Δευτέρα, 15 Φεβρουαρίου 2021 11:12

Ελληνική Επανάσταση: Τα Ορλωφικά (1769 - 1774) - Β’ Μέρος

Ελληνική Επανάσταση: Τα Ορλωφικά (1769 - 1774) - Β’ Μέρος

Γράφει ο Γιάννης Α. Μπίρης

Συνέχεια από το α' μέρος

Ο Θεόδωρος Ορλώφ, που ανυπομονώντας πήγε για να περιμένει τη μοίρα στο λιμάνι της Minorca, απογοητεύτηκε από τις ελλείψεις της και αφού την ανεφοδίασε όσο ήταν δυνατό, την οδήγησε στο Livorno όπου τους περίμενε ο αδελφός του Αλέξιος. Ο ενθουσιώδης Θεόδωρος, παρακινούμενος και από μερικούς Έλληνες που είχαν εγκατασταθεί και παρακολουθούσαν την κίνηση των Ρώσων από τη Μάλτα, ξεκίνησε με ένα πλοίο της μοίρας και δυο άλλα που αγοράστηκαν στο Livorno, για τον Μοριά.

Με πλοηγό του τον Αντώνιο Ψαρό, έφθασε στις 28 Φεβρουαρίου στο Οίτυλο (Βίτυλο) της Μάνης. Την επόμενη μέρα κατέπλευσε εκεί και η υπόλοιπη μοίρα υπό τους Spyridof και Greyg. Με την άφιξη όμως των Ρώσων στη Μάνη άρχισαν και οι πρώτες προστριβές. Αυτές οφείλονταν κυρίως στον υπεροπτικό και απότομο τρόπο που άρχισε να διατάζει τους Μανιάτες και κυρίως τους Μαυρομιχαλαίους, ο Θεόδωρος Ορλώφ. Οι Έλληνες ήταν επιφυλακτικοί και απογοητευμένοι από τη μικρή ρωσική δύναμη και τα ελάχιστα εφόδια που έφερνε για ένα τόσο μεγάλο εγχείρημα όπως η εξέγερση των σκλαβωμένων. Οι Ρώσοι τότε παραπλανώντας τους ισχυρίζονταν ότι τους ακολουθεί και άλλη μοίρα από εξήντα πλοία που φέρνει μαζί της και τον Αλέξιο Ορλώφ.

Παρά την απογοήτευση και χάρη στις φροντίδες αλλά και τις δαπάνες του Παναγιώτη Μπενάκη συγκεντρώθηκαν χίλιοι τετρακόσιοι άνδρες. Μετά από πρότασή του σχηματίστηκαν δυο ένοπλα σώματα, δυο «λεγεώνες». Η δυτική είχε διακόσιους Έλληνες κυρίως χωρικούς, δώδεκα Ρώσους στρατιώτες με τον συνταγματάρχη Dolgoroukof και τους Μανιάτες καπετάνιους Γεώργιο Μαυρομιχάλη και Κουμουνδούρο από την Αβία. Η ανατολική είχε δύναμη χίλιους διακόσιους Μοραΐτες, εικοσιένα Ρώσους στρατιώτες με επικεφαλής τον Ρώσο λοχαγό Barkof, τον Αντώνιο Ψαρό και τους Μανιάτες καπετάνιους Γρηγοράκηδες. Όλοι φόρεσαν ρωσικές στολές, εφοδιάστηκαν με ρωσικό οπλισμό και ορκίστηκαν πίστη στην αυτοκράτειρα Αικατερίνη. Ο Παναγιώτης Μπενάκης, έντονα απογοητευμένος από τις εξελίξεις, έμεινε στον πύργο του στην Καλαμάτα, περιμένοντας δήθεν τον Αλέξιο Ορλώφ και τον Παπάζωλη. Από πρωταγωνιστής και ηγέτης της εξέγερσης έγινε ένας απλός θεατής της.

Στις αρχές Μαρτίου οι επαναστατημένοι ξεχύθηκαν σε ανατολή και δύση σφάζοντας και λεηλατώντας τα τουρκικά χωριά. Ο Μπενάκης τους παρέδωσε εικονικά την Καλαμάτα και από εκεί η δυτική λεγεώνα κατέλαβε το Λεοντάρι και στις 21 Μαρτίου την Αρκαδιά (Κυπαρισσία) και την Ανδρούσα. Η πολυπληθής ανατολική λεγεώνα της Σπάρτης ξεκίνησε ταυτόχρονα και με τους άντρες της ντυμένους με ρωσικές στολές διέλυσε κάθε τουρκική αντίσταση και κατέλαβε τον Μυστρά στις 19 Μαρτίου. Με την εμφάνιση της ρωσικής μοίρας στα παράλια του Μοριά, ο Τούρκος βαλής έφυγε από την Τριπολιτσά και μετακόμισε στο Ναύπλιο, όπου περίμενε ενισχύσεις. Έτσι, ο τουρκικός στρατός που είχε έδρα του την Τριπολιτσά έμεινε ακυβέρνητος και ουσιαστικά θεατής της προέλασης των επαναστατημένων.

