Δευτέρα, 23 Ιουνίου 2014 20:32

Τοπικό γλωσσάρι ή λέξεις που κινδυνεύουν να χαθούν (μέρος 1ο)

Γράφτηκε από τον
Τοπικό γλωσσάρι ή λέξεις που κινδυνεύουν να χαθούν (μέρος 1ο)

Δεν είναι λίγες οι φορές που οι νεότεροι κοιτούν με απορία και οι παλαιότεροι συγκινούνται όταν ακούν ορισμένες λέξεις. Πρόκειται για λέξεις που δίνουν το χρώμα τοπικής διαλέκτου καθώς χρησιμοποιήθηκαν για αιώνες από τους ανθρώπους που έζησαν σε αυτό τον τρόπο. Κουβαλούν στο εσωτερικό την ιστορία με έναν ιδιότυπο τρόπο επειδή είναι λέξεις με καταγωγή από τα αρχαία ελληνικά, τα λατινικά, τα ιταλικά, τα τούρκικα και άλλες γλώσσες.

Λέξεις που προσαρμόστηκαν στις ανάγκες ανθρώπινης επικοινωνίας και της αγροτικής κοινωνίας. Και άρχισαν να εξαφανίζονται με την αστικοποίηση, τα ρεύματα μετανάστευσης, τις γλωσσικές μεταρρυθμίσεις αλλά και τις σκοπιμότητες μερικές φορές. Διαπιστώσαμε ότι έχει ενδιαφέρον να αποθησαυρίσουμε αυτό τον πλούτο ανακαλώντας στη μνήμη το παρελθόν και αναζητώντας πληροφορίες από διάφορες πηγές. Ξεκινάμε και θα συνεχίσουμε κάθε Δευτέρα την παρουσίαση αυτής της συλλογής. Με τη βεβαιότητα ότι και οι αναγνώστες μπορούν να συμβάλουν στέλνοντας παρατηρήσεις, διορθώσεις και υλικό με οποιονδήποτε τρόπο κρίνουν πρόσφορο. Θα το περιμένουμε και θα φροντίσουμε για τη δημοσίευσή του.

 

Α

αβανιά (η) συκοφαντία

αβάρετος (ο) αυτός που δεν κουράζεται

αβασκαντούρης (ο) αυτός που δεν ματιάζεται

αβγατάου αυξάνω, μεγαλώνω

αβέρτα χωρίς φειδώ, απλόχερα

αβερτοσύνη (η) ελευθερία χωρίς μέτρο

αβόσκητος (ο) αυτός που δεν έχει βοσκήσει ή ο τόπος στον οποίο δεν βόσκησαν ζώα

αβοτάνιστος (ο) αυτός που δεν έχει απαλλαγεί από αγριόχορτα η ζιζάνια

αγαθιάρης (ο) πρόσωπο αφελές και εύπιστο

αγάλι-αγάλι σιγά-σιγά

άγανα (τα) τα μουστάκια από το στάχυ του σιταριού ή της βρώμης

αγανό (το) αυτό που έχει αραιή πλέξη

άγαρμπος (ο) ο χοντροκομμένος στους τρόπους του

αγάνωτο (το) το χάλκινο μαγειρικό σκεύος που δεν έχει επάλειψη κασσιτέρου

αγγειό (το) το μαγειρικό σκεύος, δοχελιο και μεταφορικά οι όρχεις (στον πληθυντικό)

αγγελοφοριέμαι ψυχορραγώ

αγιάζι (το) το διαπεραστικό κρύο των ξάστερων βραδιών και των πρωινών του χειμώνα

αγιαστούρα (η) το σκεύος που περιέχει αγιασμό

αγιογδύτης (ο) αυτός που κλέβει ιερά αντικείμενα, μεταφορικά αυτός που δεν έχει ιερό και όσιο

αγκαθερός (ο) αυτός που έχει πολλά αγκάθια

αγ(κ)λέουρας (ο) είδος βοτάνου φαρμακευτικού και δηλητηριώδους, μεταφορικά το πολύ φαγητό μέχρι δυσφορίας

αγκίδα (η) μικρό τμήμα ξύλου σαν βελόνα

αγκομαχάω αναπνέω βαριά, λαχανιάζω

αγκούσα (η) η υπερβολική ζέστη, η δυσφορία στην αναπνοή εξ αιτίας της ζέστης

(α)γκορτσά (η) η άγρια αχλαδιά

αγκουσεύω ζεσταίνομαι πολύ, αισθάνομαι δυσφορία

(α)γκρίθια (τα) οι ακίδες

αγκυλώνω τρυπώ με αιχμηρό αντικείμενο

αγκωνάρι (το) πελεκημένες πέτρες που τοποθετούνταν στις γωνίες των σπιτιών καθώς και γύρω από τα ανοίγματα (πόρτες, παράθυρα)

