Πάνω από 4.000 εκθέματα, 13 περίπτερα, πλούσιο οπτικοακουστικό υλικό, σπάνιες φωτογραφίες και περισσότερες από 30 παράλληλες εκδηλώσεις θα ξανασυστήσουν την ελληνική δεκαετία του '80 στα ίδια της τα παιδιά, τα οποία καλούνται πλέον να τη δουν και με άλλο μάτι: να θυμηθούν, να αναστοχαστούν, ν' ανακαλύψουν, να επαναξιολογήσουν, ακόμα και να συμμετέχουν στην εικονική αναβίωση μιας εποχής που πυροδότησε μια σειρά κομβικών εξελίξεων κι αλλαγών.
Στο εγχείρημα αυτό συμμετέχει η Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών του Ιδρύματος Ωνάση, καθώς επίσης ένα πλήθος φορέων, επιστημόνων, πνευματικών ανθρώπων αλλά και απλού κόσμου που δανείζει αντικείμενα και φωτογραφίες του. Επιμελητές και επιστημονικά υπεύθυνοι της έκθεσης είναι ο Βασίλης Βαμβακάς, επίκουρος καθηγητής Κοινωνιολογίας της Επικοινωνίας στο Τμήμα Δημοσιογραφίας και ΜΜΕ του ΑΠΘ, και ο Μεσσήνιος Παναγής Παναγιωτόπουλος, επίκουρος καθηγητής Κοινωνιολογίας στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης του ΕΚΠΑ - με τον οποίο μιλήσαμε για τη δυναμική, τις ελευθερίες, τις βαθιές αντιφάσεις, τις τεχνολογικές εξελίξεις, ακόμα και την αμφιλεγόμενη μόδα των 80s. Συγκρίναμε εποχές και κοινωνίες... κι αναλογιστήκαμε την ευθύνη που βαραίνει τη γενιά μας, όπως και τους διοργανωτές μιας τόσο πρωτότυπης, πλατιάς και φιλόδοξης έκθεσης.
- Τα 80s είχαν πολύ έντονες αντιθέσεις μα και τεράστιες συνθέσεις. Πώς επηρέασαν το «συλλογικό μας υποσυνείδητο»; Με τι προσόντα και τι τραύματα εφοδίασαν τη γενιά που είναι σήμερα στα πράγματα;
«Οπως είπατε, τα 80s είχαν ό,τι έχει μια σύγχρονη κοινωνία: μεγάλους ανταγωνισμούς και συνθέσεις, τρόπους συνύπαρξης, υπερβάσεις και εμπλοκές. Δεν ξέρω αν υπάρχει συλλογικό υποσυνείδητο, αλλά σίγουρα έχουν αφήσει ένα διπλό αποτύπωμα: Αφενός μία -αδύναμη σήμερα αλλά άσβεστη- επιθυμία για δυτικού τύπου ζωή, ελευθερίες, κατανάλωση και, κυρίως, τη βεβαιότητα ότι μπορούμε να ζούμε καλύτερα από γενιά σε γενιά. Και αφετέρου, το αντίθετό της. Τη βεβαιότητα ότι το μέλλον μας είναι στο κράτος, ότι μέσα από τη δική του μισθοδοσία θα διασφαλίζουμε το ευ ζην - μαζί με μια, ας μην κρυβόμαστε, αποδυναμωμένη ηθική της εργασίας.
Αυτά τα δύο αντιπαρατίθενται τα τελευταία χρόνια, χωρίς να μπορεί να επικρατήσει κάτι. Είμαστε σήμερα μια μπλοκαρισμένη κοινωνία, με μια πολιτική ελίτ αρχαϊκή, που στην πλειονότητά της παραπέμπει στο παρελθόν, μιας και νιώθει ότι δεν έχει τίποτα να προβάλει για το μέλλον μας. Και προς το παρόν η γενιά της ευμάρειας και της δημοκρατίας, οι σημερινοί 40+, η δική μου γενιά, όταν αναλαμβάνει την εξουσία δεν δείχνει ικανή να διαιωνίσει τα αγαθά που κληρονόμησε: την ευμάρεια και τη δημοκρατία».
- Τι απέγινε λοιπόν εκείνη η δυναμική «απογείωσης» της χώρας; Μοιάζουμε να έχουμε μείνει από καύσιμα, να μην υπάρχουν πια οι εκρηκτικές δυνάμεις που ωθούν μπροστά μια κοινωνία...
«Δεν ξέρω αν υπήρξε ποτέ μετά το τέλος του '60 κάποια απογείωση της χώρας. Υπήρξε όμως σταθερή μεγέθυνση ή και ανάπτυξη. Μια ανοδική τροχιά, που βελτίωσε με τρόπο εντυπωσιακό τη ζωή των ανθρώπων. Οι σημερινές ύβρεις κατά της Μεταπολίτευσης είναι μια κακόφωνη ωδή στη μιζέρια, τη φτώχια, την ανελευθερία και την κοινωνική ανισότητα.
Βέβαια, γνωρίζουμε πλέον ότι το ελληνικό παραγωγικό και κοινωνικό μοντέλο της μεταπολιτευτικής ευμάρειας και του γρήγορου εκδημοκρατισμού δεν μπόρεσε να αποκωδικοποιήσει τη μείζονα πληροφορία του τέλους του 20ού αιώνα: την παγκοσμιοποίηση, τη διασύνδεση των οικονομιών και το γεγονός ότι η Ευρώπη θα είχε να υποστεί τις συνέπειες μιας παγκόσμιας αναδιανομής, προς όφελος του πρώην τρίτου κόσμου και εις βάρος της. Ετσι, πήγαμε αμέριμνοι πάνω στον τοίχο.
Από την άλλη έχετε δίκιο να σημειώνετε ότι η κοινωνία δεν μοιάζει πια να θέλει να πάει μπροστά. Είναι σε έναν κλοιό ανασφάλειας, φόβου και απραξίας σε μεγάλο βαθμό. Αλλά δεν πρέπει να της κουνάμε το δάχτυλο. Το αίτημα της προόδου, της καλύτερης ζωής, της πιο δίκαιης μοιρασιάς ενός μεγαλύτερου πλούτου, μπορεί να επανέλθει. Οι ρίζες του της ευδαιμονίας δεν έχουν κοπεί. Απλά αντλούν -για πόσο ακόμα;- λίγο υπόγειο νερό, ελλείψει βρόχινου ποτίσματος».
- Εστιάζοντας στη «μεταβατική» δεκαετία του '80, ποιες διαφορές διακρίνουμε καταρχάς ανάμεσα στην Ελλάδα και τον υπόλοιπο δυτικό κόσμο, αλλά και μεταξύ Αθήνας - επαρχίας;
«Είναι η εποχή που, παρά την αντιδυτική ρητορική, η χώρα μας προσέγγισε σε μεγάλο βαθμό τον δυτικό τρόπο ζωής. Οχι ότι η Ελλάδα υπήρξε ποτέ τριτοκοσμική (πρόκειται για ένα επαναλαμβανόμενο λάθος και μια εμμονική φαντασίωση, ανθρώπων που αρνούνται να καταλάβουν την ιδιότυπη αλλά βαθιά ευρωπαϊκότητα της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας και της ίδιας της εθνικής μας ταυτότητας, όπως αυτή οδήγησε στη γέννηση του ελληνικού κράτους). Ούτε ότι διεπόταν από κάποιον ριζωμένο αντιδυτικό κανόνα. Δεν ήταν όμως και μια συστηματικά αστικοποιημένη κοινωνία η Ελλάδα το 1980. Ούτε καν μια εδραιωμένη δημοκρατία - παρότι η μετάβαση του 1974, από τη χούντα στο νέο δημοκρατικό πολίτευμα, πρέπει να θεωρηθεί εξαιρετικά επιτυχής. Ηταν όμως μια κοινωνία που είχε ακόμα το χάραγμα των μεταπολεμικών διαχωρισμών, ανισοτήτων και αδικιών. Και μια μεγάλη μουντάδα... Μια γκρίζα χώρα, όπως ήταν τα ταξί της Αθήνας μέχρι το 1981.
Η Ελλάδα του '80 δεν είναι μια έγχρωμη κι ανάλαφρη επιφάνεια, δεν είναι η πίστα μιας διασκεδαστικής ντίσκο. Είναι όμως και αυτό, αρχίζει να είναι και αυτό. Μια κοινωνία όπου οι άνθρωποι αρχίζουν να πιστεύουν ότι δικαιούνται να απολαμβάνουν τα αγαθά της αμεσότητας, να αναπτύσσουν το συναίσθημά τους ανεξάρτητα από το φύλο τους ή την ηλικία τους ή την κοινωνική τους θέση. Απ' αυτή την άποψη ο εκδυτικισμός των ηθών και της καθημερινότητας έγινε το βίωμα της εποχής.
Από την άλλη, όπως λέγαμε και νωρίτερα, οι αρχαϊσμοί του πελατειακού κράτους και της προσοδοθηρίας ειδικών ομάδων με προνομιακές σχέσεις με το πολιτικό σύστημα (π.χ. ΔΕΚΟ), αντί να υποχωρούν, παγιώνονταν κι έτρωγαν τις σάρκες της παραγωγής και της ιδιωτικής οικονομίας. Με συνοδευτική ιδεολογία μια σοσιαλίζουσα εξίσωση των πάντων προς τα κάτω.
