Αλλωστε η Μανίνα γράφει γενικώς, από παιδάκι. Εχει στο ενεργητικό της άπειρα κείμενα: άρθρα, ρεπορτάζ, σενάρια, μεταφράσεις, αλλά και δικά της βιβλία. Ολα σε γλώσσα αυστηρά... καθομιλούμενη, «χωρίς τζιριτζάντζουλες». Ετσι είναι γραμμένο και το τελευταίο της βιβλίο - όπου αυτή τη φορά γυρνάει το βλέμμα έναν αιώνα πίσω, για να αφηγηθεί ιστορίες κοριτσιών που κρύφτηκαν σε αντρικό παρουσιαστικό, μήπως διαβούν αόρατα τις κακοτοπιές της Ιστορίας.
- Κοιτάζοντας το τελευταίο σας βιβλίο αναρωτιόμουν πόσες αναγνώσεις μπορεί να έχει ο τίτλος του: με πόσους τρόπους, δηλαδή, γίνονται τα κορίτσια αόρατα...
«Γίνεσαι αόρατη όταν θέλεις να κάνεις τη δουλειά σου με την ησυχία σου, όταν θέλεις να μην είναι θέμα το φύλο σου… για να περάσεις απαρατήρητη, για να επιβιώνεις πιο εύκολα. Από επιλογή σου δηλαδή – δεν αναφέρομαι στο “γίνομαι αόρατη λόγω ηλικίας”, που κι αυτό ισχύει, απλώς δεν με απασχολεί στα “Αόρατα κορίτσια”, ούτε και στη ζωή μου εδώ που τα λέμε. Μια δημοσιογράφος-συγγραφέας δεν έχει λόγους να ΜΗΝ είναι αόρατη…».
- «Κορίτσια»: μια λέξη που τη χρησιμοποιούμε μεταξύ μας οι γυναίκες ως τα βαθιά γεράματα. Τι δείχνει προς τα έξω και τι φυλάει στο εσωτερικό της;
«Δείχνει φρεσκάδα και ενθουσιασμό προς τα έξω. Στο εσωτερικό της φυλάει μια αθωότητα και μια προθυμία για ρίσκο, για πειραματισμό».
- Πώς αρχίζει να φουσκώνει μέσα σας μια ιδέα για βιβλίο, τι στάδια έχει αυτή η εγκυμοσύνη και πόσο ανώδυνος είναι ο τοκετός;
«Η ιδέα έρχεται από πράγματα που διαβάζω/βλέπω, από την επικαιρότητα σε συνδυασμό με τα όσα κουβαλάω μέσα μου, τα περισσότερα από τα οποία δεν τα συνειδητοποιώ. Ολες οι ιδέες μού κατεβαίνουν ενώ γράφω, εκτός από μερικές που εμφανίζονται ως οπτασίες στον ύπνο μου, τις λίγες νύχτες που κοιμάμαι σαν άνθρωπος.
Κάθε ιδέα θέλει δουλειά, δηλαδή γράψιμο, ψάξιμο, ξαναγράψιμο, πολλή σκέψη, περπάτημα για να κατακαθίσει η σκέψη, κι άλλο γράψιμο… Θα ήθελα να ήτανε πιο αυτόματη και πις-οφ-κέηκ η διαδικασία, αλλά δεν είναι…».
- Ο λόγος σας αποφεύγει όπως ο διάολος το λιβάνι τα περίπλοκα σχήματα, ενώ αποτίνει φόρο τιμής στην καθημερινή απλότητα, στην τρέχουσα επικαιρότητα, στην παρεξηγημένη ελαφρότητα. Ηταν φυσική επιλογή ή και συνειδητή προσπάθεια;
«Φυσική επιλογή: Γράφω όπως μου έρχεται, με ευκολία πια (σαράντα χρόνια φούρναρης) για να “με” διαβάσουν οι άνθρωποι κι όχι για να με διαβάζω εγώ μόνον. Με ενδιαφέρει η επικοινωνία μέσω του κειμένου, το να αγγίξω όσο γίνεται περισσότερο κόσμο. Αλλά και πάλι, δεν το κάνω επί τούτου – δεν λέω “θα γράψω έτσι κι όχι αλλιώς”. Βγαίνει από μόνο του το χιούμορ, η “παρεξηγημένη ελαφρότητα” που λες, που προτιμώ να τη λέω “απλότητα”. Μου αρέσει αυτό το είδος κειμένου: ευθύ, άμεσο, χωρίς τζιριτζάντζουλες, χαμογελαστό και ειλικρινές στις προθέσεις του».