Όμως το ασίγαστο μίσος των εξεγερμένων για τους Τούρκους τους οδήγησε σε ωμότητες, ληστείες, βιαιοπραγίες και παρασπονδίες σε βάρος ακόμα και αμάχων. Αυτό βέβαια έγινε ιδιαίτερα επιβαρυντικό στη συνέχεια όταν οι Τούρκοι δεν δέχονταν συζήτηση για συνθηκολόγηση με τους Έλληνες. Ενώ λοιπόν όλα έδειχναν να ξεκινούν καλά και ο ενθουσιασμός άρχισε να φωλιάζει στις καρδιές των ραγιάδων, η κακή οργάνωση των πολεμικών επιχειρήσεων από τους Ρώσους και ο πολύτιμος χρόνος που σπαταλήθηκε σε μικρής σημασίας επιχειρήσεις, όπως για παράδειγμα η πολιορκία της Κορώνης, οδήγησαν στην καταστροφή. Τη στιγμή που ο αρχηγός της «ανατολικής λεγεώνας», ο Ρώσος λοχαγός Barkof, μετά από διαταγή του Θεόδωρου Ορλώφ, με τη βοήθεια δύο τηλεβόλων στις 6 Απριλίου, προσπαθούσε να καταλάβει την Τριπολιτσά, οι Τούρκοι είχαν καταφέρει να συγκεντρώσουν και να διοχετεύσουν στον Μοριά στίφη άγριων και πεινασμένων Αλβανών.

Έτσι, στις 9 Απριλίου, μετά από έξοδο ενός τμήματος πεζικού και ιππικού, από τη φρουρά των έξι χιλιάδων Τούρκων που είχαν εν τω μεταξύ ενισχυθεί με χίλιους ετοιμοπόλεμους Αλβανούς, διαλύθηκε η πολιορκία των δυνάμεων του Barkof. Οι Τούρκοι κινήθηκαν έξυπνα και αφού απέφυγαν την κατά μέτωπο σύγκρουση, έφθασαν στα Τρίκορφα όπου χτύπησαν αιφνιδιαστικά και διέλυσαν το στρατόπεδο τον πολιορκητών τους. Οι απειροπόλεμοι Έλληνες αποχωρούσαν τρέχοντας μπροστά στα εχθρικά στίφη. Περίπου τρεις χιλιάδες φτωχοί Έλληνες έπεσαν «έκπληκτοι» στα Τρίκορφα. Οι επικεφαλής αποχώρησαν.

Ο Barkof τραυματισμένος έφθασε στο Ναβαρίνο και ο Ψαρός στον Μυστρά. Οι Γρηγοράκηδες περίμεναν στη Μάνη. Σκηνές απογοήτευσης διαδραματίστηκαν σε όλο τον Μοριά. Η ρωσική βοήθεια ήταν ανύπαρκτη. Η Πάτρα, η Ηλεία, τα Καλάβρυτα, η Ζάτουνα, η Δημητσάνα ερήμωσαν κάτω από την ωμή βία των Αλβανών. Ολόκληρες περιοχές παραδόθηκαν στη φωτιά και έγιναν στάχτη. Οι Ρώσοι, με επικεφαλής τον αφρικανικής καταγωγής ταξίαρχο του ρωσικού πυροβολικού Αννίβα, στις 15 Απριλίου κατέλαβαν το Ναβαρίνο και έδωσαν μια υποψία αισιοδοξίας στους δοκιμαζόμενους ραγιάδες. Όμως στις 26 Απριλίου, δυο μέρες μετά την άφιξη εκεί και του απογοητευμένου από τη γενική εξέλιξη Αλέξιου Ορλώφ, εγκατέλειψαν την Κορώνη. Η άγρια σφαγή των κυνηγημένων Ελλήνων της Κορώνης ολοκληρώθηκε στο Μεσοχώρι. Οι Ρώσοι του Dolgoroukof μετά από μια αποτυχημένη προσπάθεια για κατάληψη της Μεθώνης, που άρχισε με σφοδρό κανονιοβολισμό στις 10 Μαΐου, μετά την κάθοδο των Αλβανών του Χατζή Οσμάν μπέη στο Μεσοχώρι και τον διαφαινόμενο αποκλεισμό τους, κατέφυγαν τελικά στις 28 Μαΐου στο τελευταίο καταφύγιό τους, στο Ναβαρίνο.

