Ο Μεγάλος Πέτρος στον ρωσο-τουρκικό πόλεμο του 1710-11, που είχε σαν στόχο την έξοδο της Ρωσίας στη Μαύρη θάλασσα και το Αιγαίο, υπολόγιζε σημαντικά στην ταυτόχρονη εξέγερση των οσποδάρων (ηγεμόνων) των παραδουνάβιων περιοχών και των χριστιανικών λαών της βαλκανικής. Μια τέτοια εξέγερση θα αποδυνάμωνε σημαντικά την οθωμανική αυτοκρατορία και θα εξασφάλιζε τη νίκη των Ρώσων που θα προχωρούσαν στη δημιουργία μιας άλλης πανίσχυρης πολυεθνικής αυτοκρατορίας, ανάλογης με τη βυζαντινή.
Οι βαλκάνιοι όμως δεν ήταν διατεθειμένοι να διακινδυνεύσουν πριν από το πρώτο αποφασιστικό ρωσικό χτύπημα στους Τούρκους και τον εγκατέλειψαν.
Τα ανεκπλήρωτα οράματα του Μεγάλου Πέτρου θέλησε να πραγματοποιήσει η Μεγάλη πλέον Αικατερίνη ΙΙ με τον ρωσο-τουρκικό πόλεμο του 1768-74, που είχε σαν κύριο στόχο του την προσάρτηση των βορείων παραλίων του Ευξείνου Πόντου στη Ρωσία και την ελεύθερη έξοδο του ρωσικού στόλου στο Αιγαίο και τη Μεσόγειο.
Ο τότε εραστής της Αικατερίνης, Γρηγόριος Ορλώφ και τα αδέλφια του έγιναν παντοδύναμοι. Συμμαθητής και φίλος του Γρηγορίου Ορλώφ στη ρωσική στρατιωτική σχολή ήταν ο Έλληνας λοχαγός του ρωσικού στρατού, Γεώργιος Παπάζωλης από τη Σιάτιστα. Αυτός, έξυπνος άνθρωπος, κατάφερε να επηρεάσει την κατάσταση και γνωρίζοντας τον στόχο των Ρώσων και τις επιδιώξεις της Αικατερίνης, έβαλε σε εφαρμογή το σχέδιό του. Πήρε τριετή άδεια από τον Ορλώφ, όταν αυτός έγινε αρχηγός του πυροβολικού και έφυγε μαζί με άλλους μυστικούς πράκτορες από τη Ρωσία για να μελετήσουν την περίπτωση μιας εξέγερσης στα Βαλκάνια.
Ο Παπάζωλης πήγε στη Βενετία και αφού παρέλαβε και πώλησε το φορτίο που του έφεραν δυο ρωσικά πλοία, με το αντίτιμο αλλά και αρκετά ακόμα χρήματα, άρχισε να στέλνει πλούσια δώρα, για προσηλυτισμό στις ρωσικές ιδέες, σε μονές και ιερούς ναούς στην υπόδουλη Ελλάδα. Αγόραζε από τη Βενετία ιερά σκεύη, εικόνες, άμφια, σταυρούς, εξαπτέρυγα και τα έστελνε με τους πράκτορές του στην πατρίδα, ως δώρα της Αικατερίνης. Έτσι με τα «ιερά δώρα» έφθανε στην Ήπειρο, τη Στερεά και τον Μοριά το μυστικό μήνυμα της Αικατερίνης για εξέγερση. Στη Βενετία ο Παπάζωλης τύπωσε και ένα βιβλίο βοήθημα για τους Έλληνες που θα πολεμούσαν οργανωμένα εναντίον των Τούρκων:
«Διδασκαλία, ήγουν Ερμηνεία της πολεμικής τάξεως και τέχνης…»
Εδώ ο εξαθλιωμένος και σχεδόν αγράμματος Ρωμιός πεινούσε και ο Παπάζωλης του μιλούσε, μέσα από μεταφράσεις ρωσικών εγχειριδίων και στρατιωτικών κανονισμών, για πολεμική τάξη και τέχνη. Στη Βενετία αλλά και στην Τεργέστη που πήγε αργότερα, γνώρισε αρκετούς λόγιους Έλληνες αλλά και βαλκάνιους εμπόρους που τους χρησιμοποίησε στα σχέδιά του για την εξέγερση στην Ελλάδα. Έτσι, αφού είχε και τον κλήρο μαζί του, άρχισε τις επισκέψεις στις υποδουλωμένες περιοχές όπου με πύρινα λόγια αναπτέρωνε τις ελπίδες των ραγιάδων. Δάσκαλοι, αρματολοί, πρόκριτοι και πλήθος άλλων κατηχήθηκαν από τον Παπάζωλη στην Ήπειρο, την Αιτωλοακαρνανία, την Πελοπόννησο και κυρίως τη Μάνη που η συμμετοχή της κρινόταν απαραίτητη για οποιαδήποτε εξέγερση. Ο Παπάζωλης αλλά και ένας ακόμα Έλληνας απεσταλμένος των Ρώσων από την Πετρούπολη, ο Εμμανουήλ Σάρρος, δεν δίσταζαν να τονίζουν ότι η Αικατερίνη, που προστάτευε την Ορθοδοξία, με τη δύναμη που διέθετε θα απελευθέρωνε τους Έλληνες. Οι Μαυρομιχαλαίοι όμως, που ήταν τότε οι πιο ισχυροί αρχηγοί στη Μάνη, είχαν επιφυλάξεις για τα επαναστατικά κηρύγματα του Παπάζωλη και την πραγματική βοήθεια από τη Ρωσία αλλά και για τις στρατιωτικές αρετές των υποδούλων σε περιπτώσεις επιθετικού πολέμου.