- Συμβουλεύετε άγνωστους ανθρώπους για να γράψουν, αλλά και για να διευθετήσουν τα προσωπικά τους. Πώς σας προέκυψε αυτός ο ρόλος;
«Για το γράψιμο, δεν συμβουλεύω “αγνώστους”, καθόλου, μόνον γνωστούς, ανθρώπους που γίνονται ή θα μπορούσαν να γίνουν φίλοι μου, που μας συνδέει το κοινό μας πάθος/χούι (το γράψιμο). Ξεκίνησα το 2000 χάρη στον ποιητή Μίμη Σουλιώτη που μου πρότεινε να “διδάξω” γράψιμο στο Πανεπιστήμιο Δυτικής Μακεδονίας. Aρχισα να το ψάχνω, να διαβάζω σχετικά βιβλία, να το κυνηγάω το θέμα με μανία. Κάποια στιγμή έγραψα κι ένα εγχειρίδιο “Πώς να γράψεις”, για να μαζέψω όλες τις ασκήσεις κι όλα τα τιπς που έλεγα από δω κι από κει, να τα έχω συγκεντρωμένα σε ένα πακέτο.
Για τη στήλη περιοδικού στην οποία απαντάω σε γράμματα αναγνωστών… αυτό ξεκίνησε μέσα στα πλαίσια της δουλειάς σε περιοδικό. Οι αναγνώστριες έστελναν ερωτήματα κι εγώ προσπαθούσα να απαντήσω ανεβαστικά: όχι ακριβώς για πλάκα, αλλά ούτε και σαν ψυχανάλυση, ούτε καν σαν θεία Ολγα. Εχει μια ελαφράδα το περιοδικό, και οι στήλες τέτοιου είδους είναι στα σύννεφα, κανονικά».
- Τι κοινό έχουν τα θέματα που σας τραβάνε ως δημοσιογράφο κι αξίζουν να τους αφιερώσετε δυο λέξεις;
«Τα φεμινιστικά πρώτα πρώτα, τα θέματα ισότητας των δύο φύλων. Οτιδήποτε αγγίζει κοινωνικές αδικίες με ιντριγκάρει. Ο ρατσισμός απέναντι στους οροθετικούς π.χ., αλλά και ο ρατσισμός γενικότερα (φύλου, σεξουαλικού προσανατολισμού, χρώματος κ.λπ.) με απασχολεί σαν θεματολογία.
Δεν διαβάζω ποτέ ρεπορτάζ δυστυχημάτων – δεν μπορώ να κάνω τίποτα για κάτι φριχτό που συνέβη ήδη. Με ενδιαφέρουν μόνον οι καταστάσεις στις οποίες αισθάνομαι (έστω και λανθασμένα) ότι μπορώ να βάλω το χεράκι μου για να γίνουν καλύτερα τα πράγματα».
- Γράφετε στα περιοδικά απ' τη χρυσή τους εποχή των '80s. Πώς βλέπετε τη διαδρομή τους ως το σήμερα;
«Η χρυσή εποχή των περιοδικών έχει περάσει, διεθνώς δηλαδή, όχι μόνο στην Ελλάδα. Χαίρομαι που την έζησα με τα τσαρούχια αυτήν τη χρυσή εποχή, αλλά δεν κλαίω κιόλας που είμαστε σε άλλη φάση: Ετσι είναι η ζωή. Δεν έχει νόημα να σκας που αλλάζουν τα πράγματα».
