Οι εικαστικοί Γιούλα Παπαδοπούλου και Μαργαρίτα Σταυράκη μας μιλούν για τη σύλληψη, την τόλμη και την πορεία του 14ετούς φεστιβάλ, για την επαφή του με την πόλη, για τη βιντεοτέχνη καθαυτή, για το μη ειδικό κοινό που ίσως... θέλει μα φοβάται, για την αισθητική της ίδιας της Καλαμάτας και τις ανάγκες της, αλλά και γενικά για τη δυσοίωνη εποχή μας, με τις ευοίωνες δυνατότητες.
{yendifplayer type=video youtube=https://www.youtube.com/watch?v=6_YrM5kM-mk}
- Το Φεστιβάλ Μηδέν μετρά ήδη 14 χρόνια, που μοιάζουν να κύλησαν σαν νερό... αλλά δεν είναι ακριβώς έτσι, καθώς προέκυψαν και αρκετές περιπέτειες. Σε ποια φάση βρίσκεται σήμερα;
Γιούλα Παπαδοπούλου: Μας φαίνεται πραγματικά «σαν χθες» το πρώτο ξεκίνημα, αλλά από τότε είναι η αλήθεια ότι έχουν αλλάξει πάρα πολλά, τόσο προς το καλύτερο όσο και προς το χειρότερο. Η κρίση ήταν και για εμάς, όπως για όλες τις δημιουργικές δυνάμεις του τόπου, κατασταλτική ως ένα βαθμό, καθώς περιόρισε τις οικονομικές δυνατότητες και την εξεύρεση πόρων για το διοργανωτικό κομμάτι. Παράλληλα όμως, η τεχνολογική εξέλιξη -και ειδικά η εξέλιξη ως προς τη μεταφορά ηλεκτρονικών αρχείων- διευκόλυνε όλες τις φάσεις της επικοινωνίας μας και αύξησε την εξωστρέφεια και τις συνεργασίες μας στο εξωτερικό. Από αυτή την άποψη διευκολύνθηκε το επιμελητικό κομμάτι, που είναι και το πιο δημιουργικό: Είναι το κομμάτι που αγαπάμε περισσότερο!
Σκεφτείτε ότι, όταν πρωτοξεκινήσαμε το 2005, οι καλλιτέχνες μάς έστελναν τα βίντεό τους με ταχυδρομείο σε VHS, MiniDV και DVD. Ενώ τώρα «διακινούμε» με απίστευτη ευκολία και με συνεχώς αυξανόμενη ταχύτητα και αμεσότητα ολόκληρες ενότητες μέσω του διαδικτύου, για να παρουσιαστούν στο εξωτερικό.
Επειδή ο βασικός μας στόχος ήταν πάντα η συνεργασία, η επικοινωνία και η εξωστρέφεια, θα έλεγα ότι η φάση στην οποία βρισκόμαστε σήμερα είναι, παρά τα όποια άλλα προβλήματα, πολύ θετική. Και ότι έχουμε καταφέρει να βρισκόμαστε ανάμεσα στις «ιστορικές» και διεθνώς αναγνωρισμένες πλέον διοργανώσεις του χώρου. Επίσης, τα τελευταία χρόνια, η δημιουργική και επιμελητική ομάδα και ο κύκλος των συνεργαζόμενων καλλιτεχνών όλο και μεγαλώνει. Αν αυτό συνδυαζόταν και με μια σταθερή οικονομική υποστήριξη που θα μας επέτρεπε να κάνουμε πιο έγκαιρο προγραμματισμό και να δουλεύουμε πιο επαγγελματικά με τους συνεργάτες μας... θα ήταν βέβαια ιδανικό.