Οσον αφορά την Αθήνα και την επαρχία, τα πράγματα είναι αρκετά σύνθετα. Η εσωτερική μετανάστευση δεν ήταν πια το κατεξοχήν κοινωνικό φαινόμενο, όπως στις προηγούμενες δεκαετίες, και πράγματι το ΠΑΣΟΚ έκανε έργα, στην επαρχία. Μικρά, πολλά και στοχευμένα, συνήθως ουσιώδη έργα που ενοποίησαν την επικράτεια σε επίπεδο υποδομών κοινωνικής πρόνοιας και βιοτικού επιπέδου. Ομως η χώρα δεν ενοποιήθηκε επαρκώς· οι εισοδηματικές διαφορές μεταξύ Αθηνών και περιφέρειας, εκεί που δεν υπήρχαν αγροτικές επιδοτήσεις (δίκαιες ή απατεωνίστικες), παρέμειναν μεγάλες. Εργα υποδομών σημαντικά, που θα μείωναν κόστος-χρόνο-απόσταση, δεν έγιναν».
- Παραγνωρίζουμε συνήθως ότι -όπως κι εσείς επισημαίνετε- στα 80s εδραιώθηκαν ελευθερίες που σήμερα θεωρούμε απολύτως δεδομένες. Ηταν η αρχή της αποθέωσης της προσωπικής επιλογής;
«Εδραιώθηκαν πράγματι πολλές ελευθερίες, που σήμερα μάλιστα κινδυνεύουν για λόγους πολιτικούς και για λόγους οικονομικούς. Η ελευθερία της έκφρασης, η ελευθερία στην προγαμιαία ερωτική εμπειρία (διόλου αυτονόητη σε μαζικό επίπεδο μέχρι τότε), η ελευθερία του αυτοπροσδιορισμού (μέσα από τη μουσική, τα ρούχα, το στιλ, τη σεξουαλική ταυτότητα), η ελευθερία κατασκευής ενός προσωπικού γούστου μέσα από την κατανάλωση...
Μαζί όμως η δεκαετία του '80 ήταν και ανελεύθερη. Στα επαγγέλματα, στην οικονομία και τους αναχρονιστικούς κρατικούς περιορισμούς της, στο επίπεδο των ατομικών δικαιωμάτων και των μειονοτικών δικαιωμάτων (παρότι υπήρξε πρόοδος τότε σε αυτόν τον τομέα), και φυσικά στα ΜΜΕ. Η εικόνα είναι μικτή συνεπώς, όπως σε πολλά πεδία της κοινωνικής και πολιτικής δράσης στα χρόνια της Μεταπολίτευσης».
- Στα 80s απενοχοποιήθηκε κι η διασκέδαση, η μαζική επιδίωξη της ευδαιμονίας, ακόμα και της πολυτέλειας. Εκδημοκρατισμός και γέννηση της μεσαίας τάξης; Ή... παγίδα του νικητή καπιταλισμού;
«Απενοχοποιήθηκε, ναι, γιατί επεκτάθηκε η αίσθηση ότι δικαιούμαστε να ευτυχήσουμε, ότι αυτός είναι ο σκοπός του βίου - και όχι κάποια τελετουργική σεμνότητας ή κάποιος ηθικός κύκλος ζωής. Κι όταν λέω ότι επεκτάθηκε, εννοώ ότι σε αυτόν τον τρόπο ζωής και στις αντιφάσεις του απέκτησαν πρόσβαση και οι άλλοτε φτωχοί. Μη νομίζετε ότι οι τελευταίοι δεν υπήρχαν πιο πριν, εκτός καπιταλισμού, ήταν απλά πολύ πιο καταπιεσμένοι και ανίσχυροι. Αυτό σημαίνει ότι υπάρχουν πολλές εκδοχές του καπιταλισμού, και στρώματα κι επίπεδα της καπιταλιστικής μας ιστορίας. Και τι θα πει "παγίδα"; Παγίδα για να κερδίσει ποιος και τι; Ο καπιταλισμός δεν έχει υπόσταση, βούληση και σχέδια. Είναι διαδικασίες και συγκρούσεις, ισορροπίες κι εξελίξεις. Και κάτι ακόμα: Ο ελληνικός καπιταλισμός της μικροϊδιοκτησίας, έτσι όπως υπεροργανώθηκε από το κράτος της δεκαετία του '80, μάλλον δεν χαρακτηρίζεται για τη σκληρότητά του, ούτε για την αποτελεσματικότητά του. Εξάλλου, μην ξεχνάμε ότι η δεκαετία του '80 είναι ακριβώς και η εποχή των τελευταίων σπασμών των μαρξιστικών-λενινιστικών καθεστώτων, πριν από την οριστική εξαΰλωσή τους το '89-'91».
