Είναι ριζωμένη εδώ, σ’ αυτόν τον τόπο, της αρέσει. Και δεν ξεχνάει τις δυσκολίες, ούτε μιλάει όμως γι’ αυτές. Τίποτα δεν θα άλλαζε. Είναι γεμάτη ευγνωμοσύνη προς τη ζωή. Είναι γεμάτη σεβασμό και γλύκα για τις δυο της συναδέλφισσες, με τις οποίες φέρνουν μια «Γυναικεία υπόθεση» σε λίγες μέρες στην Αρχαία Μεσσήνη. Κι αν γύριζε το χρόνο πίσω, θα έλεγε ένα «ευχαριστώ» στο κοριτσάκι εκείνο, απ’ το οποίο κάποτε αναδύθηκε η Μαρινέλλα.
- Δεχτήκατε άφθονη αγάπη από τον κόσμο στην Ελλάδα, και βέβαια όπου υπάρχει ομογένεια. Ησασταν όμως πλασμένη απ’ το υλικό μιας διεθνούς ντίβας. Γιατί δεν στρίψατε σε μια τέτοια λεωφόρο της δόξας;
«Και τι θα γινόταν; Τι θα ωφελούσε και ποιον; Τον κόσμο, το κοινό; Μα είναι γεμάτο από τέτοιου είδους πράγματα. Και γιατί να μη μείνω στην Ελλάδα μας; Καταρχάς η παροιμία λέει... κάλλιο πρώτος στο χωριό παρά δεύτερος στην πόλη. Αλλά δεν είναι αυτό: Είναι ότι είμαι πολύ Ελληνίδα για ν’ αποτολμήσω να φύγω. Κι άραγε απ' όσους φύγανε από την Ελλάδα, πόσοι πετύχανε; Το έχετε σκεφτεί; Ελάχιστοι. Ούτε στα δάχτυλα του ενός χεριού δεν μετριούνται. Λένε πολλοί, πάμε για καριέρα στο Λος Αντζελες, στη Νέα Υόρκη... Πού πάνε; Δεν είναι απλά τα πράγματα - είναι πάρα πολύ δύσκολα. Και πάλι όμως, εγώ δεν το απέφυγα επειδή με τρόμαζε η δυσκολία, αλλά γιατί αγαπάω να μένω εδώ, στον τόπο μου. Στην οικογένειά μου. Πού να ξενιτεύεσαι, πού να πηγαίνεις! Και τι άραγε θα σου προσφέρει το έξω; Αν έχεις αξία θα φανείς παντού. Κι αυτό το απολαμβάνω και το εισπράττω ακόμα, πηγαίνοντας στο εξωτερικό και τραγουδώντας. Πάντα οι Ελληνες, και μάλιστα δεύτερης και τρίτης γενιάς παιδιά, έρχονται και μ' ακούνε - και μαζί τους κι οι ξένοι. Δεν σκέφτηκα ποτέ ότι θα πάω να κάνω καριέρα έξω. Τι νόημα έχει; Να σε μάθουν στο εξωτερικό; Μα εκεί τρώει ο ένας τον άλλον.
Γι' αυτό λέω, πόσοι τελικά έκαναν καριέρα; Ελαχιστότατοι. Κι αν όπως λέτε εγώ μπορούσα να είμαι μία από αυτούς, σας ρωτώ πάλι: Και τι θα γινόταν; Τι θα αποκόμιζα; Δόξα; Σιγά τον γλόμπο! Χρήματα; Αμα δουλεύεις, θα βγάλεις. Και τι χρειαζόμαστε; Να ζήσουμε. Να είναι καλά η οικογένειά μας, να έχουμε την υγειά μας - αυτό είναι που έχει αξία. Γι' αυτό με ακούτε να λέω ότι δεν με ενδιέφερε ποτέ να κάνω αυτή την καριέρα για την οποία όλοι σκοτώνονται… που αν πας στην Αμερική και γίνεις γνωστός θα σε μάθει το σύμπαν... Ε, και; Εχει φοβερούς λάκκους με φίδια εκεί έξω».