- Η διοργάνωση ενός διεθνούς φεστιβάλ βιντεοτέχνης στην Καλαμάτα ήταν μια μάλλον τολμηρή ιδέα. Υπήρχε βέβαια το πετυχημένο παράδειγμα του Φεστιβάλ Χορού και η πολιτιστική μαγιά του ΔΗΠΕΘΕΚ, της Κινηματογραφικής Λέσχης κ.ά. Πόση πρωτοπορία "σηκώνει" όμως μια επαρχιακή πόλη του Νότου, που μόνο πρόσφατα ανακάλυψε -για παράδειγμα- τον τουρισμό;
Μαργαρίτα Σταυράκη: Θα απαντήσω με διάθεση εξομολογητική αυτή την ερώτηση... Σχεδόν τα περισσότερα μέλη του Μηδέν, που έχουν αφετηρία την Καλαμάτα, ήμασταν από τους πρώτους μαθητές της ΔΕΠΑΚ, της πολιτιστικής κίνησης του Δήμου Καλαμάτας τη χρυσή εποχή μετά τους σεισμούς του '86, που όλα ήταν ανοιχτά στον έξω κόσμο και η Καλαμάτα προσδοκούσε να είναι κοιτίδα πολιτισμού. Παιδιά, και έφηβοι αργότερα, βλέπαμε εκθέσεις, θεατρικές και χορευτικές παραστάσεις, παρακολουθούσαμε ιστορία της τέχνης, σεμινάρια για μόδα και μαθητεύαμε με πολύ καλούς δασκάλους στις σχολές εικαστικών, χορού και μουσικής του δήμου. Μετά, οι περισσότεροι φύγαμε για την Καλών Τεχνών της Αθήνας, για μεταπτυχιακές σπουδές και για δουλειά στον κόσμο.
Ξεκινήσαμε το Μηδέν χωρίς να κατοικούμε στην πόλη. Είχαμε μια ιδέα για την Καλαμάτα πραγματικά «τουριστική», αυτό που προβάλλει η πόλη προς τα έξω. Μόνο πολύ πρόσφατα και ζώντας πια στην πόλη, καταλάβαμε πόσο «τολμηρή» ήταν η δημιουργία του Μηδέν και πόσο η πόλη ταλανίζεται από ετερόκλητες δυνάμεις συντηρητισμού, εσωστρέφειας και εξωστρέφειας.
Βέβαια το ότι ο Δήμος Καλαμάτας σχεδόν όλα τα χρόνια ήταν υποστηρικτής των προσπαθειών μας, η Εφορεία Αρχαιοτήτων Μεσσηνίας μας φιλοξένησε σε αρκετές διοργανώσεις, ομάδες όπως η Νέα Κινηματογραφική Λέσχη Καλαμάτας, το Κέντρο Νέων, το Καλλιτεχνικό Στέκι είναι σχεδόν σταθεροί συνεργάτες μας, το ότι μικρές τοπικές επιχειρήσεις μας βοηθούν ποικιλοτρόπως και, τέλος, το ότι τα τοπικά μέσα επικοινωνίας πάντα προωθούν τις δράσεις μας, δείχνει ότι η πόλη αυτή σέβεται την πρωτοπορία (ακόμα και όταν δεν την κατανοεί) - και έχει ένα δυναμικό που θα μπορούσε να ανοίξει, μέσω των συνεργειών, την πόλη σε μια νέα εποχή αναγέννησης.
- Μιλήστε μας λίγο για τη βιντεοτέχνη καθαυτή: Ποια είναι τα εργαλεία της, η γλώσσα της, η καταγωγή, ο ορίζοντάς της, οι υπηρέτες της, οι συγγενείς της, αλλά και τα τυχόν όριά της;
Γ.Π.: Η βιντεοτέχνη έχει πλέον μακρόχρονη ιστορία, παρ’ όλ’ αυτά συγκαταλέγεται πάντα στα «νέα μέσα»· ίσως επειδή, όπως και ο κινηματογράφος αλλά και κάθε τέχνη στις καλές της στιγμές, καταφέρνει να έχει πάντα φρεσκάδα και μπορεί να μας εκπλήξει. Τα εργαλεία εξελίσσονται συνεχώς και οι δυνατότητες είναι απεριόριστες! Οσο για τη γλώσσα, επειδή εστιάζουμε στο εικαστικό βίντεο, είναι στην ουσία η εικαστική, αισθητική -αλλά και σκηνοθετική- γλώσσα που αναπτύσσει ο κάθε καλλιτέχνης, εξελίσσοντας το προσωπικό του ιδίωμα.
