Ο Όλφερτ Ντάπερ (Olfert Dapper), ήταν Ολλανδός ιατρός και συγγραφέας. Γεννήθηκε και πέθανε στο Άμστερνταμ (1635 – 1689). Αν και ποτέ δεν ταξίδεψε έξω από την Ολλανδία, ειδικευόταν στη συγγραφή ιστορικών αλλά κυρίως γεωγραφικών βιβλίων και χαρτών. Οι πηγές για τα έργα του ήταν οι εγκυκλοπαίδειες της εποχής του, οι περιγραφές λογίων, εξερευνητών, ταξιδιωτών, περιηγητών, ιεραποστόλων καθώς και οι αναφορές της Ολλανδικής Εταιρείας Ανατολικών Ινδιών. Στο έργο του: «Ακριβής περιγραφή του Μοριά, πρώην Πελοποννήσου· και των νησιών που βρίσκονται στα ανοικτά των ακτών του Μοριά, και εντός και πέρα από τον κόλπο της Βενετίας» του 1688, μεταξύ πολλών άλλων περιέχονται και τα νησιά των Οινουσσών της Μεσσηνίας. Εκεί εμφανίζεται και η ονομασία του νοτιότερου νησιού του συμπλέγματος: Βενέτικο (S. Venetico). Είναι πολύ πιθανό αυτό το όνομα να επικράτησε μετά το 1209, όταν άρχισε η κυριαρχία των Βενετών στην περιοχή.
Το Βενέτικο βρίσκεται απέναντι ακριβώς από το νοτιότερο άκρο της Μεσσηνίας, το ακρωτήριο Ακρίτας και μαζί με τη γειτονική βραχονησίδα, το Πετροκάραβο, είναι τα τελευταία στη σειρά, από βορρά προς νότο, νησάκια των μεσσηνιακών Οινουσσών. Πρόκειται για ένα βραχώδες νησάκι, με πλούσια θαμνώδη βλάστηση, που είναι γνωστό από την αρχαιότητα ως Θηγανούσσα. Το αναφέρει και ο Μικρασιάτης περιηγητής Παυσανίας, το 160 μ.Χ.. Το όνομα της νησίδας προερχόταν από τα πετρώματά της, τους «θηγανίτες λίθους», δηλαδή πέτρες ιδιαίτερα σκληρές, που χρησιμοποιούνταν και για ακόνισμα μαχαιριών και εργαλείων. Το νησί, λόγω των απότομων βραχωδών ακτών του, είναι σχεδόν απρόσιτο. Στο βορειοανατολικό άκρο του, σχηματίζεται όμως μια μικρή επίπεδη «γλώσσα» ξηράς, η «Βενέτα». Εκεί υπάρχει και μια μικρή αλυκή.
Το Βενέτικο έχει όμως ξεχωριστό ενδιαφέρον. Στα ανατολικά της «Βενέτας», υπάρχουν τα ερείπια ενός συγκροτήματος τουλάχιστον δύο κτηρίων καθώς και ενός τετράπλευρου, κυψελωτού οικοδομήματος με πλευρικά ανοίγματα και τρούλο. Αυτό το κτήριο σε λήψη από ψηλά, φαίνεται σαν σκάφανδρο ενός γιγάντιου δύτη, ακουμπισμένο στην ξηρά. Χαμηλά στον νότιο τοίχο του θολοσκέπαστου κτηρίου, στο επίπεδο του εδάφους, έχει ένα τοξωτό άνοιγμα ενώ ακόμα ένα μικρότερο άνοιγμα υπάρχει και στη μέση του δυτικού τοίχου. Ανατολικά υπάρχει το μεγαλύτερο, το κύριο άνοιγμα του μικρού κτηρίου, η πόρτα της εισόδου του. Αυτή η παράξενη κατασκευή θα μπορούσε να ήταν ένας μικρός φάρος ή ένα φανάρι για τη ναυσιπλοΐα ή και την επικοινωνία με το αντικρινό κάστρο της Κορώνης.