- Εντός συνόρων δεν υπάρχουν λάκκοι με φίδια, ανταγωνισμοί και όλα τα συναφή;
«Βεβαίως. Αλλά η Ελλαδίτσα μας, τώρα... Αλλιώς είναι να 'χεις τα 10 εκατομμύρια της Ελλάδας -αν είμαστε και τόσοι- κι αλλιώς είναι τα 10-11 εκατομμύρια μόνο στη Νέα Υόρκη! Την Αμερική φέρνουμε για παράδειγμα, γιατί προς τα εκεί είναι συνήθως οι βλέψεις του καθενός: Οι Ευρωπαίοι λένε για Αμερική, οι Γιαπωνέζοι, οι Αφρικάνοι, όλοι. Η Αμερική είναι ο πόλος. Ακόμα και οι Ινδοί με το ενάμισι δισεκατομμύριο... το Bollywood το κάνουν με βλέψεις για Αμερική. Και πολλοί παίζουν πράγματι εκεί, αλλά δεν είναι πρωταγωνιστές· ακόμα και οι φιρμάτοι κάνουν εκεί τρίτους-τέταρτους ρόλους. Αυτό λέω: Δεν σ' αφήνουν, μάνα μου, να κάνεις τίποτα. Αλλά και πάλι, επανέρχομαι: Δεν με ενδιέφερε! Αν το προσπαθούσα, μπορεί να μη γινόταν τίποτα, μπορεί και να γινόταν. Αλλά είπα στον εαυτό μου, μια χαρά δεν είμαι εδώ; Βγαίνω, με ακούν, διασκεδάζουν... Οπου πάμε τώρα με τις κοπέλες, για παράδειγμα, γίνεται χαμός. Γιατί έχω τη χαρά και την τιμή να τραγουδάω με δυο πολύ μεγάλες τραγουδίστριες, τη Γλυκερία και την Ελένη Βιτάλη, που, κάθε βράδυ όταν τις ακούω, τις θαυμάζω απεριόριστα...».
- Τι είναι εκείνο που εκτιμάτε περισσότερο στις άλλες δυο κυρίες της «Γυναικείας υπόθεσης», που η καθεμιά τους έχει πράγματι μια μοναδική διαδρομή στο τραγούδι;
«Είμαστε διαφορετικές τραγουδίστριες. Θα σας εξηγήσω αμέσως όμως γιατί είπα ότι έχω τη χαρά αλλά και την τιμή, επιμένω σ' αυτό, να τραγουδώ μαζί τους: Είναι δυο τραγουδίστριες έντιμες. Με καταλαβαίνετε; Εντιμες! Δυστυχώς, με ρωτήσατε πριν αν και στην Ελλάδα γίνεται αυτό το φάγωμα… Βεβαίως γίνεται. Και θα πω ότι δεν φταίνε οι τραγουδιστές - άλλοι παράγοντες ευθύνονται, δεν είναι της ώρας να το αναπτύξω. Επανέρχομαι στις κυρίες αυτές - και μάλιστα Κυρίες με πολύ μεγάλο κεφαλαίο Κ: Είναι σαν δύο κοριτσάκια 15 χρονών, που δεν έχουν ίχνος ψώνιου. Ιχνος εγωισμού. Τα έχασα! Και ανακαλύπτω συνεχώς το πώς υποστηρίζει η μία την άλλη.
Νιώθω μεγάλο σεβασμό γι' αυτές. Θέλω να κάνω δυο βήματα πίσω, θέλω να κάνω χώρο για να τραγουδήσουν... Μα είναι σπουδαίες! Και όχι μόνο σπουδαίες τραγουδίστριες: Ανθρωποι είναι. Σπανίζει το είδος. Δεν υπάρχουν πιο καλά κορίτσια... Είμαι πολύ τυχερή που μου κάνανε την τιμή να τραγουδήσουμε μαζί φέτος - είναι η πρώτη μας φορά. Και ευτυχώς, θα τραγουδήσουμε και το χειμώνα μαζί και η χαρά μας θα μεγαλώσει. Γιατί νομίζω ότι κι αυτές νιώθουν το ίδιο με μένα. Ενδόμυχα ξέρετε, στους καλλιτέχνες, χωρίς να το θέλουν, πάντα υπάρχει μια κάποια ζήλεια, μια αγωνία - αν χειροκροτήθηκε ο άλλος περισσότερο από μένα, τέτοια πράγματα... Ομως, όχι εδώ. Ακούω την Ελένη, ακούω τη Γλυκερία, ακούω το χειροκρότημα, ακούω τη συμμετοχή του κόσμου, και το χαίρομαι. Θα το νιώσετε αυτό, πραγματικά. Θα δείτε στ’ αλήθεια τρεις "κοπέλες" εκεί επάνω, που κάνουμε και πλάκα μεταξύ μας και γελάμε πολύ!».