Στην ουσία δεν υπάρχουν κανόνες - κι αν κάπου φαίνεται να διαμορφώνονται, τους βλέπουμε ταυτόχρονα να καταργούνται μέσα από τις διαφορετικές προσεγγίσεις και τους πειραματισμούς του κάθε δημιουργού. Θα λέγαμε ότι ο ορίζοντας είναι ανοιχτός και απεριόριστος σε δυνατότητες πειραματισμού, όπως πρέπει να συμβαίνει στην τέχνη γενικότερα.
- Νομίζω πως υπάρχει ένα κοινό που, καθώς δεν ανήκει στους "ειδήμονες" της σύγχρονης τέχνης, ντρέπεται και φοβάται να παρακολουθήσει τις εκδηλώσεις της, ενώ κατά βάθος θα το επιθυμούσε έστω από περιέργεια. Τι λέτε σε αυτούς τους ανθρώπους για να τους προσκαλέσετε στις προβολές;
Μ.Στ.: Αυτό ακριβώς είναι το κοινό που μας ενδιαφέρει και μας ιντριγκάρει περισσότερο. Η βιντεοτέχνη, αν πραγματικά θες να την παρακολουθήσεις και όχι απλά να τη “χαζέψεις”, είναι μια μορφή τέχνης που θέλει καλή και ανοιχτή διάθεση κατ' αρχήν. Θέλει μια προσέγγιση αντίστοιχη με αυτή που ακολουθεί κάποιος όταν δοκιμάζει ένα καλό κρασί: Απαιτούνται μικρές δόσεις, αφιέρωση χρόνου και δοκιμές διαφορετικών γεύσεων... μέχρι να βρεις τι πραγματικά σου αρέσει. Δεν είναι τυχαίο που, ειδικά στις προβολές μας στην Καλαμάτα που απευθύνονται σε ένα ευρύ κοινό, φροντίζουμε να φιλοξενούμε πολλές και διαφορετικές υποκατηγορίες βιντεοτέχνης.
Θα πρότεινα λοιπόν σε αυτό το κοινό, να έρθει σε όσες περισσότερες προβολές μπορεί. Να δει τόσα βίντεο όσα αντέχει κάθε φορά. Να κάνει διαλείμματα, να κουβεντιάσει μαζί μας και με άλλους, και να μη βιαστεί να βγάλει συμπεράσματα. Τα έργα αυτά με μια πρώτη ανάγνωση είναι «δύσκολα», γιατί τους λείπει το καθημερινό, το οικείο. Τους λείπει ο τολμηρός εντυπωσιασμός, δεν είναι απαραίτητα πολύχρωμα και γρήγορα, δεν ταυτίζονται με την κινηματογραφική και διαφημιστική εικόνα, όπως έχουμε συνηθίσει. Δεν ζητούν να μας κλέψουν το χρόνο, να μας διευκολύνουν και να μας κάνουν να ξεχαστούμε. Αντίθετα, μοιάζει να θέλουν να ανοίξουν παράθυρα στις ζωές μας: ανοίγματα που θα μας δώσουν χρόνο να συγκεντρωθούμε, να αφουγκραστούμε, να απολαύσουμε με έναν άλλο τρόπο όλα αυτά που βρίσκονται γύρω μας.
- Με τι κριτήρια και διαδικασίες επιλέξατε τα 170 βίντεο που προβάλλονται φέτος; Υπάρχει ένας κεντρικός προβληματισμός που καθοδηγεί τη διοργάνωση, ή το φεστιβάλ παρακολουθεί απλώς τις σύγχρονες τάσεις;
Γ.Π.: Οι τάσεις δεν είναι προκαθορισμένες, διαμορφώνονται μετά από κάθε ανοιχτό κάλεσμα του Μηδέν, με βάση τα έργα που μας υποβάλλουν οι καλλιτέχνες. Υπάρχουν κάποιες θεματικές που αναδύονται κάθε φορά σχεδόν από μόνες τους: Βλέπουμε όλα τα έργα και εντοπίζουμε τις μεταξύ τους συνδέσεις και συνάφειες ή αντιστίξεις. Αλλες φορές, έχουμε κάτι οι ίδιοι στο μυαλό μας και αναζητούμε τα κατάλληλα έργα. Για παράδειγμα η ενότητα που επιμελείται ο Νίκος Ποδιάς, με θέμα τον κόσμο και την έννοια της μόδας (Flow along the surface), ή η ενότητα με μουσικά βίντεο (Daydream) που επιμελήθηκε ο Γιώργος Δημητρακόπουλος, ήταν ενότητες που είχαν σχεδιαστεί εκ των προτέρων και είχαμε ανακοινώσει πως αναζητούμε αντίστοιχα έργα, ήδη από το αρχικό φετινό κάλεσμα.