Από εκεί απέπλευσαν τελικά στις 6 Ιουνίου αχρηστεύοντας πρώτα το Νιόκαστρο, αφού ήδη είχε φθάσει στο Αιγαίο η δεύτερη μοίρα του Σκωτσέζου Elphinstone. Λέγεται μάλιστα ότι φεύγοντας οι Ρώσοι από το Νιόκαστρο παρακολουθούσαν απαθείς πάνω από τα καράβια τους το δράμα των ραγιάδων που εκτελούσαν ομαδικά στην προκυμαία οι άγριοι Αλβανοί του Χατζή Οσμάν μπέη. Οι Ρώσοι όμως πήραν μαζί τους φεύγοντας τους προύχοντες, τον επίσκοπο Τριφυλίας Ιωσήφ, τον Παναγιώτη Μπενάκη με την οικογένειά του και τους αρχιερείς Μεθώνης, Κορώνης και Καλαμάτας. Μετά τη φυγή τους κατευθύνθηκαν στα Κύθηρα, που τότε ήταν υπό βενετική κυριαρχία, και εκεί αποβιβάσθηκε η οικογένεια Μπενάκη. Η φυγή των Ρώσων είχε βέβαια άλλο στρατηγικό στόχο. Η ρωσική μοίρα συνέχισε στο Αιγαίο και κατάφερε σημαντικό πλήγμα στους Τούρκους, αφού κατάφερε να τους κτυπήσει μέσα στο άντρο τους, στο λιμάνι του Τσεσμέ στη Σμύρνη.

Αυτό το θεαματικό χτύπημα όμως δεν είχε καμιά αξία για τους υπόδουλους Έλληνες, αφού δεν είχε και την ανάλογη συνέχεια. Μετά τη φυγή των Ρώσων, οι μανιασμένοι Αλβανοί του Χατζή Οσμάν μπέη, σφάζοντας, καίγοντας και λεηλατώντας αδιάκριτα, κατάφεραν να καταπνίξουν για εννέα χρόνια, μέχρι το 1779, κάθε ελπίδα ή προσδοκία των ραγιάδων για καλύτερη ζωή. Ο τρόμος βασίλεψε στον Μοριά. Μεγαλύτερη καταστροφή από αυτή την περίοδο δύσκολα θα βρει κανείς μαζεμένη στην ελληνική ιστορία. Χιλιάδες οι νεκροί. Στα σκλαβοπάζαρα της βόρειας Αφρικής αλλά και της Τουρκίας κατέληξαν πάνω από είκοσι χιλιάδες ψυχές. Ξεθεμελίωμα σπιτιών και ναών, εξανδραποδισμοί, βιασμοί, ωμή βία από τα στίφη των ανεξέλεγκτων και φανατικών μουσουλμάνων Αλβανών:

…«Τα πάντα είχεν αφανίσει η Αλβανική πανώλης. Εκεί ένθα προ ολίγου υπήρχον πόλεις και κώμαι πολύανδροι και ευδαίμονες, ήδη έβλεπέ τις θανάτου ερήμωσιν, και πυριφλεγή ερείπια. Η Πελοπόννησος πάσα είχε σχεδόν απογυμνωθή κατοίκων. »…*
Η οχύρωση των Τούρκων στα Δαρδανέλια και η ατολμία των Ρώσων δεν τους επέτρεψε να περάσουν προς τη Μαύρη θάλασσα και να απειλήσουν πιο καίρια την Τουρκία στην καρδιά της. Μέχρι το τέλος του ρωσο-τουρκικού πολέμου το 1774, ο στόλος των Ρώσων παρέμεινε αραγμένος στη Νάουσα της Πάρου.
Για τα σχέδια και την εκτίμηση που είχε το διεθνές περιβάλλον για τους υπόδουλους, έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον η παράθεση αποσπασμάτων της αλληλογραφίας Βολταίρου και Αικατερίνης τον Σεπτέμβριο του 1770. Γράφει λοιπόν μεταξύ άλλων ο Βολταίρος στις 14 Σεπτεμβρίου:

...« οι ευχόμενοι τη Υμετέρα Μεγαλειότητι ονειροπολήσεις θα περιέλθωσιν εις δεινήν σύγχυσιν. Και δια τι εύχονται αυτή δυστυχήματα ενώ εκδικεί την Ευρώπην; Υπάρχουσι προφανώς άνθρωποι μη θέλοντες να λαλή τις ελληνιστί. Επειδή εάν η Υμ. Μεγ. ήτο αυτοκράτειρα της Κωνσταντινουπόλεως ταχέως θα ανίδρυεν ωραίαν ελληνικήν ακαδημίαν. Θα συνετάσσετο μία Αικατερινιάς. Άλλοι καλλιτέχναι, ως ο Ζεύξις και ο Απελλής θα εκάλυπτον την γην δια των υμετέρων εικόνων. Η πτώσις του οθωμανικού κράτους θα εξυμνείτο δια στίχων ελληνικών. Αι Αθήναι θα ήσαν μία των υμετέρων πρωτευουσών. Πάντοτε οι έμποροι του Αιγαίου θα ήτουν ελληνικά διαβατήρια. Η ελληνική γλώσσα θα απέβαινε γλώσσα καθολική »…*

