Οι πλαγιοβολές τόσο από τον προμαχώνα Lauretano όσο και από αυτόν του Bembo σάρωναν κυριολεκτικά την τάφρο και σε συνδυασμό με αυτές από τα άλλα οχυρωματικά έργα, δηλαδή την οχυρή ταράτσα D χαμηλότερα και ανατολικά του προμαχώνα Bembo, το οχύρωμα E στη δυτική ακτή και το οχυρό B στο δυτικό άκρο της τάφρου, που κατασκευάστηκε τελευταίο, έκαναν πρακτικά απρόσβλητη τη βόρεια και χερσαία πλευρά του φρουρίου. Φυσικά στα δυτικά οχυρώματα E και B υπήρχαν συστοιχίες από κανόνια αλλά και χαμηλές ταράτσες απ’ όπου με μελετημένες πλαγιοβολές διασφαλιζόταν το οχυρωματικό έργο. Το οχύρωμα Ε στη δυτική ακτή είναι το μόνο που έχει προστεθεί στο κάστρο μετά την αρχική κατασκευή του, αφού εκεί η απόκρημνη ακτή αποκλείει κάθε επιθετική σκέψη. Αυτό το χαμηλότερο οχυρό έχει στη βάση του, κάτω από τη χαμηλή ταράτσα, πέντε καμάρες για την εξυπηρέτηση ισάριθμων κανονιών που ήταν στραμμένα προς τα βόρεια και προστάτευαν το δυτικό άκρο της τάφρου αλλά και το οχυρό B που είναι ακριβώς απέναντι.
Περνώντας τις δυο εσωτερικές πύλες που έκλειναν με κατακόρυφη πόρτα, φθάνουμε σ’ ένα τεράστιο πλάτωμα που αποτελούσε το κύριο τμήμα του οικισμού του κάστρου. Δίπλα στην εσωτερική είσοδο, στα δεξιά και σε όλο το πλάτος του φρουρίου, υψώνεται το τείχος που χωρίζει το μικρό οχυρωματικό περίβολο του κάστρου από την περιοχή του κυρίως οικισμού. Είναι ένα σχετικά χαμηλό τείχος με ύψος περίπου έξι μέτρα. Ενσωματωμένα σ’ αυτό υπάρχουν τα ερείπια πέντε πύργων που χρησίμευαν κυρίως σαν ενδιαιτήματα της φρουράς. Ο δεύτερος στη σειρά πύργος έχει ενσωματωμένη στη βάση του την οξυκόρυφη αψίδα που ήταν και η πύλη του εσωτερικού περιβόλου. Το κτίσιμο αυτής της εσωτερικής εισόδου έχει σαφώς ανατολίτικα γνωρίσματα και το κτίσιμό της βέβαια παραπέμπει στην Τουρκοκρατία. Πάνω στον πρώτο πύργο βρισκόταν η εθιμική κατοικία του εκάστοτε κυβερνήτη του φρουρίου. Αυτό ήταν το παλάτι του Ιμπραήμ αλλά και αργότερα του Maison.