Το ότι είμαστε πλέον αρκετοί επιμελητές στο φεστιβάλ, πρακτικά έχει ως αποτέλεσμα να μας ενδιαφέρουν διαφορετικές κατευθύνσεις και θεματικές - και διανέμουμε ή ανταλλάσσουμε μεταξύ μας υλικό αναλόγως με τα ιδιαίτερα ενδιαφέροντα του καθενός μας. Πάντως, επειδή ακριβώς δουλεύουμε με θεματικές, από τις φετινές μας συμμετοχές δεν έχουμε εξαντλήσει το υλικό που μας αρέσει. Θα έχουμε όμως οπωσδήποτε την ευκαιρία να διαμορφώσουμε κι άλλες ενότητες για τις συνεργασίες μας στην Ελλάδα και στο εξωτερικό, που θα ακολουθήσουν μέσα στη χρονιά!
- Ποιο είναι το στοιχείο του φετινού Μηδέν που θα θέλατε να τονίσετε περισσότερο; Τι είναι αυτό που θα λέγατε ότι του προσδίδει μια επιπλέον, ιδιαίτερη αξία;
Μ. Στ.: Νομίζω ότι η ποικιλία στο φετινό πρόγραμμα και η σαφής εξειδίκευση σε συγκεκριμένα είδη (μουσικά βίντεο, animation, βίντεο dance κ.ά.), ή σε ομάδες καλλιτεχνών (π.χ. Ελληνες βιντεοκαλλιτέχνες) αναδεικνύει τη φάση ωριμότητας που διανύει το Μηδέν.
Το μεγάλο αφιέρωμα στη σύγχρονη ελληνική βιντεοτέχνη με 3 ενότητες (Inscapes, Anatomy of silence, The world is a theater) αποκλειστικά με Ελληνες βιντεοκαλλιτέχνες, αλλά και τα πολλά μεμονωμένα ελληνικά βίντεο διάσπαρτα στις υπόλοιπες ενότητες, πιστοποιούν τη δουλειά που γίνεται από πλευράς του Μηδέν υπέρ της προώθησης και ανάδειξης της ελληνικής παραγωγής. Αν σκεφτούμε ότι πολλές από αυτές τις ενότητες θα ταξιδέψουν στη συνέχεια σε ξένα φεστιβάλ και συναντήσεις τέχνης, σε διαφορετικά σημεία του πλανήτη, το αφιέρωμα αυτό αποκτά ιδιαίτερη σημασία.
Επιπλέον, η επιμονή μας στην εξειδίκευση των υποκατηγοριών της βιντεοτέχνης ήδη μας έχει κατατάξει στον παγκόσμιο χάρτη προώθησης της. Πρόσφατα έφτασε στα χέρια μας η έκδοση του VideoDance Studies, της ετήσιας ερευνητικής έκδοσης του Πολυτεχνείου της Βαλένθια, που καταγράφει τον παγκόσμιο χάρτη των φεστιβάλ τα οποία παρουσιάζουν συστηματικά videodance, και το Μηδέν παρουσιάζεται στην πρώτη 10άδα τέτοιων διοργανώσεων παγκοσμίως - και ως η μοναδική ελληνική διοργάνωση με ενεργή δράση άνω των 10 χρόνων.