Μεγαλύτερο ενδιαφέρον έχει η απάντηση της Αικατερίνης στον Βολταίρο στις 28 Σεπτεμβρίου:

…« Οι Έλληνες, οι Σπαρτιάται, μεγάλως εξεφυλίσθησαν· αγαπώσιν την αρπαγήν μάλλον ή την ελευθερίαν. Δια παντός δε απολεσθήσονται εάν μη ωφεληθώσι των διαθέσεων και των συμβουλών του ήρωος τον οποίον έστειλα αυτοίς »…*

Το 1782, η Αικατερίνη μετανοιωμένη ή παίζοντας και πάλι κάποιο πολιτικό παιχνίδι γράφει στον Ιωσήφ ΙΙ, της Αυστρίας:

…« εάν αι επιτυχίαι ημών εν τω τουρκικώ πολέμω επιτρέψωσιν ημίν ν’ απαλλάξωμεν την Ευρώπην εκ του εχθρού του χριστιανικού ονόματος και να εκδιώξωμεν αυτόν εκ της Κωνσταντινουπόλεως, η Υ. Μ. δεν θα μοι αρνηθή την συνδρομήν Αυτής, προς ανίδρυσιν της αρχαίας γραικικής μοναρχίας επί των ερειπίων της βαρβάρου Οθωμανικής κυβερνήσεως, υπό τον ρητόν εκ μέρους μου όρον να διατηρήσω την μοναρχίαν ταύτην όλως ανεξάρτητον της εμής, αναβιβάζουσα επί του ανεγερθησομένου θρόνου τον νεώτατον των εγγονών μου, Μέγα Δούκα Κωνσταντίνον.»…*

Εντυπωσιακή για την ωμότητα και την ιδιοτέλειά της ήταν και η απάντηση του αυτοκράτορα Ιωσήφ στην Αικατερίνη ΙΙ, από τη Βιέννη στις 13 Νοεμβρίου 1782:

…« ότι αφορά τας εκ του τουρκικού πολέμου αμοιβαίας ωφελείας θα ομιλήσω υμίν μετά πάσης της εμπιστοσύνης και ειλικρινείας…
…Η Πελοπόννησος, η Κρήτη, η Κύπρος και αι λοιπαί νήσοι του Αρχιπελάγους δύνανται να παράσχωσι πλουσίαν αποζημίωσιν εις τους ενετούς δημοκράτας, οίτινες άλλως τε απέσπασαν ήδη εκ του κράτους μου, δια του δόλου ή επωφελούμενοι εκ στιγμιαίας αδυναμίας παν ότι κατέχουσιν…
…Των όρων τούτων γινομένων δεκτών, η αυτοκρατορία, ήν η Υ. Μ. προορίζει εις τον εγγονόν αυτής, έσται ουχ ήττον μεγάλη, πάσα δε διένεξις περί συνόρων και διανομής, αναπόφευκτος υπό άλλους όρους, θα παύση »...*

Στις 4 Ιανουαρίου 1783, από την Πετρούπολη, η Αικατερίνη ΙΙ του απαντά:

…« ότι αφορά τα περί της επεκτάσεως της Αυστρίας υμέτερα σχέδια, εν περιπτώσει επιτυχίας,…
…Άλλ’ είναι επάναγκες να μη περιορισθή, λίαν το γραικικόν κράτος προπάντων δε να μη αφαιρεθή παρ’ αυτού η Πελοπόννησος και το Αρχιπέλαγος. Βάσις της συνεννοήσεως ημών πρέπει να ήναι εν γένει η ισότης των αποκτήσεων »…*

Ρητοί όροι και φοβερό παρασκήνιο στην πλάτη του ραγιά που νόμιζε ότι θα είχε βοήθειες από το ξανθό γένος…

* Τα αποσπάσματα των επιστολών προέρχονται από:
«Κων/νου Ν. Σάθα: Τουρκοκρατούμενη Ελλάς, Αθήνησι 1869», σελ. .524, 613, 615 [από την ‘Κλειώ’ (εφημερίδα της Τεργέστης, αριθ. 404)], 535, 536-537, 537-538 αντίστοιχα.