Στην Καλαμάτα, ζούσε τότε ο πανίσχυρος πρόκριτος Παναγιώτης Μπενάκης, εγγονός του γνωστού Μανιάτη πειρατή Λυμπεράκη Γερακάρη, που από έρωτα και φιλοδοξία συνεργάστηκε παλιότερα με τους Τούρκους. Ο Μπενάκης έχοντας σοβαρότατη περιουσία, είχε κύρος και ήταν σεβαστός, από Τούρκους και Έλληνες, σε όλο τον Μοριά αλλά και στη Μάνη όπου υπήρχαν πολλοί συγγενείς του. Λέγεται μάλιστα ότι φιλοδοξούσε να γίνει κάποτε αρχηγός ενός ελεύθερου κράτους, με τη βοήθεια των ομόδοξων Ρώσων. Έτσι, όταν έφθασε κοντά του ο Παπάζωλης είχε εύκολο έργο. Στις μυστικές συνομιλίες του Μπενάκη με τον Παπάζωλη, ο σεβάσμιος προύχοντας του υποσχέθηκε ότι θα ξεσήκωνε μεγάλη δύναμη Ελλήνων, αν ερχόταν σημαντική βοήθεια από τους Ρώσους. Τότε ο Παπάζωλης για να επιτύχει την εξέγερση, με φλογερά λόγια τον διαβεβαίωσε ότι οι ρωσικές δυνάμεις θα ήταν αξιόλογες και θα βοηθούσαν αποφασιστικά.
Ακολούθησε μεγάλη μυστική συνέλευση προεστών, κληρικών αλλά και Μανιατών στον οχυρό πύργο του Μπενάκη στην Καλαμάτα η οποία κατέληξε σε γραπτό αίτημα για βοήθεια από τη Ρωσία. Σ’ αυτό μάλιστα εκφραζόταν η υπόσχεση για άμεση εξέγερση των Ελλήνων του Μοριά μόλις τα ρωσικά πλοία εμφανίζονταν στις ακτές του. Αφού πήρε και το γραπτό αίτημα αυτής της συνέλευσης στην Καλαμάτα, ο Παπάζωλης γύρισε στην Τεργέστη όπου συγκέντρωσε και τις εκθέσεις των πρακτόρων του από τις άλλες υπόδουλες περιοχές. Αυτές βέβαια περιείχαν ανακρίβειες και υπερεκτιμήσεις, όπως για παράδειγμα η έκθεση του Ουκρανού πράκτορα και περιηγητή, Βασιλείου Ταμάρα.
Σ’ αυτή την έκθεση αλλά και σε άλλες ανάλογες, υπήρχαν εξαιρετικές αλλά και παραπλανητικές λεπτομέρειες για τη δυναμικότητα των Ελλήνων και των Τούρκων καθώς και για την ένταση του επαναστατικού φρονήματος. Όμως σ’ αυτές τις αναφορές στηρίχθηκε η τελική απόφαση για την κάθοδο του ρωσικού στόλου στη Μεσόγειο. Έτσι, αφού ο ρωσο-τουρκικός πόλεμος είχε ξεκινήσει στις 30 Σεπτεμβρίου 1768 και μετά την υποτιθέμενη επαναστατική προετοιμασία που είχε γίνει στον ελληνικό χώρο και τις αναφορές των Ρώσων πρακτόρων, έπρεπε να αρχίσει και η τελική φάση της εξέγερσης στη Μεσσηνία και τα νησιά του Αιγαίου.