- Είστε και οι δύο εικαστικοί. Ποια είναι λοιπόν η γνώμη σας για την Καλαμάτα από εικαστικής άποψης (όχι μόνο ως φυσικό, αλλά και ως ανθρωπογενές περιβάλλον) - και πώς θα επεμβαίνατε πάνω της καλλιτεχνικά αν ήταν ένα δικό σας project;
Γ.Π.: Από εικαστική άποψη, η πόλη δεν έχει κάποια διαμορφωμένη ταυτότητα ή αισθητική «σφραγίδα». Και από αυτή την άποψη, προσφέρεται πραγματικά για ένα τέτοιο project! Η σχετικά πρόσφατη υποψηφιότητα για Πολιτιστική Πρωτεύουσα ήταν μια ευκαιρία για έναν τέτοιο σχεδιασμό. Επίσης, η πόλη δεν διαθέτει ειδικά διαμορφωμένους και εξοπλισμένους ή και δυνητικά κατάλληλους χώρους εκθέσεων - κάτι που, ως εικαστικούς, μας έχει προβληματίσει πολλές φορές. Το αποτέλεσμα είναι ότι το κοινό της πόλης δεν είναι πραγματικά εξοικειωμένο (βιωματικά τουλάχιστον), με τη σύγχρονη τέχνη, εκτός βέβαια από αυτούς που ταξιδεύουν και επισκέπτονται μεγάλες εκθέσεις.
Οι προσπάθειες που γίνονται κατά καιρούς είναι αναγκαστικά περιορισμένες για αυτούς τους λόγους, τόσο σε συχνότητα όσο και σε δυνατότητες παρουσίασης έργων με απαιτήσεις χώρων και προδιαγραφών.
Παρ’ όλ’ αυτά, προσωπικά θα ξεκινούσα με κάτι σχετικά «απλό»: με το εικαστικό δυναμικό της πόλης το οποίο, με καταγωγή από την Καλαμάτα ή την ευρύτερη περιοχή, σπούδασε ή δραστηριοποιείται σε διάφορα μέρη στην Ελλάδα και στο εξωτερικό, κι είναι μεγάλο και αξιόλογο. Η πρότασή μου θα ξεκινούσε με την αξιοποίηση αυτού του εικαστικού δυναμικού, με σαφή κεντρικό σχεδιασμό και συντονισμό από εξειδικευμένους επιμελητές και θεωρητικούς της τέχνης, που θα μπορούσαν να θέσουν τις βάσεις για έναν μακροπρόθεσμο σχεδιασμό πολιτιστικής ανάπτυξης με επαγγελματισμό και όραμα.
- Ας κλείσουμε με ένα δικό σας σχόλιο, για οτιδήποτε. Για ό,τι νιώθετε ότι σας καίει και πρέπει να ειπωθεί - είτε για την τέχνη είτε για τη ζωή μας, σ' αυτήν εδώ τη γωνιά ή σε όλο τον κόσμο.
Μ. Στ.: Σε μια εποχή που οι προβληματισμοί, συλλογικοί και ατομικοί, γίνονται όλο και πιο σιωπηλοί, η αγωνία και η σύγκρουση δεν βρίσκουν συντροφιά, διάλογο και κατανόηση, και οδηγούν το άτομο και την κοινωνία στην παραίτηση, προτείνω την τέχνη ως μέσο επίλυσης και επανάστασης. Γιατί η τέχνη μπορεί να συνάψει σχέσεις και να δημιουργήσει κοινότητες. Η βιντεοτέχνη ειδικά, στην παγκοσμιοποιημένη κοινωνία μας, είναι ένα μέσο προσβάσιμο, λειτουργεί «και έξω» αλλά «και μέσα» στους θεσμούς, και είναι ανοιχτή σε όσους έχουν πρόσβαση στο διαδίκτυο. Με πολύ λίγα λόγια, είναι ένα μέσο δημιουργίας και επικοινωνίας στις ευρύτερες κοινότητες, που διαμορφώνονται αυτή τη στιγμή παγκοσμίως.
Γ.Π.: Κι εγώ θα εστιάσω και πάλι στην έννοια της επικοινωνίας και της εξωστρέφειας, γιατί νομίζω ότι πραγματικά πρέπει να τονιστεί αυτό το στοιχείο. Δυστυχώς, δεν μας χαρακτηρίζει όσο θα θέλαμε, ως χώρα. Ενα άλλο στοιχείο που θεωρώ σημαντικό, είναι η αλληλοϋποστήριξη και ο συντονισμός των δημιουργικών ανθρώπων της χώρας: Οι μεμονωμένες προσπάθειες μπορεί να είναι καλές, αλλά νομίζω πως μόνο μέσα από συνεργασία, ενότητα, αλληλοβοήθεια και αλληλοπροώθηση μπορούμε να πετύχουμε κάτι καλύτερο για όλους, το οποίο μπορεί να δράσει πολλαπλασιαστικά και να έχει αντίκτυπο και συνέχεια. Εύχομαι κάποια στιγμή να υπάρχει ένα τεράστιο δίκτυο και μια κεντρική πολιτιστική πολιτική για την εξωστρέφεια που προσπαθούμε να πετύχουμε.