- Τι σήμαινε το lifestyle για την Ελλάδα όταν ξεκινήσατε, και τι σημαίνει τώρα που οι αγελάδες είναι ισχνές κι απελπισμένες;
«Η έκφραση είναι παρεξηγημένη, το lifestyle σημαίνει “τρόπος ζωής”, δεν ξέρω από πού προέκυψε ότι τα περιοδικά των 80s-90s “προωθούσαν τον τρόπο ζωής”: Τίποτε δεν προωθούσαν, κατέγραφαν και σχολίαζαν μια πραγματικότητα με χιούμορ, σερβίροντας την πληροφόρηση με (αυτο)σαρκασμό. Και σήμερα σε ένα τυχαίο περιοδικό θα δείτε μια φωτογράφιση μόδας με ακριβά ρούχα, όπως τότε - μη φανταστείτε ότι σήμερα οι μόδες είναι με τσίτια, ότι τα μοντέλα ντύνονται από αμερικάνικες αγορές, άβαφτα και αχτένιστα! Οι ισχνές αγελάδες δεν καθρεφτίζονται στις σελίδες των περιοδικών, ούτε σήμερα ούτε ποτέ. Σε κάποια άρθρα, ναι, μπορεί να διαβάσεις για την κρίση και την αφραγκία των πολιτών, αλλά όχι στις σελίδες της μόδας, της αγοράς, των κοσμικών κ.λπ. Tο περιοδικό σε βοηθάει να ξεχαστείς, το “χαζεύεις” ενώ περιμένεις στον προθάλαμο του οδοντογιατρού και ξεχνάς τον πόνο σου. Αυτή είναι η δουλειά του, είναι ο Καραγκιόζης του 20ού-21ου αιώνα. Αν σε διασκεδάζει και σε επιμορφώνει ταυτόχρονα, ακόμα καλύτερα…».
Η Μανίνα Ζουμπουλάκη μεγάλωσε στην Καβάλα και γράφει από τα 10. Σπούδασε Ιστορία της Τέχνης και Σωματική Αγωγή, στην Αμερική. Γράφει στα περιοδικά από την αρχή της δεκαετίας του '80 μέχρι σήμερα. Εχει δουλέψει στον "Ταχυδρόμο" ('82-'89), στα "Πρόσωπα", στα "Κλικ", "Diva", "Μen" ('89-'93), "Nitro", "Down Town", "Elle", "Time out", "PinkWoman", "Athens voice", "Look", και "Home", ως δημοσιογράφος. Εχει μεταφράσει περί τα 30 βιβλία για τις Εκδόσεις Κάκτος (μεταξύ των οποίων το "Πέρα από την Αφρική" της Κάρεν Μπλίξεν και τα "Αρχαία Απογεύματα" του Νόρμαν Μέιλερ) κι άλλα τόσα "Αρλεκιν". Δούλεψε στο ραδιόφωνο ως παραγωγός (Top Fm, ΕΡΑ 4, Κανάλι 15, Κανάλι 5, Μελωδία). Εχει γράψει τα βιβλία "Κενά μνήμης", "Μυροβόλος άνοιξις", "Φεύγα!", "Η ζωή (δεν) είναι ταινία" και "Η σκόνη της ημέρας" (Εκδόσεις Ιστός), "Ριζότο (σενάριο)" (Λιβάνη), "Αληθινή σταρ" (Ωμέγα), "Το μεγάλο καλοκαίρι" και "Πώς να γράψεις" (Interbooks), "Ευτυχία" (Παπαδόπουλος). Επίσης έχει συμμετάσχει με κείμενά της σε συλλογικές εκδόσεις. Συμμετείχε ακόμη στη συγγραφή των σεναρίων για τις ταινίες "Ελεύθερη κατάδυση" και "Ριζότο", καθώς και για τις τηλεοπτικές παραγωγές "Φεύγα" (Mega), "Ξέχασέ με" (Alpha), "Απαγωγή" (τηλεταινία Mega). Είναι παντρεμένη και έχει τρία παιδιά.
«Τα κορίτσια είναι αόρατα μέσα στα καραβάνια των ξεριζωμένων της Ιστορίας, είναι όμως ζωντανά στο μυθιστόρημα-ποταμό της Μανίνας Ζουμπουλάκη που διατρέχει τον χρόνο και οδηγεί από το μακρινό '22 στο αόρατο αύριο. Κρυμμένες πίσω από αντρικές ταυτότητες, τρεις γενιές γυναικών αφηγούνται αριστοτεχνικά τις ιστορίες τους. Ο κόσμος του θεάματος, το θέατρο και η σόουμπιζ είναι ο χώρος τους για περισσότερο από έναν αιώνα. Μαζί τους τρέχει η μεγάλη Ιστορία που δεν τελειώνει ποτέ». (Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου)