Κυριακή, 18 Δεκεμβρίου 2016 07:57

Ο Μπάμπης Χατζηδάκης για την Κουβανή "Μαγείρισσα"

Ο Μπάμπης Χατζηδάκης για την Κουβανή "Μαγείρισσα"

 

Σαράντα χρόνια από την ιστορία της Κούβας θα ζωντανέψουν την ερχόμενη Τετάρτη και Πέμπτη στο ΔΗΠΕΘΕ της Καλαμάτας, ιδωμένα μέσα από την κουζίνα ενός αρχοντικού και την προσωπική ιστορία της μαγείρισσας. Η παράσταση «La Cocinera» του Εδουάρδο Ματσάδο, σε σκηνοθεσία Λ. Παπαδόπουλου, σήμερα είναι πιο επίκαιρη από ποτέ - καθώς αρχίζει με την έλευση του Κάστρο, και χρησιμοποιώντας την πολιτική ως φόντο ξετυλίγει την ανθρώπινη ιστορία μιας υπόσχεσης... την οποία δίνει η μαγείρισσα στ' αφεντικά της καθώς φεύγουν κυνηγημένα μαζί με το παλιό καθεστώς.

Δίπλα στην Αλεξάνδρα Παλαιολόγου που ενσαρκώνει την cocinera, τη μαγείρισσα, στέκεται ως Κάρλος ο Μπάμπης Χατζηδάκης. Ενας ηθοποιός πολύ αγαπητός στο κοινό, γνωστός από το θέατρο, την τηλεόραση, το σινεμά... ο οποίος μας μιλά εδώ για την παράσταση που θα δούμε σε λίγες μέρες, μα και για τις επαναστάσεις, τη μαγειρική, την καθημερινότητα της ελληνικής κρίσης και τις θεατρικές του αγάπες.

- Το έργο ξεκινά όταν ο Φιντέλ Κάστρο ανατρέπει τον Μπατίστα, κι εδώ θα το δούμε λίγες μέρες μετά το θάνατο του Κάστρο και το κλείσιμο ενός τεράστιου κύκλου. Πώς συνομιλεί αυτή η επικαιρότητα με τη δική σας παράσταση; 

«Το έργο πραγματεύεται μια περίοδο 40 ετών, από την είσοδο του Κάστρο στην Αβάνα. Βλέπουμε όλη την ιστορία όπως εξελίσσεται στην Κούβα, μέσα από μια κουζίνα ενός παλιού αρχοντικού, το οποίο ανήκε σε ανθρώπους του Μπατίστα που έφυγαν μαζί του το 1959. Με αυτή την έννοια το έργο συνομιλεί απολύτως με την επικαιρότητα. Αλλά δεν νομίζω ότι έπρεπε να πεθάνει ο Κάστρο για να έρθει στην επικαιρότητα: Είναι ένα έργο το οποίο, με αφορμή αυτά τα γεγονότα, παρακολουθεί την ψυχολογική πορεία των ηρώων. Οπότε ήταν έτσι κι αλλιώς επίκαιρο, διαχρονικό· απλώς η συγκυρία αυτό το εντείνει».

- Συχνά κοιτάζουμε ρομαντικά τις επαναστάσεις κι αποδεχόμαστε πρόθυμα ότι στο ξέσπασμα αλλά και στη μετέπειτα πορεία εδραίωσής τους... ο σκοπός αγιάζει τα μέσα. Παραβλέπουμε δηλαδή τη βία και την καταπίεση, που δεν τα συγχωρούμε π.χ. σ' ένα πραξικόπημα - το οποίο βεβαίως, επίσης αυτοαποκαλείται επανάσταση. Πώς το σχολιάζετε;

«Καταρχάς μια επανάσταση δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς βία. Η μοναδική περίπτωση επανάστασης που δεν χρησιμοποίησε βία ήταν αυτή του Γκάντι. Επανάσταση σημαίνει ότι ανατρέπεται αυτό που έχει επιβληθεί ως νόμος και ως τάξη, από την πλειοψηφία του λαού. Επειδή λοιπόν οι άνθρωποι υπερασπίζονται τα συμφέροντά τους, έρχονται αντιμέτωποι και υπάρχει βία. Τώρα το αν αυτό είναι σωστό ή όχι... δεν απαντιέται απλά. Υποθέτω ότι είναι σωστό επειδή δεν μπορεί να γίνει αλλιώς. Εξαρτάται και από τους λαούς. Στην Ινδία συνέβη έτσι επειδή ο λαός μπορούσε να το υποστηρίξει έτσι. Εδώ, αλλά και σε ολόκληρη τη Δύση, δε νομίζω ότι θα μπορούσε ποτέ να συμβεί κάτι τέτοιο. Κι αν μπορούσε, θα έπαιρνε πάρα πολλά χρόνια - τόσα, που οι αρχικοί πρωταγωνιστές δεν θα μπορούσαν να δουν το αποτέλεσμα αυτής της αλλαγή και της μετάβασης».

