιολογικοί χώροι, όλοι μας περνούμε από αυτούς τους χώρους ως περαστικοί ταξιδιώτες, όλοι ταξιδεύουμε στο πολιτιστικό παρελθόν μας, προσπαθώντας να το μελετήσουμε και να το προστατεύσουμε. Ο ομιλών εργάζεται στην Αρχαία Μεσσήνη επί τριάντα δύο χρόνια, ωστόσο η χρονική αυτή περίοδος ενός τρίτου του αιώνα είναι απειροελάχιστη σε σύγκριση με την ηλικία των 2.500 ετών και πλέον του αρχαιολογικού χώρου.
Οι λειτουργοί, οι επιστημονικοί υπεύθυνοι και οι διευθυντές των ανασκαφών και των αναστυλώσεων έρχονται και παρέρχονται (Σοφούλης, Οικονόμος, Ορλάνδος, Θέμελης). Ακόμη και οι κάτοικοι των δημοτικών διαμερισμάτων, μολονότι διατηρούν εκατοντάδων ετών αναμνήσεις και παραδόσεις για το παρελθόν και “τα μνημεία τους”, αποτελούν και αυτοί μέρος μιας μακρόχρονης ιστορίας μετακινήσεων και μεταναστεύσεων.
Είναι γεγονός ότι οι μακρόχρονες συστηματικές εργασίες αποκάλυψης, αποκατάστασης και ανάδειξης αρχαιολογικών χώρων επηρεάζουν αναπόφευκτα τις κοινωνικές, τις οικονομικές και τις πολιτιστικές δομές των περιοχών επέμβασης, τους κατοίκους δηλαδή των περιοχών αυτών. Η άποψη ότι οι αρχαιολόγοι των κρατικών υπηρεσιών είναι οι μόνοι αρμόδιοι διαχειριστές του αρχαιολογικού πλούτου της χώρας, αδιαφορώντας για το κοινωνικό περιβάλλον, εκφράζει μιαν αντίληψη που παραπέμπει σε πρακτικές της αποικιοκρατίας και υποκρύπτει τάσεις ιδιοκτησίας εκ μέρους των αρχαιολόγων πάνω στο πολιτιστικό παρελθόν, όπως υπογραμμίζει ο Ian Hodder. Τείνω να συμμεριστώ εν μέρει και κατά περίπτωση τις απόψεις του. Οι τάσεις, οι απαιτήσεις κυριότητας σε συνδυασμό με την κακώς εννοούμενη άσκηση εξουσίας αποτελούν μείγμα επικίνδυνο για το κοινωνικό σύνολο.
Είναι καιρός όλοι (αρχαιολόγοι, πολίτες, προϊστάμενοι υπηρεσιών, κοινοτάρχες εκπρόσωποι της τοπικής αυτοδιοίκησης και άλλοι «παράγοντες»), να μετακινηθούμε από το ιδιοκτησιακό πεδίο σε εκείνο της συλλογικής ευθύνης, της συνυπευθυνότητας για την προστασία του δημόσιου πολιτιστικού αγαθού, που δεν είναι αποκλειστικά κρατικό.
Κάνω έκκληση και από τη θέση αυτή στους αρμόδιους αιρετούς μας άρχοντες, δημάρχους και περιφερειάρχες να στρέψουν για λίγο το ενδιαφέρον τους και προς τη λύση ορισμένων απλών αλλά καίριων προβλημάτων, όπως η ανανέωση της πεπαλαιωμένης και χαώδους οδικής σήμανσης προς τον αρχαιολογικό χώρο της Αρχαίας Μεσσήνης ή βελτίωση, έστω, του επικίνδυνου οδικού δικτύου, η διάνοιξη περιφερειακής οδού πυροπροστασίας πέριξ του αρχαιολογικού πάρκου της Αρχαίας Μεσσήνης, η μερική έστω αναδάσωση της ταλαιπωρημένης από τις πυρκαγιές και τις πλημμύρες ιστορικής Ιθώμης, η παράκαμψη ή η υπογειοποίηση της οδού που διέρχεται μέσα από τη μοναδική παγκοσμίως Αρκαδική Πύλη, προκειμένου να αποφευχθεί τυχόν κατάρρευσή της από τη διέλευση βαρέων οχημάτων και να ολοκληρωθεί επιτέλους η μελετημένη και εγκεκριμένη αναστήλωσή της.
Αν τελικά θέλουμε, το αρχαιολογικό πάρκο της Αρχαίας Μεσσήνης να ανήκει σε κάποιον, αυτός είναι το σύνολο των απανταχού Μεσσήνιων, αγαπητοί φίλοι της «Μεσσηνιακής Αμφικτιονίας». Η Αρχαία Μεσσήνη έχει ήδη προ τριετίας προταθεί από το υπουργείο Πολιτισμού ως υποψήφιο Μνημείο Παγκόσμιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς και έχει αρχίσει να συντάσσεται ο σχετικός φάκελος, οι διαδικασίες εντούτοις συμπλήρωσης και προώθησής του για την τελική αναγνώριση από την UNESCO έχουν εμπλακεί δυστυχώς στα γρανάζια της γνωστής ντόπιας «μικροπολιτικής».
Πέτρος Θέμελης