Κάτω από το «παλάτι» και ανατολικά, στην πλευρά του εσωτερικού τείχους προς τον οικισμό, δυο ανάγλυφες παραστάσεις φτερωτών λιονταριών του Αγίου Μάρκου και μια λίθινη μπάλα κανονιού βρίσκονται εντοιχισμένες στη βάση σχεδόν του τείχους. Η άσχετη τοποθέτησή τους ενισχύει την άποψη ότι αυτά ήταν έργα της Α’ Βενετοκρατίας που τοποθετήθηκαν εκεί αργότερα. Το «σπασμένο» λιοντάρι που βρίσκεται ψηλότερα έχει μια σχετικά πρόσφατη μικρή περιπέτεια. Κατά την ιταλική κατοχή, αυτή η πλάκα αφαιρέθηκε από τη θέση της από κάποιον Ιταλό στρατιώτη και κρύφτηκε στο επιταγμένο σπίτι που αυτός έμενε στη Μεθώνη. Σκοπός του βέβαια ήταν να φυγαδεύσει την ανάγλυφη παράσταση στην Ιταλία. Ομως το 1943, μετά την συνθηκολόγηση της Ιταλίας, ο στρατιώτης έφυγε και η πλάκα έμεινε στο επιταγμένο σπίτι. Ετσι την βρήκε ο ιδιοκτήτης του σπιτιού που θεώρησε καλό να την κρατήσει. Για το σκοπό αυτό μάλιστα την έσπασε στα δυο για να την κρύψει καλύτερα. Τελικά η μαρμάρινη πλάκα επέστρεψε σε δυο κομμάτια και ξανατοποθετήθηκε στη θέση της μετά την απελευθέρωση. Στη διάρκεια της κατοχής αλλά κυρίως στην αποχώρηση των Γερμανών έγιναν πολλές καταστροφές στο κάστρο από την ανατίναξη των πυρομαχικών και των πολεμοφοδίων τους.
Στον περίβολο του παλατιού προς την πλευρά του οικισμού του κάστρου, «την πλατεία των όπλων», δεσπόζει ένας μονολιθικός κίονας από ερυθρωπό γρανίτη, η «στήλη του Morosini» όπως συνηθίζεται να λέγεται. Είδαμε ότι τη στήλη περιγράφει και ο Τούρκος περιηγητής Evliya Çelebî το 1668-1671, αρκετά χρόνια δηλαδή πριν από την κατάληψη του κάστρου από το Morosini. Αυτή η στήλη έχει στηθεί εκεί στην Α΄ Βενετοκρατία, ίσως το 1483 προς τιμήν του pretore Bembo που «άνοιξε» την πρώτη διπλή τάφρο και ισχυροποίησε την οχύρωση του κάστρου. Φαίνεται λοιπόν ότι αυτή απλά ξαναστήθηκε ή διακοσμήθηκε από τους Βενετούς σαν απόδοση τιμής στο Francesco Morosini, μετά και τη θριαμβευτική του είσοδο στη Μεθώνη, στις 13 Ιουλίου 1686.
Αυτή η απόδοση τιμών στο πρόσωπο του εξηνταεξάχρονου, παλαίμαχου αλλά δραστήριου και φιλόδοξου στρατηγού του Χάνδακα, που έγινε τότε στη Βενετία αλλά και τις νέες κτήσεις της, δεν είχαν προηγούμενο. Αν όμως αναλύσει κανείς το κλίμα που είχε διαμορφωθεί μετά από την απώλεια της Κρήτης που ανήκε μέχρι τότε για 465 χρόνια στη Δημοκρατία της Βενετίας, τότε θα κατανοήσει και την υπερβολή στην «αποθέωση» του Francesco Morosini. Αφού η Βενετία είχε χάσει την Κρήτη το 1669, ήρθε η ήττα των Τούρκων στη Βιέννη το 1683 που οδήγησε στον Ιερό Συνασπισμό του Linz και έδωσε στη Βενετία μια σημαντική ευκαιρία για να διασφαλίσει πρώτα τις υπόλοιπες κτήσεις της στην ελληνική χερσόνησο και κυρίως την Κέρκυρα. Ακόμα ήταν μια καλή ευκαιρία για να αποθαρρύνει τους Τούρκους που είχαν αρχίσει να παρενοχλούν με