Τρίτη, 09 Ιουνίου 2015 21:29

Δημήτρης Πλατανιάς: Ο «κακός» που λατρεύει το κοινό της Λυρικής

Δημήτρης Πλατανιάς: Ο «κακός» που λατρεύει το κοινό της Λυρικής

Είναι ο ιδανικός ερμηνευτής για τον ρόλο του Ζερμόν στην «Τραβιάτα», του πανούργου Ιάγου στον «Οθέλλο», του Ναμπούκο στην ομώνυμη όπερα του Βέρντι, του ατσάλινου Ριγκολέτο. Ο Δημήτρης Πλατανιάς είναι ο πιο διάσημος «κακός» της ελληνικής όπερας.

Και συγχρόνως ένας από τους σημαντικότερους βαρύτονούς μας, ο οποίος όχι μόνο αποφάσισε στα 30 του να γίνει λυρικός τραγουδιστής, αλλά μέσα σε μόλις 13 χρόνια αξιοποίησε με τέτοιον τρόπο τις φωνητικές του αρετές που πλέον θριαμβεύει σε Ελλάδα κι εξωτερικό.

Στην απόλυτη ακμή της καριέρας του -κι έχοντας και φέτος διαπρέψει στη Βασιλική Οπερα του Λονδίνου, στο ιστορικό Θέατρο Φοίνικας της Βενετίας και στο Ζάλτσμπουργκ- ο κορυφαίος βαρύτονος θα ερμηνεύσει έναν ακόμα τρομακτικό και σκοτεινό τύπο: τον βαρόνο Σκάρπια στην «Τόσκα» του Πουτσίνι που ανεβαίνει από τη Λυρική Σκηνή στο Ηρώδειο στις 14, 16, 17, 18 του μήνα.

Τη σκηνοθεσία υπογράφει ο Αργεντίνος Ούγκο ντε Ανα, τη μουσική διεύθυνση ο Λουκάς Καρυτινός και τον ομώνυμο ρόλο ερμηνεύουν η Δήμητρα Θεοδοσίου στην πρώτη διανομή και η Τσέλια Κοστέα στη δεύτερη.

Η σπαρακτική «Τόσκα», από τις δημοφιλέστερες όπερες όλων των εποχών, πρωτοπαρουσιάστηκε -σε αυτή τη μορφή- το καλοκαίρι του 2012 κι αποτελεί μεγάλη επιτυχία της Λυρικής. Σε αυτό το οπερατικό θρίλερ, ο βαρόνος Σκάρπια, που ηδονίζεται από τον πόνο των θυμάτων του, είναι αυτός που θα στήσει τις παγίδες του στην Τόσκα και τον αγνό εραστή της Μάριο Καβαραντόσι. Στην Ελλάδα το έργο παρουσιάστηκε για πρώτη φορά το 1942 από την ΕΛΣ, με τη 19χρονη Μαρία Κάλλας στον ομώνυμο ρόλο.

Αρκετές δεκαετίες μετά, στην Καλαμάτα, ένας πιτσιρικάς, που ως τότε ονειρευόταν να γίνει κιθαρίστας, έπαιρνε το «οπερατικό βάπτισμα» του πυρός από τους δίσκους του μπαμπά του. «Οι βασικές μου σπουδές στη μουσική ήταν στην κιθάρα. Εξ ου και η πρώτη μου σκέψη, όταν επέστρεψα από σπουδές Αγγλικής Φιλολογίας στην Αθήνα, ήταν να γίνω καθηγητής στο Ωδείο της Καλαμάτας. Γενικά η μουσική ήταν πανταχού παρούσα στη ζωή μου, διότι οι γονείς μου ήταν ερασιτέχνες χορωδοί και καλλίφωνοι. Από τους δίσκους του πατέρα μου άκουσα για πρώτη φορά όπερα».

Κι από κοντά, πότε παρακολούθησε παράσταση όπερας; «Ηταν το 1996 στο Ηρώδειο, η «Τουραντότ» από την Εθνική Λυρική Σκηνή. Παρά το γεγονός ότι μαγεύτηκα, εντούτοις εκείνη την εποχή κανένα σημάδι δεν έδειχνε ότι πρόκειται να ενασχοληθώ με το λυρικό τραγούδι. Λίγο αργότερα, το 1999, αποφάσισα να κάνω κάποια μαθήματα τραγουδιού με τη Μαρία Μαρκέτου. Ημουν ήδη κοντά στα 30 και το κίνητρό μου δεν ήταν η όποια καριέρα, αλλά μια εναλλακτική, μια φυγή για λίγο από τη διδασκαλία κιθάρας. Οσο παράδοξο κι αν ακούγεται, η επαφή που είχα με τη σκηνή από μικρός ως κιθαρίστας με βοήθησε να ξεπεράσω τους φόβους. Ωστόσο, όταν τους ανακοίνωσα πως θα γίνω τραγουδιστής, έδειξαν διστακτικοί γιατί θεώρησαν πολύ ριψοκίνδυνη την απόφαση να αλλάξω επάγγελμα στα 30. Αργότερα βέβαια έγιναν οι μεγαλύτεροι φαν μου».