Το σημερινό μισογκρεμισμένο κύριο κτηριακό συγκρότημα ήταν χτισμένο με ψαμμιτόλιθους και ισχυρό συνθετικό ασβεστοκονίαμα. Το καλύτερα διατηρημένο υπόλειμμα κτηρίου έχει διαστάσεις είκοσι επί επτά μέτρα και ύψος στα δυτικά υπολείμματα των γωνιών του, περίπου δύο μέτρα. Το πάχος των τοίχων του είναι περίπου 80 εκατοστά ενώ δίπλα του, μεταξύ και άλλων προσθηκών που χρειάζονται περαιτέρω μελέτη, υπάρχει ένα ενεργό μέχρι σήμερα, χτιστό πηγάδι. Υπολείμματα τοίχων, οικοδομικό υλικό και κεραμίδια από διάφορες εποχές μέχρι τον 17ο- 18ο αιώνα, εντοπίζονται στον ευρύτερο χώρο, ενώ μια μικρή χαμηλή περίφραξη επισημαίνει τη σύγχρονη κτηνοτροφική χρήση του νησιού.
Στις αρχές τις δεκαετίας του 1990 είχε διατυπωθεί η αρχαιολογική άποψη ότι το κτηριακό συγκρότημα ανήκε στην υστεροβυζαντινή περίοδο και χρησίμευε για τη στέγαση του προσωπικού της μικρής γειτονικής αλυκής. Βέβαια κάτι τέτοιο δεν μπορεί να ευσταθεί αφού η μικρή αλυκή δεν θα μπορούσε να απαιτεί μόνιμο προσωπικό και εγκαταστάσεις.
Αν αναλογιστεί κανείς τις επιπτώσεις και τις ανάγκες κοινωνικής προστασίας που ανέκυψαν μετά την τρομερή πανδημία της πανώλης του 1347-1351, τότε θα πρέπει να δεχτεί ότι επειδή η κτηριακή εγκατάσταση στο Βενέτικο είναι σχεδόν ίδια με αυτήν στη νησίδα Λαζαρέτα των Χανίων, θα μπορούσε και αυτή να είναι χώρος απομόνωσης και καραντίνας για τα διερχόμενα πλοία πριν την είσοδό τους στο λιμάνι της Κορώνης. Ο χορός του θανάτου που είχε στηθεί στον τότε γνωστό κόσμο απαιτούσε τη λήψη αυστηρών μέτρων. Συγκεκριμένα, το 1377 η δημοκρατία της Ραγκούζας, το σημερινό Dubrovnik, στο πλαίσιο της προστασίας του πληθυσμού, επέβαλε καθεστώς απομόνωσης τριάντα ημερών (trentina) σε κάθε πλοίο που έφτανε στο λιμάνι της τόσο για τους επιβάτες όσο και για τα εμπορεύματα. Το μέτρο, που φάνηκε να αποδίδει, ακολούθησαν λίγο αργότερα επεκτείνοντας το χρονικό διάστημα της απομόνωσης στις σαράντα ημέρες (quarantina giorni), το 1379, τόσο η δημοκρατία της Βενετίας όσο και η Μασσαλία.
Φυσικά η Βενετία εφάρμοσε το μέτρο και στις μεσσηνιακές κτήσεις της. Η λειτουργία λοιμοκαθαρτηρίων στις βενετικές μεσσηνιακές κτήσεις είναι βέβαιη, αφού το 1399 οι βενετικές πηγές αναφέρουν ότι οι Βενετοί αναγκάστηκαν να άρουν την καραντίνα μπροστά από την Κορώνη και τη Μεθώνη, επειδή οι Τούρκοι πειρατές συλλάμβαναν τους φιλοξενούμενους στα λοιμοκαθαρτήρια. Με βάση αυτή τη διατύπωση, «μπροστά από» και λόγω των ανεμπόδιστων συλλήψεων των απομονωμένων επιβατών από τους Τούρκους, μια ενδεχόμενη θέση του λοιμοκαθαρτηρίου της Κορώνης θα μπορούσε να ήταν, σύμφωνα με τη γεωγραφία της περιοχής, η νησίδα Βενέτικο.
Στις θέσεις καραντίνας στα μικρά νησιά, που ήταν οργανωμένα για την υγειονομική επιτήρηση των επιβατών των πλοίων της, η Βενετία έπρεπε να τους προσφέρει ασφάλεια και σχετικές ανέσεις. Το κτηριακό συγκρότημα στο Βενέτικο φαίνεται ότι πληρούσε αυτές τις απαιτήσεις και η πληρέστερη μελέτη του σήμερα είναι αναγκαία.