ναυτικά επεισόδια τις Δαλματικές ακτές, ενώ ταυτόχρονα σ’ αυτή τη συμμαχία οι Βενετοί στήριξαν και τις λιγοστές ελπίδες τους για την ανάκτηση κάποιων από τις χαμένες κτήσεις τους. Ετσι αφού ο παλιός Γενικός Διοικητής της Κρήτης Francesco Morosini με την Αρμάδα κατέβηκε στο Ιόνιο και μέσα σε περίπου δυο χρόνια κατάφερε με τη βοήθεια και 11.000 μισθοφόρων να ανακαταλάβει πολλές οχυρές θέσεις στη δυτική Ελλάδα αλλά και το Μοριά, ήταν φυσικό ο ενθουσιασμός των Βενετών να φθάσει στα ουράνια. Η ίδρυση του «Regno di Morea» (βασιλείου του Μοριά) έδωσε μια νέα διάσταση στον έλεγχο της Ανατολής από τους Βενετούς που προχώρησαν έτσι στην «αποθέωση» του «Πελοποννησιακού» Morosini. Οι αλλεπάλληλες νίκες του στην Ελλάδα πανηγυρίζονται στη Βενετία και η προτομή του στήνεται στην «αίθουσα των Δέκα» του Palazzo Ducale. Ακόμα στο μέσο του Campo dell’ Arsenale, στην ορειχάλκινη βάση για τη σημαία του Αγίου Μάρκου ο Δόγης πια Francesco Morosini εμφανίζεται σαν άλλος Ποσειδώνας με την επιγραφή «Francisco Maurogeno Peloponnesiaco – 1693». Μπροστά από το Arsenale τοποθετούνται τα μαρμάρινα λιοντάρια που έφερε από την Ελλάδα ο Morosini. Ανάμεσα στα μαρμάρινα λιοντάρια ήταν και το σύμβολο του λιμανιού του Πειραιά, ο τρίμετρος «Λέων του Πειραιώς», που φυγάδευσε ο Morosini στη Βενετία το 1688. Σ’ αυτή την εποχή των «πανηγυρισμών», το 1691, τοποθετήθηκε και η ανάγλυφη προτομή του Morosini στη Loggia της Κέρκυρας. Τότε θα πρέπει να τοποθετήθηκε κάποια ανάλογη προτομή του Morosini και πάνω στο κιονόκρανο του μοναδικού γρανιτένιου κίονα στη Μεθώνη, κάνοντάς τον έτσι γνωστό σαν «στήλη του Morosini».
Η προέλευση αυτού του κίονα πρέπει να αναζητηθεί στο κλεμμένο από τους Ρωμαίους, μεγάλο περιστύλιο της Καισαρείας της Παλαιστίνης, που ένα τμήμα του χάθηκε σε ναυάγιο στο ακρωτήριο Καρσί της Σαπιέντζας, κατά διάρκεια της μεταφοράς του στη Δύση τον 11ο ή 12ο μ.Χ. αιώνα. Από εκεί φαίνεται ότι έγινε η ανέλκυση του κίονα και πάνω του τοποθετήθηκε βενετο-βυζαντινό κιονόκρανο gotico-fiorito. Αυτός ο ερυθρωπός γρανίτης προερχόταν από το Ασουάν της Αιγύπτου και είχε χρησιμοποιηθεί για το περιστύλιο στην Καισάρεια από τον Φίλιππο Β’, γιο του Ηρώδη. Το υπόλοιπο ναυαγισμένο φορτίο του Μεγάλου περιστυλίου, κοντά σε ένα άλλο ναυάγιο της ίδιας περίπου εποχής με λίθινες ρωμαϊκές σαρκοφάγους, «αναπαύεται» για αιώνες στο βυθό κοντά στη Σπίθα της Σαπιέντζας.
Στα πόδια του γρανιτένιου κίονα και λίγα μέτρα από αυτόν στα νότια υπάρχει «ξαπλωμένη» η μαρμάρινη μνημειακή πλάκα της κεντρικής «πύλης της ξηράς» που ήταν αφιερωμένη το 1714 στον άλλο αναμορφωτή των οχυρώσεων της Μεθώνης, τον τότε γενικό προβλεπτή των όπλων στην Πελοπόννησο, Antonio Lauretano:
D O M
METHONEM COMMVNIRI
VALLIS MŒNVS ET PROPVGNACVLIS TERRA MARIO...