αγκωνή (η) κομμάτι ψωμί από την άκρη του καρβελιού

αγνάντι απέναντι έχοντας οπτική επαφή

αγουρίδα (η) το άγουρο φρούτο, συνήθως το σταφύλι

άγουρος (ο) ο καρπός που δεν έχει ωριμάσει, μεταφορικά αυτός που δεν ωρίμασε ηλικιακά, σωματικά ή πνευματικά

αγουροξυπνημένος (ο) αυτός που ξύπνησε ή τον ξύπνησαν νωρίς, χωρίς να χορτάσει ύπνο

αγριάδα (η) είδος αγριόχορτου με ισχυρές ρίζες και φαρμακευτική δράση, μεταφορικά συμπεριφορά θυμού και οργής

(α)γρικώ καταλαβαίνω, αντιλαμβάνομαι

αγριλιά (η) άγρια ελιά την οποία συνήθως κεντρώνουν με ήμερες ποικιλίες

αγριόσυκα οι καρποί των αυτοφυών συκιών, οι οποίοι χρησιμοποιούνται για τη γονιμοποίηση των καρπών των ήμερων δέντρων 

αγώ(γι) (το) φορτίο που μεταφέρεται με αμοιβή από ζώο ή όχημα

αγωγιάτης (ο) πρόσωπο που μεταφέρει έναντι αμοιβής πράγματα

αδειάζω είμαι εύκαιρος

αδερφομοίρια (τα) μερίδια ακινήτων που δίνονται στα αδέλφια όταν μοιράζεται η οικογενειακή περιουσία

αδικοβάζω βάζω κάτι άδικα στο μυαλό μου, κατηγορώ κάποιον άδικα

(α)δρασκελιά (η) το άνοιγμα των ποδιών κυρίως ως μέτρο υπολογισμού απόστασης

(α)δρασκελάω ξεπερνώ κάποιο εμπόδιο με άνοιγμα των ποδιών

αδράχνω αρπάζω, τραντάζω κάτι 

άντε πήγαινε 

αερικό (το) η νεράιδα 

αεροβατώ περπατάω στα σύννεφα, μεταφορικά βρίσκομαι εκτός πραγματικότητας

αερολογία (η) λόγια χωρίς περιεχόμενο

άζυμο (το) αυτό που παρασκευάζεται χωρίς προζύμι 

αθηλύκωτος (ο) αυτός που δεν έχει κουμπιά, ο ξεκούμπωτος

ακαθάριγος (ο) αυτός που δεν έχει καθαριστεί

ακαμάτης (ο) ο τεμπέλης 

ακαταλόγιστος (ο) αυτός που δεν έχει ικανότητα να κρίνει 

άκλαδος (ο) αυτός που δεν έχει κλαδευτεί

ακόνι (το) πέτρα πάνω στην οποία λειαίνουν τις αιχμηρές επιφάνειες μαχαιριών και άλλων εργαλείων

ακουμπάου στηρίζομαι ή αποθέτω κάτι σε σταθερό σημείο 

άκουρος (ο) ο ακούρευτος 

ακρι(α)νός (ο) αυτός που βρίσκεται στην άκρη

αλάλητο (το) το πουλί που δεν έχει λαλήσει ακόμη 

αλάργα μακριά 

αλαργινός (ο) ο μακρινός

αλατζάς (ο) είδος μεταξωτού υφάσματος

αλαφιασμένος (ο) αυτός που έχει καταληφθεί από ταραχή και φόβο αλαφροΐσκιωτος (ο) αυτός που μπορεί να βλέπει φαντάσματα και αερικά

αλέγ(κ)ρος (ο) ο εύθυμος, ανοιχτός χαρακτήρας 

άλειμμα (το) το χοιρινό λίπος 

άλεσμα (το) η κοσκινισμένη ποσότητα σιταριού που πάει στο μύλο

αλισβερίσι (το) η συναλλαγή και μεταφορικά η σχέση 

αλισίβα (η) η στάχτη ανακατεμένη με νερό που μετά από βράσιμο στραγγίζεται και χρησιμοποιείται για το πλύσιμο των ρούχων

αλιστρατάου αναστατώνω, κάνω άνω-κάτω

αλλαξιά (η) η πλήρης φορεσιά και μεταφορικά η ανταλλαγή 

αλλούθε σε άλλο μέρος 

αλογοσούρτης (ο) ο αλογοκλέφτης

αλύχτημα (το) το έντονο γάβγισμα σκύλου όταν έχει μυριστεί θήραμα ή ξένο πρόσωπο στο χώρο που επιτηρεί