- Ποιο είναι, λέτε, το πιο «θηλυκό», το πιο βαθιά γυναικείο χαρακτηριστικό αυτού του μουσικού σας ανταμώματος;
«Το πιο βαθύ είναι αυτή η χαρά που νιώθουμε, η χαρά που εισπράττουμε με το να τραγουδάμε οι τρεις μας. Δεν τη βρίσκεις κι εύκολα… Εγώ έχω τραγουδήσει με όλους σχεδόν τους άντρες τραγουδιστές, όμως πρώτη φορά τραγουδάω με δυο γυναίκες. Γι’ αυτό είναι “Γυναικεία υπόθεση”, γι’ αυτό και έχω τόση χαρά, που κι εκείνες νομίζω τη νιώθουν. Θέλει κάποια να πει δυο τραγούδια παραπάνω; Ας τα πει! Να κάνει η καθεμιά ό,τι θέλει! Πάρτε, βγείτε, τραγουδήστε, φωνάξτε να τραγουδήσει ο κόσμος! Δεν ξέρετε τι γίνεται τα βράδια με τα τραγούδια των κοριτσιών αυτών!
Ισως είναι η πρώτη φορά που επιμένω τόσο πολύ για το πόσο χαρούμενη είμαι, που τραγουδάω μ’ αυτές τις Κυρίες - και να το γράψετε, παρακαλώ, με Κ κεφαλαίο. Μπαίνω στο καμαρίνι, αγκαλιαζόμαστε, φιλιόμαστε… κι αν κάποια δεν είναι καλά, οι άλλες λένε, δεν πειράζει, εγώ! Θέλεις να πεις 5 τραγούδια και να συμπληρώσουμε εμείς; Ε, αυτή η αγάπη δεν είναι εύκολη, πιστέψτε με – έχω πολλά χρόνια σ’ αυτή τη δουλειά και ξέρω».
- Ωσπου να φτάσετε να επιλέγετε εσείς πού, πότε και με ποιον θα τραγουδήσετε, πόσο ομαλός ή δύσβατος υπήρξε ο δρόμος σας; Θυμάστε πια τις δυσκολίες, ή έχουν εξαϋλωθεί από καιρό μέσα στη λάμψη της επιτυχίας;
«Τα πάντα θυμάμαι, τα πάντα. Δεν θέλω να τα ξεχάσω. Αντιθέτως. Οι δυσκολίες μάς κρατούν στη ζωή, μας δίνουν κουράγιο για να διορθωθούμε: Μην το ξανακάνεις, αφού το είδες το λάθος, πήγαινε απ’ τον άλλο δρόμο που είναι λίγο πιο ομαλός.
Όχι ότι αποφεύγουμε ποτέ τις δυσκολίες… Τίποτα δεν ήταν εύκολο, πιστέψτε με».
- Ενώ λοιπόν η φωνή σας στο τραγούδι έχει κάτι μεγαλειώδες, υπερβατικό, η ομιλία σας είναι πάντα γειωμένη στα ανθρώπινα, τα καθημερινά. Την αισθάνεστε αυτή την αντίθεση;
«Υπάρχει πράγματι αυτή η αντίθεση, ανάμεσα στο πώς είμαι στο τραγούδι και στο πώς είμαι στο σπίτι μου. Γιατί αυτήν που τραγουδάει την αφήνω στη σκηνή, και στο σπίτι μου βάζω μόνο τον άνθρωπο, δεν μ’ ενδιαφέρει η τραγουδίστρια. Αν μπορούσατε να με δείτε αυτή τη στιγμή, πώς είμαι μέσα σ’ ένα σπίτι άδειο, καθώς λείπουν όλοι, θα γελούσατε. Ξάπλα, με τα ρούχα πεταμένα από δω κι από κει, με μια βαλίτσα μισοάδεια… αλλά δεν με ενδιαφέρει καθόλου! Ετσι κι αλλιώς μέσα στα τέσσερα ντουβάρια του σπιτιού μου, υπάρχω για την οικογένειά μου. Είμαι με την αδερφή μου, την κόρη μου, τον γαμπρό μου, τα εγγόνια μου, τ’ ανίψια μου… Αυτή τη στιγμή που μιλάμε, όλοι αυτοί είναι στη Χαλκιδική και παραθερίζουν στο σπίτι μας εκεί – και τώρα μόλις χτύπησε το κινητό μου κι ήταν η αδερφή μου, γιατί πέρασε η ώρα και δεν είχαμε μιλήσει. Σου λέει, τι έγινε; Πώς πήγε χθες; Πρέπει να μάθει όλη η οικογένεια τι κάνω, αν είμαι κουρασμένη, αν κοιμήθηκα, αν έφαγα, και πότε θα πάω κοντά τους - γιατί έχω τώρα μια ανάπαυλα λίγων ημερών και θα τους συναντήσω, να τους χαρώ και να ξεκουραστώ».
- Νιώσατε ποτέ τη φήμη να σας πνίγει, αντί να σας βοηθάει, είτε στα καλλιτεχνικά σας όνειρα είτε στην ιδιωτική σας ζωή;
«Φήμη; Δεν την έχω νιώσει ποτέ. Θα σας κάνει εντύπωση, αλλά δεν την έχω νιώσει, ούτε μ’ ενδιαφέρει. Μου είπατε στην αρχή, τι θα γινόταν αν… Το εννοούσα όμως όταν σας απάντησα “ε, κι ύστερα;”. Μα, είναι αυτό που μας κρατάει; Εγώ του χρόνου αν τραγουδάω ακόμα, πρώτα ο καλός θεός, κλείνω 62 χρόνια στη δουλειά αυτή. Νομίζετε ότι είναι εύκολο; Και δεν εννοώ μόνο φωνητικά. Ανθρώπινα λέω: πώς να κρατηθείς, πώς να μην τρελαθείς – γι’ αυτή τη φήμη που λέτε. Εδώ κάτι παιδάκια εν μία νυκτί νομίζουν ότι έγιναν κάτι...
Ημουν πάντα, πάντα, ένας προσγειωμένος άνθρωπος. Ημουν ένα προσγειωμένο παιδί, είχα μια σπουδαία οικογένεια, όπου χωρίς πολλές πολλές κουβέντες ξέραμε τι σημαίνει το φαΐ που μας έφερνε ο πατέρας μου και η μάνα μου το μαγείρευε, ενώ εμείς με τ’ αδέρφια μου παίζαμε κι από πάνω ο καλός θεός μας έβλεπε. Νιώθω ότι είμαι πολύ ευλογημένη. Αναρωτιέμαι καμιά φορά, τι καλό έχω κάνει για να είμαι έτσι όλα μου τα χρόνια και να μην έχω αλλάξει.
Δεν με ενδιαφέρει λοιπόν η φήμη. Με ενδιέφερε πάντοτε να τραγουδάω. Προσπαθούσα να καλυτερέψω τον εαυτό μου και να τραγουδάω. Και προσπαθούσα επίσης να είμαι καλός άνθρωπος, να μην είμαι ζηλόφθων, να μην μισώ τον άλλον. Δεν έχω μισήσει ποτέ. Εχω μια πολύ μεγάλη αγκαλιά και μου αρέσει να τη δίνω. Αυτό είναι το παν. Και μου γυρίζει πίσω.... Η ζωή είναι μπούμερανγκ: Ο,τι δίνεις παίρνεις.
Εγώ είμαι γήινη. Πατάω στα πόδια μου. Ξέρω ότι όλοι είμαστε απλώς άνθρωποι. Στο βάθος δεν έχουμε καμία διαφορά. Κι αν μείνουμε γυμνοί, δεν ξεχωρίζει ούτε η Μαρινέλλα, ούτε ο βιομήχανος, ούτε ο κύριος που σκουπίζει τους δρόμους. Για την ακρίβεια εκείνος που φοράει κουρέλια έχει συνήθως και το πιο ωραίο σώμα! Τα λεφτά και η φήμη δεν πιάνουν μία στη γύμνια – αφήστε που ως γνωστόν τα σάβανα δεν έχουν τσέπες».
- Αν τώρα γυρίζατε πίσω στο χρόνο και συναντούσατε την έφηβη Κυριακή Παπαδοπούλου στα πρώτα της βήματα, πριν γίνει Μαρινέλλα, τι θα της ψιθυρίζατε στο αυτί;
«Τίποτε: Να κάνει αυτά που έχει να κάνει, για να γίνει αυτή που είναι τώρα. Τίποτε δεν θ’ άλλαζα. Ημουν ένα κοριτσάκι που πάντοτε ήξερε τι ήθελε. Τραγουδούσα, έτρεχα, ήμουν καλή αθλήτρια, καλή ηθοποιός… μικρή λέω τώρα, πολύ μικρή, λιγότερο από 10 χρονών, έτρεχα παντού, σε όλα.
Δεν θα άλλαζα τίποτε. Ούτε θα της ψιθύριζα τίποτε. Ή ίσως να την επιβράβευα λιγάκι και να της έλεγα: “Σ’ ευχαριστώ που μου ‘δωσες μια αρχή, για ν’ ακολουθήσω αυτά τα βήματα ως τώρα”. Να τι θα ήθελα. Ενα ευχαριστώ να έλεγα σ’ αυτό το κοριτσάκι».