- Η δεκαετία του '80 εισήγαγε μαζικά την τεχνολογία στην καθημερινότητά μας. Πώς αναστοχάζεται η έκθεση «GR80s» τις τεχνοφοβικές αντιδράσεις της εποχής;
«Περισσότερο ασχολούμαστε με τα ιδεολογήματα περί ελληνικής τεχνολογικής αυτάρκειας - και ναι, θα εκθέσουμε τους μύθους αυτούς κι όχι κάποιες μη υπαρκτές "πραγματικότητες". Από την άλλη, θα απογράψουμε την ταχύτατη εξοικείωση των Ελλήνων με την οικιακή μικροτεχνολογία της διασκέδασης και των καταναλωτικών ανέσεων».
- Αναρωτιέμαι συχνά, γιατί επιτιμούμε τόσο τη μόδα, την αισθητική των 80s. Και στα 60s-70s κυριαρχούσαν π.χ. κραυγαλέα χρώματα, γραμμές, μοτίβα, κομμώσεις. Γιατί χλευάζουμε έτσι την «ογδονταρία»;
«Τη χλευάζουμε και ταυτοχρόνως την αποδεχόμαστε ως κάτι πολύ δικό μας. Και είναι ένα διεθνές φαινόμενο αυτό. Πρόκειται για μια περίοδο όπου επικρατεί ο εκδημοκρατισμός και εδώ, στην ένδυση για παράδειγμα. Ταυτόχρονα είναι μια φάση κατά την οποία οι άνθρωποι νιώθουν μαζικά ότι μπορούν να διαμορφώσουν ελεύθερα την εικόνα τους, κατά το δοκούν. Είναι η πρώτη δεκαετία στην Ελλάδα όπου η κοινωνία έχει απορρίψει με τόσο καθολικό τρόπο τη συλλογική υποχρεωτική ένδυση, δηλαδή τις στολές.
Ενα άλλο στοιχείο είναι πως οι προηγούμενες δεκαετίες έχουν μεγάλες κοινωνικές διαστρωματώσεις. Οι μεγάλες γυναίκες στην ύπαιθρο και στις πόλεις ουσιαστικά ντύνονται σε ένα πλαίσιο που ορίζεται από κοινωνικούς περιορισμούς, λειτουργικές ανάγκες και σπανιότητα πόρων. Αυτό κάνει το χώρο της μόδας να είναι ουσιαστικά ελεγχόμενος από τα ανώτερα στρώματα και τους σχεδιαστές. Δηλαδή μπορεί να υπάρξει ένα περιφρουρημένο και "νόμιμο" γούστο που κυριαρχεί. Στη δεκαετία του '80 όμως, οι φραγμοί έχουν καταρρεύσει - κι αυτό φτιάχνει μια αναρχική αίσθηση ελευθερίας και μαζικού πειραματισμού. Νομίζω ότι όλη αυτή τη διάσταση θα αποτυπωθεί με καθαρό τρόπο στην έκθεσή μας».
- Η έκθεση μιας εποχής... είναι εξ ορισμού ένα απαιτητικό, φιλόδοξο εγχείρημα. Εχετε ανησυχίες για την επιτυχία της; Κι αν ναι, πού εστιάζονται κυρίως;
«Το εγχείρημα είναι πράγματι απαιτητικό. Με το Βασίλη Βαμβακά και την Τεχνόπολη του Δήμου Αθηναίων, καθώς και με την ενεργό αρωγή της Στέγης Γραμμάτων του Ιδρύματος Ωνάση, έχουμε συγκροτήσει μια μεγάλη ομάδα συνεργατών και επιμελητών που δέχτηκαν να πάρουν μαζί μας το ρίσκο της διαγώνιας και ψύχραιμης προσέγγισης των πιο σημαντικών μορφών κοινωνικής και πολιτικής ζωής στην Ελλάδα της περασμένης τριακονταετίας.
Είναι κάτι που δεν έχει ξαναγίνει στην Ελλάδα και το οποίο απαιτεί πληθώρα ενεργειών, δύναμη, υποστήριξη από φίλους και πολίτες που δείχνουν μια αυθεντική διάθεση συνεισφοράς. Η τελευταία είναι συγκινητική, γιατί υλοποιείται μέσα από τη συμμετοχική διαδικασία του δανεισμού δικών τους αντικειμένων και φωτογραφιών.
Αυτό είναι ένα ακόμα καινοτόμο στοιχείο: Ζητάμε από τους ανθρώπους να επιμεληθούν και να οργανώσουν μόνοι τους και μαζί μας την ίδια την έκθεση και την ίδια τους τη μνήμη. Απευθυνόμαστε στο ευρύ κοινό, σε όλους τους ανθρώπους που έχουν περιέργεια και αναζητούν μια δημιουργική ματιά στην ίδια την πρόσφατη ιστορία μας. Αρα πράγματι έχουμε την αγωνία της ευθύνης, απέναντι σε αυτούς τους δυνητικούς συνομιλητές μας».