- Πώς κυλάει η προσωπική ζωή της «Μαγείρισσας», στο περιθώριο της πολιτικής; Πώς φωτίζεται σ' ένα τέτοιο πλαίσιο η πίστη σ' ένα καθήκον, η εμμονή σε μια υπόσχεση, έναν όρκο;

«Από κάθε πλευρά φωτίζεται. Μια γυναίκα λέει ότι θα συντηρήσει κάτι που δεν της ανήκει - και θέλει να το συντηρήσει δεδομένου ότι έδωσε την υπόσχεσή της στην κυρία της πριν φύγει, ότι δεν θα αφήσει κανέναν να μπει. Μα δεν έχει την εξουσία να εμποδίσει κανέναν να μπει μες στο σπίτι... Φαίνεται λοιπόν ότι κάποιοι άνθρωποι βοηθούν, οι οποίοι η ίδια νομίζει ότι δεν βοηθούν. 

Σε κάθε περίπτωση, η εμμονή της να κρατήσει τον όρκο της δίνει μια αξία στο έργο λίγο διαφορετική απ' ό,τι θα είχε εάν εξέταζε κανείς σκέτα τα γεγονότα. Θέλω να πω ότι, αν το δούμε ξερά, μπορεί να πει κανείς "α, ναι, ένας άνθρωπος εκεί που ανατράπηκε ένα καθεστώς έχει δώσει την υπόσχεσή του να κρατήσει ένα τεράστιο σπίτι και να το παραδώσει όταν επιστρέψει πάλι η κυρία του". Ομως αυτό το σπίτι έχει δημευτεί. Η νέα κυβέρνηση δεν θα επέτρεπε ποτέ όσο είναι στην εξουσία να παραδοθεί το σπίτι στους παλιούς του ιδιοκτήτες - αλλά όχι μόνο αυτό: Δεν θα επέτρεπε να μην ζει κανένας μέσα και να κατοικεί εκεί μόνο η γυναίκα που μαγειρεύει. Αρα για να συμβεί αυτό σημαίνει ότι βοηθούν κάποιοι άνθρωποι, κι ας μην το πιστεύει η ίδια. Ετσι, με αυτή την αφορμή, φωτίζεται η πίστη της μαγείρισσας, η πίστη αυτής της γυναίκας σε κάποια ιδεώδη. Ουσιαστικά δηλαδή, το έργο δεν πραγματεύεται την Ιστορία: Η Ιστορία βοηθάει ώστε να φωτιστούν οι ψυχικές αξίες των ηρώων».

- Πέρα από την πολιτική ή την υπαρξιακή του διάσταση, το «La Cocinera» ακουμπάει διακριτικά την επικαιρότητα κι απ' την πλευρά της γαστρονομίας και του υλικού πολιτισμού. Τι συμβολίζει για εσάς η μαγειρική και η αυξανόμενη ενασχόλησή μας μαζί της;

«Αυτά είναι δύο ξεχωριστά κομμάτια. Η αυξανόμενη ενασχόλησή μας μαζί της δηλώνει την πενία του Συστήματος - όχι ακριβώς του πολιτικού, αλλά μάλλον του επιχειρηματικού Συστήματος το οποίο μοιάζει να κυβερνάει. Επειδή δηλαδή τα κανάλια έχουν αφενός την ανάγκη να σημειώνουν υψηλές θεαματικότητες και αφετέρου την υποχρέωση να παρέχουν ελληνικό πρόγραμμα, βάζουν ό,τι πιο φτηνό υπάρχει, που να πληροί αυτές τις προϋποθέσεις: να το βλέπει ο κόσμος και να μην αλλάζει εύκολα κανάλι, με όσο το δυνατόν χαμηλότερο κόστος. Πληρώνουν ουσιαστικά έναν άνθρωπο ο οποίος μαγειρεύει και σου δίνει τα φώτα του, και τα καλύπτουν όλα. Ενώ αν έκαναν μια μυθοπλασία, η οποία θα προχωρούσε και λίγο τον κόσμο ένα βήμα παραπάνω, πέρα από τη γαστρονομία, η παραγωγή θα τους κόστιζε πολύ περισσότερα χρήματα. Ετσι, αυτό το κομμάτι έρχεται και μας "επιβάλλεται" σχεδόν.

Από την άλλη μεριά, είναι κι ένα κομμάτι που δεν μπορείς να το πεις κι αμελητέο. Δεν μπορείς εύκολα να πεις "έλα τώρα, δεν θ' ασχοληθώ εγώ με το στομάχι, η τροφή του πνεύματος είναι σημαντικότερη" - αν και κάποιοι πιστεύουν ακριβώς αυτό. Αλλά τέλος πάντων δεν μπορείς αυτή την πτυχή να την πετάξεις όλη στην άκρη. Ετσι και το έργο δημιουργεί κι από αυτή την άποψη μια, εντός ή εκτός εισαγωγικών, επικαιρότητα.

Πέρα κι από αυτό όμως, το μαγείρεμα καθαυτό παραπέμπει σε κάτι γενικότερο. Η ίδια η λέξη "μαγειρεύω" σημαίνει ότι ανακατεύω κάποια καλά υλικά για να βγάλω ένα καλό αποτέλεσμα, το οποίο -στην κυριολεξία- θα ικανοποιεί τον ουρανίσκο μου, τη γαστροοισοφαγική μου κοιλότητα. Θα μου αρέσει. Ε, αυτό το μαγείρεμα όμως μπορεί να συμβαίνει και πολιτικά, μπορεί να συμβαίνει και ερωτικά... όπως συμβαίνει και στο φαγητό. Αυτή η έννοια λοιπόν έρχεται και τα ενοποιεί όλα - γιατί πραγματικά ο θεατής της «Μαγείρισσας» θα παρακολουθήσει διάφορα πράγματα τα οποία γίνονται και μαγειρεύονται, με στόχο οι αξίες αυτές που πραγματεύεται το έργο να κρατηθούν».

- Ποια είναι τα βιώματά σας από την καθημερινότητα στην Ελλάδα της ύφεσης και τι αισθάνεστε για το μέλλον; 

«Περνάω κι εγώ όπως περνάνε όλοι. Δύσκολα. Είναι γενικά μια περίοδος πολύ δύσκολη, το τονίζω αυτό. Αντιμετωπίσω λοιπόν κι εγώ τις δυσκολίες που αντιμετωπίζει, φαντάζομαι, όλος ο πληθυσμός. Κι αν πρέπει υποχρεωτικά να μιλήσω αποκλειστικά για τον εαυτό μου, εγώ, λοιπόν, περνάω πολύ δύσκολα. Τα οικονομικά είναι σ' ένα άθλιο χάλι και πρέπει να κάνω αλχημείες, να κάνω συνεχώς μαγειρέματα -όπως λέγαμε και πριν- για να μπορέσει να "δέσει" αυτό που λέγεται ζωή και επιβίωση. 

Οσο για το αν βλέπω κάτι στο μέλλον; Τι να σας πω. Η ελπίδα πεθαίνει τελευταία».

- Η συμμετοχή σας στη συγκεκριμένη παράσταση επηρέασε κατά κάποιον τρόπο τη ματιά σας πάνω στην κοινωνική μας πραγματικότητα, αλλά και στις ιδιωτικές σας σχέσεις;

«Κάθε φορά που ασχολείται κάποιος μ' ένα κείμενο, που δουλεύει για ν' ανέβει ένα έργο, όπως κι ένας ο αναγνώστης που διαβάζει ένα βιβλίο ή αφοσιώνεται σ' ένα καλλιτέχνημα, οπωσδήποτε επηρεάζεται. Βεβαίως λοιπόν και τώρα επηρεάστηκα. Δεν γίνεται να προσπαθήσω να κατανοήσω τους λόγους για τους οποίους ένας ήρωας κινείται όπως κινείται, κι αυτό να μη με επηρεάσει στη ζωή μου. Εχω παρατηρήσει μάλιστα, ότι όσο διάστημα παίζω ένα ρόλο, αυτός φαίνεται να επηρεάζει και την καθημερινή μου συμπεριφορά. Τώρα πιάνω τον εαυτό μου να κινείται λίγο σαν τον Κάρλος. Δεν μπορώ να τα ξεχωρίσω απόλυτα και να πω "τώρα πάω να κάνω τη δουλειά μου" και μετά να την αφήσω όλη πίσω. Προς θεού, δεν είμαι ο Κάρλος! Αλλά να, αυτό το διάστημα νιώθω πως είμαι λίγο πιο απόλυτος σε κάποια θέματα. Λίγο πιο τρυφερός σε κάποια άλλα...».

- Εχετε μια πλούσια καριέρα που περιλαμβάνει και πολλές τηλεοπτικές δουλειές, καθώς επίσης αξιόλογες κινηματογραφικές συμμετοχές. Ποιους ρόλους αγαπάτε περισσότερο; Υπάρχει κάποιος ήρωας που θεωρείτε alter ego σας;

«Οχι σε τέτοιο βαθμό... Θα το πω πολύ γενικά: Αγαπώ τα έργα που δραματουργικά είναι σωστά δομημένα - και ευτυχώς αυτά είναι πάρα πολλά. Μ' αυτή την έννοια λοιπόν έχω πολλές αγάπες, πάρα πολλές. Τώρα, αν με ρωτήσει κανείς αν θέλω να παίξω Αμλετ, αν θέλω να παίξω Οιδίποδα Τύραννο, τέτοιους ρόλους, ναι, όλα αυτά υπάρχουν στο μυαλό μου, ως αγάπες. Χρειάζεται όμως να βρεθούν οι κατάλληλοι συντελεστές, οι κατάλληλοι άνθρωποι που αυτό το οποίο αγαπάω εγώ να το αγαπάνε κι εκείνοι, αυτό που πιστεύω εγώ να το πιστεύουν κι εκείνοι. Γιατί το θέατρο δεν είναι μια μοναχική τέχνη, είναι συνεργασία. Χρειάζεται λοιπόν, στο σωστό χρόνο, να συγκροτηθεί μια ομάδα που να έχει την ίδια αγάπη για τα ίδια πράγματα - κι επίσης να έχει ταλέντο, πίστη και αφοσίωση».