αμανάτι κάτι που έχει δοθεί ως εγγύηση, κρατώ κάτι 

άμε πήγαινε

αμέτι - μουχαμέτι πείσμα για να πετύχει κάποιος το σκοπό του

αμέ, αμηδά βεβαίως, σίγουρα, αλλά όμως;

αμόλευτος (ο) αυτός που δεν έχει μολυνθεί 

αμμουδέρα (η) το αμμώδες έδαφος

αμ(π)ολάου αφήνω κάποιον ή κάτι ελεύθερο

αμορίτης (ο) αυτός που δεν καταλαβαίνει, ο χαζός 

άμπακος (ο) το πολύ φαγητό 

αμπάριζα (η) παιδικό παιχνίδι, το ορμητικό ξεκίνημα 

αμποδάου εμποδίζω 

άμποτε μακάρι κάποτε 

αμπροσταίνω ξεπερνάω κάποιον 

αναβροχιά (η) η ανομβρία 

αναγελάου κοροϊδεύω, περιγελώ 

αναγούλα (η) η τάση για εμετό, και μεταφορικά η αποστροφή

ανάγυρα γύρω-γύρω 

αναδεξιμιός (ο) το πρόσωπο που έχει βαφτίσει κάποιος 

ανάκαρος (ο) η δύναμη, το σθένος 

ανακαψίλα (η) η καούρα στο στομάχι

ανακλαδίζομαι τεντώνομαι συνήθως με χασμουρητό 

αναντάμ παπαντάμ από καταγωγή, μεταφορικά αναφέρεται σε άτομα ηθικά επιλήψιμα

ανάνταφλος (ο) ο απρόσεκτος 

αναπιάνω ανακατεύω το αλεύρι με το νερό για να φτιάξω ζυμάρι

ανάργια αραιά 

ανασγρουλεύω ανακατεύω 

ανάσκελα με τη ράχη να ακουμπά σε επιφάνεια και το πρόσωπο να κοιτάζει προς τα πάνω 

ανασταίνω ανατρέφω κάποιον από μικρό παιδί

ανάστημα (το) το ύψος του ανθρώπου, μεταφορικά η ψυχική δύναμη

ανατσουτσουρώνουμαι αγριεύω έτοιμος να επιτεθώ 

αναφυλαξία (η) η αλλεργική αντίδραση του οργανισμού σε κάποια ουσία

αναχαράζω μηρυκάζω, μεταφορικά με δυσκολία προσπαθώ να πω κάτι ανδρομίδα (η) μάλλινο υφαντό σκέπασμα κρεβατιού 

ανεβάσταγος (ο) ανυπόμονος, βιαστικός

ανεμοχάφτω πρήζομαι 

ανερώτηγα χωρίς να ρωτήσει κάποιος

ανήλιαγος (ο) αυτός που δεν φωτίζεται από τον ήλιο 

ανισόρροπος (ο) αυτός που δεν έχει ισορροπία, μεταφορικά ο τρελός

αντάμα μαζί

αντάρα (η) θυελλώδης καιρός με συννεφιά, μεταφορικά ταραχή και αναστάτωση

ανταριεύομαι φωνάζω δυνατά, κάνω φασαρία 

άντερο (το) το έντερο 

ανέκοπα χωρίς κόπο 

άξαφνος (ο) ο ξαφνικός 

απάγκιο (το) το απάνεμο σημείο, μεταφορικά το σημείο στο οποίο κάποιος είναι προφυλαγμένος 

απαντάω συναντάω 

απανταχούσα (η) η επίπληξη 

απαυτός (ο) πρόσωπο του οποίου δεν αναφέρεται το όνομα

απαυτώνω η σεμνότυφη εκδοχή του ρήματος της σεξουαλικής πράξης

απέκει από εκεί και πέρα 

απίδι (το) το αχλάδι 

απιθώνω αφήνω κάπου αυτό που κρατώ

απίστομα ανάποδα με το στόμα προς τα κάτω

απίκο κατάσταση ετοιμότητας για ξεκίνημα

απόβραδο (το) λίγο πριν βραδιάσει

αποκά από κάτω

αποκιώνω αποτελειώνω

απόκοντα από κοντά, από πίσω

αποκούμπι (το) το στήριγμα

αποκρεύω σταματώ να τρώω κρέας

αποπανίτσα λίγο πιο κάτω

απόπατος (ο) το αποχωρητήριο

αποπαίδι (το) το αποκληρωμένο παιδί, μεταφορικά το παιδί που δεν δίνουν σημασία οι γονείς