Η Γιούλα Παπαδοπούλου και η Μαργαρίτα Σταυράκη είναι ιδρυτικά μέλη και καλλιτεχνικές διευθύντριες του Video Art Μηδέν.
Στην επιμελητική ομάδα του Video Art Μηδέν συμμετέχουν επίσης οι: Γιώργος Δημητρακόπουλος, Μαρία Μπουρίκα, Σταύρος Καπέτης, Ντάνυ Κάργας, Νίκος Ποδιάς, Σοφία Γρηγοριάδου, Παναγιώτης Βούλγαρης και Βασίλης Παπαευσταθίου (που επιμελείται την ενότητα της Νέας Κινηματογραφικής Λέσχης Καλαμάτας).
Οι εκδηλώσεις του Video Art Μηδέν στην Καλαμάτα για το 2018 (5-6-7 Ιουλίου) πραγματοποιούνται με την υποστήριξη του Δήμου Καλαμάτας και της Δημοτικής Κοινωφελούς Επιχείρησης "Φάρις". Οι πρωινές εκδηλώσεις στο Αρχαιολογικό Μουσείο Μεσσηνίας πραγματοποιούνται σε συνδιοργάνωση με την Εφορεία Αρχαιοτήτων Μεσσηνίας και το Αρχαιολογικό Μουσείο Μεσσηνίας.
Πληροφορίες και αναλυτικό πρόγραμμα:
ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ
• Η Γιούλα Παπαδοπούλου σπούδασε Ζωγραφική στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών (ΑΣΚΤ) Αθήνας και έκανε μεταπτυχιακές σπουδές (ΜΑ) στις «Ψηφιακές Μορφές Τέχνης», στην ΑΣΚΤ, απ’ όπου αποφοίτησε με υποτροφία καλύτερης επίδοσης ΙΚΥ. Εχει παρακολουθήσει επίσης μαθήματα βιντεοτέχνης στη Σχολή Καλών Τεχνών του Πανεπιστημίου της Βαρκελώνης. Ασχολείται κυρίως με τη βιντεοτέχνη και τις ψηφιακές μορφές τέχνης. Εχει παρουσιάσει έργα της σε περισσότερες από 50 εκθέσεις και διοργανώσεις βιντεοτέχνης και ψηφιακών τεχνών στην Ελλάδα και το εξωτερικό και έχει συνεργαστεί με διάφορες καλλιτεχνικές ομάδες σε συλλογικά project.
• Η Μαργαρίτα Σταυράκη είναι εικαστικός και επιμελήτρια βίντεο τέχνης που ερευνά αισθητικά και θεωρητικά την σχέση του χώρου, του αντικειμένου και της σωματικής δράσης με την αφήγηση. Σπούδασε Ζωγραφική και Σκηνογραφία στην Ανώτατη Σχολή Καλών Τεχνών Αθηνών / Ελλάδα και στην Academia di Belle Arti di Brera / Ιταλία (1999). Κατέχει Master πτυχίο στις Καλές Τέχνες και την Σκηνογραφία από το London Institute - Central Saint Martins/ Αγγλία-Ολλανδία, με ειδίκευση στις Νέες Τεχνολογίες και την Τέχνη από την σχολή HGK Zurich / Ελβετία, (2001), με υποτροφία του Συλλόγου «Οι Φίλοι της Μουσικής» (Μέγαρο Μουσικής Αθηνών). Εχει συμμετάσχει με εικαστικά έργα, επιτόπιες εγκαταστάσεις και βίντεο σε εκθέσεις και εικαστικές συναντήσεις στην Ελλάδα και το εξωτερικό, και έχει συνεργαστεί με ομάδες χορού, θεάτρου και μουσικής, που κάνουν χρήση Νέων Μέσων.