Μετά από ένα πλήθος αναφορών που έφθαναν στην Πετρούπολη από τους κατά τόπους πράκτορες, δυο αδελφοί του πανίσχυρου Γρηγορίου Ορλώφ, ο Αλέξιος και ο Θεόδωρος, στο τέλος του 1768 έφυγαν από τη Ρωσία με δήθεν αναρρωτική άδεια και πήγαν στη Βενετία με το ψευδώνυμο Οστρώφ. Εκεί συναντήθηκαν με τον Παπάζωλη, τον Ταμάρα και τους άλλους πράκτορές και ενημερώθηκαν για την επαναστατική ετοιμότητα στη βαλκανική. Αφού συγκέντρωσαν όλα τα στοιχεία και εξασφάλισαν και βοήθειες από ισχυρούς Έλληνες παράγοντες στη Βενετία, διεβίβασαν ευνοϊκή αναφορά στη ρωσική αυλή ενισχύοντας τα σχέδια της Αικατερίνης για αντιπερισπασμό στον εξελισσόμενο ρωσο-τουρκικό πόλεμο. Έτσι, με επίσημη γνωμοδότηση-απόφαση στις 29 Ιανουαρίου 1769, ο Αλέξιος Ορλώφ έγινε υπεύθυνος για όλο τον βαλκανικό χώρο αλλά και για την υποκίνηση εξέγερσης στη Μάνη και τα νησιά του Αιγαίου. Τότε οι Ρώσοι πράκτορες επέστρεψαν στις περιοχές τους με σαφείς διαταγές για την προετοιμασία του επαναστατικού κλίματος με την αναγγελία της άφιξης των Ορλώφ στη Βενετία.
Με αυτή την αφορμή επιβεβαίωναν και πάλι την υποστήριξη στον κλήρο με την αποστολή πάλι αμφίων και ιερών σκευών αλλά και στους προκρίτους με την απονομή ειδικά κομμένων χρυσών μεταλλίων με ανάγλυφη τη μορφή της Αικατερίνης. Τότε οι παραινέσεις των υποκινητών πρακτόρων στους προκρίτους και κυρίως στους Μανιάτες έγιναν επίμονες, ώστε αυτοί να ταξιδέψουν μαζί τους στη Βενετία και να συνομιλήσουν με τον απεσταλμένο της αυτοκράτειρας, Αλέξιο Ορλώφ. Στην επιστροφή τους μετά τη συνάντηση με τον ισχυρό Ρώσο αξιωματικό, φυσικά αυτοί θα έπειθαν και τους άλλους για το «πραγματικό» ενδιαφέρον της αυτοκράτειρας για τη βοήθεια της εξέγερσης τους. Η συστηματική βοήθεια της τσαρικής αυλής προς τον κλήρο είχε σαν αποτέλεσμα τη διασπορά χρησμών και λαϊκών προφητειών για επερχόμενη διάλυση της οθωμανικής αυτοκρατορίας και πλήρη ανασύσταση του «Βυζαντίου».
Αυτές οι δεισιδαιμονίες στήριζαν τις ελπίδες των υποδούλων για ξένη βοήθεια από τους ομοδόξους Ρώσους και ουσιαστικά λειτούργησαν ανασταλτικά στη δημιουργία πραγματικού επαναστατικού κινήματος. Επειδή μάλιστα τα κίνητρα αυτής της εξέγερσης ήλθαν από το εξωτερικό και δεν είχαν θεμελιωθεί στην ελληνική πραγματικότητα οδήγησαν τελικά σε παταγώδη αποτυχία.
Λόγω της επιμονής της Βενετίας αλλά και της Γένοβας για σαφή ουδετερότητα σ’ αυτή τη ρωσο-τουρκική διένεξη, οι αδελφοί Ορλώφ μετακινήθηκαν τελικά στο μεγάλο δουκάτο της Τοσκάνης, που έγινε και το στρατηγείο τους, μέχρι την κάθοδο του ρωσικού στόλου στον Μοριά. Εκεί, στο λιμάνι του Livorno, ξόδευαν τεράστια ποσά για τη στρατολόγηση πληρωμάτων και περίμεναν την άφιξη του ρωσικού στόλου. Στον σκλαβωμένο Μοριά ο Μπενάκης, οι Μαυρομιχαλαίοι, ο Ζαΐμης και άλλοι πρόκριτοι αλλά και κληρικοί, προετοίμαζαν την εξέγερση με συγκέντρωση ανδρών αλλά και τροφίμων και εφοδίων, κάτω από τη μύτη των Τούρκων που δεν είχαν καταλάβει ακόμα τίποτα για την επερχόμενη εξέγερση.