MANDAVIT SENATVS
ANTONIO LAVRETANO PRO GNALI ARMO IN PELOPO...
QVI TANTI OPERIS CVRAM SVS TINEN
AD VRBIS ET REGNI TV TAMEN
FORTIORA MVNIMENTA EREXIT ET CLAVS
ANNO SALVTIS MDCCXIV
Αυτή η πλάκα με διαστάσεις περίπου 80cm x 300cm ανακαλύφθηκε, από τους Γάλλους της Expédition Scientifique du Morée, ενσωματωμένη σαν δομικό υλικό στον τοίχο κάποιου νεότερου ναού της περιοχής. Αυτός πρέπει να ήταν ο νεκροταφειακός ναός των Ελλήνων που τότε κατεδαφίστηκε και στη θέση του χτίστηκε ο Ναός του Αγίου Νικολάου. Αφαιρέθηκε βέβαια από εκεί και τοποθετήθηκε στην «πλατεία των όπλων», εκεί όπου βρίσκεται και σήμερα.
Ακολουθώντας τον κύριο λιθόστρωτο δρόμο του κάστρου, το δρόμο της Αγοράς (Mercado publico) που οδηγεί στην επιβλητική πύλη της θάλασσας στα νότια, συναντάμε στα δεξιά μας το Ναό της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος. Εδώ θα πρέπει να σταθούμε: Ο σημερινός ναός είναι έργο της Β’ Βενετοκρατίας γύρω στο 1700. Ηταν ο καθολικός Ναός του Σωτήρος που μετά την Απελευθέρωση έγινε ομώνυμος ορθόδοξος. Αυτός ήταν ο μόνος ναός της απελευθερωμένης Μεθώνης, αφού μέχρι το 1833 δεν είχε χτιστεί άλλος ναός στην πόλη. Στη ΒΑ πλευρά του, στην πλαϊνή είσοδο, δίπλα στο καμπαναριό, βλέπουμε δυο κίονες με τα κιονόκρανα και το αέτωμα πάνω τους, που στέκουν εκεί θυμίζοντάς μας την ανακύκλωση των αρχαίων υλικών. Εδώ εκκλησιάστηκε το τελευταίο Πάσχα της ζωής του ο πρώτος Κυβερνήτης της απελευθερωμένης Ελλάδας Ιωάννης Καποδίστριας, τον Απρίλιο του 1831.
Λίγο πιο κάτω, στα αριστερά του κύριου δρόμου διακρίνονται τα ερείπια του βυζαντινού Ναού της Αγίας Σοφίας. Στα ερείπια διακρίνουμε και τη βάση του μιναρέ από τη μετατροπή του Ναού σε τζαμί το 1500, από το σουλτάνο Bayezit II. Εδώ επίσης διακρίνονται και τμήματα δωρικών κιόνων του αρχαίου ναού της ανεμώτιδος Αθηνάς. Πάνω στον αρχαίο Ναό, στα ανατολικά του κάστρου, οι βυζαντινοί έχτισαν, κατά πάγια τακτική τους, τη βασιλική της Αγίας Σοφίας, χρησιμοποιώντας αρχαία υλικά. Στην Α’ βενετοκρατία ο Ναός μετονομάστηκε σε καθεδρικό Ναό του Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου (San Giovanni Evangelista). Αυτό τεκμαίρεται και από τα έγγραφα των νοταρίων του ΙΔ΄ και ΙΕ΄ αιώνα. Σ’ αυτά τα έγγραφα απαντάται ο ναός σαν καθεδρικός Ναός της Μεθώνης το 1372. Η θέση του Ναού του Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου είναι σαφής και στο σχέδιο της πόλης του 1686, δηλαδή αμέσως μετά την κατάληψή της από τις δυνάμεις του Francesco Morosini.