 

«Κρατάω αποστάσεις από ρόλους»

Στη σκηνή ως τραγουδιστής πρωτοανέβηκε το 2002, πρωταγωνιστώντας -στη Λυρική πάντα- στην παιδική παράσταση «Ελεύθερος σκοπευτής» της Κάρμεν Ρουγγέρη. Ενώ το 2004 πανηγύρισε τον πρώτο μεγάλο ρόλο ερμηνεύοντας τον Αλφιο στην «Καβαλερία Ρουστικάνα». Πριν από πέντε χρόνια επιχείρησε το μεγάλο άλμα στο εξωτερικό και σήμερα έχει κλεισμένο πρόγραμμα σε Λονδίνο, Γερμανία, Ιταλία μέχρι το 2019: «Ποτέ δεν το φανταζόμουν. Και να φανταστείς πως όταν έφυγα να δοκιμάσω, το έκανα γιατί ήταν επιβεβλημένο, καθώς εκείνη την περίοδο στην Ελλάδα δεν είχα δουλειά. Δεν άρεσα στους επικεφαλής. Οπότε, για βιοποριστικούς λόγους, αλλά και για τη σταδιοδρομία μου, απευθύνθηκα στους ξένους. Ηταν η έσχατη λύση για να μην αλλάξω επαγγελματικό προσανατολισμό. Στο εξωτερικό ο ανταγωνισμός είναι τεράστιος, άρα όταν πας ξέρεις ότι θα πολεμήσεις με περισσότερους. Μην φανταστείτε πως ζω μόνο για τη διεθνή καριέρα. Τραγουδάω το ίδιο όπου κι αν βρίσκομαι. Αναζητώ την αναγνώριση με τον ίδιο απολύτως τρόπο και εδώ και έξω. Αν δεν τα αντιμετώπιζα ισότιμα, πιστέψτε με, δεν θα ερχόμουν καθόλου να τραγουδήσω στην Ελλάδα».

Με την παράδοση του νέου κτηρίου της Λυρικής στο Φάληρο θεωρεί ότι ερχόμαστε πιο κοντά στα ευρωπαϊκά επίπεδα; «Κατ’ αρχάς δεν νιώθω ότι η χώρα μας ζει σε έναν οπερατικό Μεσαίωνα. Η νέα στέγη προσφέρει βελτιωμένα κτήρια, αλλά δεν σου διασφαλίζει ότι ο κόσμος θα ανταποκριθεί. Αυτό παραμένει ένα αβέβαιο κρας-τεστ, το αποτέλεσμα του οποίου θα μάθουμε μόνο με τη μετάβαση. Σε ό,τι αφορά τους νέους που φιλοδοξούν να γίνουν τραγουδιστές, τίποτα δεν γίνεται πιο εύκολο από τις εξωτερικές συνθήκες. Τόσο η γενιά μου όσο κι οι σημερινοί επίδοξοι λυρικοί ερμηνευτές, οφείλουν να παλεύουν με όλες τους τις δυνάμεις σαν να μην υπάρχει αύριο».

Και τελικά, με τους ρόλους πρέπει κανείς να ταυτίζεται; «Οχι, θεωρώ πιο χρήσιμη την απόσταση από τον ρόλο ώστε να συγκεντρώνομαι αποκλειστικά στον τραγουδιστικό τομέα. Αν ταυτιστείς συναισθηματικά πολύ με τον ρόλο, αποφορτίζεται η τεχνική συγκέντρωση στο τραγούδι. Αν δεν βρεις την ισορροπία ανάμεσα στη μουσική και την υποκριτική, χαμένο συνήθως βγαίνει το τραγούδι».

 

Στο Ζάλτσμπουργκ με δύο σταρ

«Οταν πριν από ένα χρόνο μού έγινε πρόταση για το πασχαλινό φεστιβάλ του Ζάλτσμπουργκ χάρηκα πάρα πολύ, όχι μόνο λόγω της σημασίας του φεστιβάλ στη γενέτειρα πόλη του Μότσαρτ, αλλά και λόγω των σπουδαίων συντελεστών, με πρώτον και καλύτερο τον εξαιρετικό τενόρο Γιόνας Κάουφμαν και τον μαέστρο Κρίστιαν Τίλεμαν. Ηταν σπάνια εμπειρία η περίοδος που κάναμε πρόβες αλλά και οι δύο παραστάσεις. Αυτό το υψηλό επίπεδο επαγγελματισμού δημιουργεί ιδανικές συνθήκες συνεργασίας. Πολλές φορές οι πρόβες σε ένα θέατρο, όπου τραγουδάς για πρώτη φορά, με νέους συνεργάτες, έχουν μεγάλες δόσεις αμηχανίας και απαιτείται χρόνος για να εγκλιματιστείς. Στους «Παλιάτσους» του Ζάλτσμπουργκ ένιωσα το ακριβώς αντίθετο: τις τρεις βδομάδες που κράτησαν οι πρόβες ήταν σαν να δούλευα με παλιούς και γνώριμους συνεργάτες. Σαν να ήμουν εδώ, στη Λυρική».

Της Ματούλας Κουστένη από το efsyn.gr