Βέβαια η κάθοδος του ρωσικού στόλου στη Μεσόγειο ήταν αποφασισμένη πολύ πριν από την επίσημη απόφαση για το διορισμό του Αλέξιου Ορλώφ σαν υπευθύνου για τα Βαλκάνια, στις 29 Ιανουαρίου 1769. Από το τέλος Ιουνίου 1769 ο προοριζόμενος για τη Μεσόγειο στόλος ήταν έτοιμος στα ναυπηγεία της Kronstadt και του Reval στη Βαλτική και του Arkhangelsk στη Λευκή θάλασσα, στα νοτιοδυτικά της θάλασσας Barents. Επειδή μάλιστα η διεθνής συγκυρία ήταν ευνοϊκή, λόγω της τότε αγγλο-ρωσικής φιλίας, η Αγγλία όχι μόνο επέτρεψε τη διέλευση και τον ανεφοδιασμό του ρωσικού στόλου στα αγγλικά λιμάνια αλλά έδωσε και την άδεια σε Άγγλους αξιωματικούς να υπηρετήσουν στον ρωσικό στόλο.
Ακόμα η αγγλική κυβέρνηση δήλωσε τότε στις κυβερνήσεις της Γαλλίας και της Ισπανίας ότι κάθε παρακώλυση στη διέλευση του ρωσικού στόλου από τα στενά της Μάγχης και του Γιβραλτάρ θα αντιμετωπιζόταν σαν εχθρική ενέργεια εναντίον της. Τελικός σταθμός των Ρώσων πριν από το λιμάνι του Livorno στην Τοσκάνη, όπου περίμεναν οι Ορλώφ, ήταν το λιμάνι της Minorca των Balearics (Βαλεαρίδων).
Ο προοριζόμενος για τη Μεσόγειο ρωσικός στόλος είχε χωριστεί σε τρεις μοίρες. Η πρώτη μοίρα υπό την ηγεσία του ναυάρχου Spyridof, είχε δεκατέσσερα πλοία και ουσιαστικά διοικητή της τον Άγγλο ναύαρχο Greyg, η δεύτερη είχε δέκα πλοία υπό τη διοίκηση του Σκωτσέζου αντιναυάρχου Elphinstone και η τρίτη με ανάλογη δύναμη είχε επικεφαλής το Δανό υποναύαρχο Harff. Στην πρώτη μοίρα, που είχε αποβατικό σώμα εξακοσίων ανδρών, συμμετείχε και ο Μυκονιάτης πλοίαρχος Αντώνιος Ψαρός, φίλος κι αυτός των Ορλώφ καθώς και άλλοι έμπειροι Έλληνες ναυτικοί που χρησιμοποιήθηκαν σαν πλοηγοί του ρωσικού στόλου κυρίως στις ελληνικές θάλασσες. Ο Ψαρός γνωρίζοντας καλύτερα την ελληνική πραγματικότητα συμβούλευσε να μεταφερθούν όσο το δυνατόν περισσότερες ρωσικές στολές για τους Έλληνες ατάκτους, αφού αυτοί μόνον έτσι ντυμένοι θα προκαλούσαν τον φόβο στους Τούρκους.
Η πρώτη μοίρα ξεκίνησε από την Kronstadt, το τέλος Ιουνίου 1769 και αφού πέρασε τη Βαλτική μέσα από θύελλες, έφθασε στην Αγγλία τον Οκτώβριο. Μετά από ανεφοδιασμό και επισκευές η μοίρα, με οκτώ μόνο από τα δεκατέσσερα αρχικά πλοία της, κατάφερε να φθάσει στη Minorca των Βαλεαρίδων τον Ιανουάριο του 1770, με μειωμένα και τα πληρώματα της, λόγω μιας επιδημίας που είχε εν τω μεταξύ ενσκήψει. Ακολούθησε η δεύτερη μοίρα υπό τον Elphinstone, που υποστήριζε την πρώτη και έφθασε στο Portsmouth της Αγγλίας τον Ιανουάριο του 1770 και στη συνέχεια τον Ιούνιο του 1770 ξεκίνησε και η τρίτη, υπό τον Harff, από την πόλη Arkhangelsk της θάλασσας Barents.
Δείτε το β' μέρος ΕΔΩ
[* Στη φωτογραφία το αρχοντικό του Μπενάκη στην Καλαμάτα]