αποπαίρνω μαλώνω κάποιον

απόρριξε η αποβολή στα ζώα

απόσκιο (το) ο τόπος που δεν το πιάνει ο ήλιος

αποσπερού απόψε το βράδυ

αποσταίνω κουράζομαι

απόσυκο η τελευταία ποιότητα αποξηραμένων σύκων τα οποία συνήθως χρησιμοποιούνται ως ζωοτροφή

αποσώνω αποτελειώνω αλλά και προσθέτω μέχρι να γεμίσει

απότιγο αυτό που δεν είναι ποτισμένο

αποφαγούδια (τα) τα υπολείμματα φαγητού

αποχάβρισα φοβήθηκα

αράδα η σειρά, μεταφορικά και για δέντρα ή φυτά που έχουν τοποθετηθεί σε κανονισμένη απόσταση

αράδι (το) ο συγκεκριμένος δρόμος (μονοπάτι) για να φθάσει κάποιος στον προορισμό του

αραδίζω περνάω συνέχεια από την ίδια διαδρομή

αραδιάζω τοποθετώ με πρόχειρο τρόπο ένα σύνολο πραγμάτων

άραχνος (ο) ο σκοτεινός, μεταφορικά ο κακομοίρης

αρβάλα (η) ο θόρυβος

αργιεύω αραιώνω

αργιολόι (το) το μάζεμα των αραιών καρπών

αργιομάδες (οι) οι αραιοί καρποί, συνήθως των ελαιόδενδρων

άρες-μάρες η ακατάληπτη φλυαρία

αρίδα (η) το πόδι

αρκουδίζω το βάδισμα των μικρών παιδιών με τα τέσσερα

αρκουδόλυκος (ο) ο πολύ σκληρός άνθρωπος

αρλούμπα (η) η κουταμάρα που λέει κάποιος στη συζήτηση

αρμαθιά (η) ομοειδή πράγματα περασμένα σε σκοινί ή σύρμα όπως κλειδιά, αγριόσυκα κλπ.

αρμάκι (το) ο σωρός από πέτρες, ο πρόχειρος τοίχος που χωρίζει τις λαχίδες

αρούκατος (ο) αυτός που κάνει βίαιες και απρόσεκτες κινήσεις

αρουλιέμαι φωνάζω δυνατά, κάνω σαν σκυλί

άρπα κόλα βιαστική και επιπόλαιη εργασία

άρτζι μπούρτζι άνω-κάτω, ακατανόητα πράγματα

αρτσίδι βρεγμένος από πάνω μέχρι κάτω

άρμη (η) υγρό διάλυμα από αλάτι και γάλα που μπαίνει στο βαρέλι με το τυρί, αλλά και κάθε υγρό συντήρησης τροφίμων που περιέχει αλάτι

(α)σβουνιά (η) η κοπριά της αγελάδας

ασίκης (ο) ο λεβέντης, το παλληκάρι

ασκέρι (το) πολλοί άνθρωποι μαζί, μεταφορικά η οικογένεια (συνήθως η πολυμελής)

ασκί (το) σάκος από δέρμα τράγου που χρησίμευε στη μεταφορά υγρών (κρασί, λάδι) ή και για το τυρί, μεταφορικά αυτός που έχει φουσκωμένη κοιλιά

ασουλούπωτος (ο) αυτός που έχει κακή εμφάνιση

αστροφεγγιά (η) το φέγγισμα των άστρων τη νύχτα χωρίς φεγγάρι

άταρος (ο) ο αδύναμος

αφόρμησε ο ερεθισμός, η μόλυνση των τραυμάτων

άφραγκος (ο) αυτός που δεν έχει χρήματα

άφταιγος (ο) χωρίς να φταίει

αχαΐρευτος (ο) ο ανεπρόκοπος

αχαμνός (ο) ο αδύνατος

άχερο (το) το άχυρο

άχνη (η) ο ατμός, κάθε τι λεπτοκομμένο που μεταφέρεται με τον αέρα όπως η σκόνη ζάχαρης

αχνή (η) αυτή που διακρίνεται αμυδρά, μεταφορικά η αδύνατη φωνή

αχούρι (το) ο στάβλος αλόγων ή γαϊδουριών, μεταφορικά το ανακατεμένο σπίτι

άχτι (το) έντονη επιθυμία, συνήθως εκδίκησης ή τιμωρίας

αψύς (ο) οξύς, τσουχτερός και μεταφορικά ευέξαπτος

* Το γλωσσάρι θα δημοσιεύεται σε συνέχειες στην "Ε" κάθε Δευτέρα


NEWSLETTER