Τρίτη, 09 Οκτωβρίου 2018 10:39

Ο Άγγελος Λάππας για το βιβλίο “Reunion”: «Ο ήρωάς μου είναι ο μέσα, ο πίσω εαυτός μου και ίσως του αναγνώστη»

Ο Άγγελος Λάππας για το βιβλίο “Reunion”: «Ο ήρωάς μου είναι ο μέσα, ο πίσω εαυτός μου και ίσως του αναγνώστη»

 

Αύριο Τετάρτη στις 7.30 μ.μ., θα παρουσιαστεί στο ξενοδοχείο Rex στην Καλαμάτα το νέο μυθιστόρημα του Αγγελου Λάππα RE\UNION. 

Στην εκδήλωση θα συμμετέχουν η φιλόλογος Αντωνία Παυλάκου, ο δημοσιογράφος Θανάσης Παντές και ο πολιτικός μηχανικός Βασίλης Παπαευσταθίου, ενώ αποσπάσματα θα διαβάσουν η φιλόλογος Δήμητρα Τζανετάκη και ο συγγραφέας-σκηνοθέτης Βασίλης Φλώρος. Παρών θα είναι φυσικά και ο ίδιος ο συγγραφέας - με τον οποίο όμως εμείς συνομιλήσαμε λίγο νωρίτερα, με κύριο θέμα φυσικά το βιβλίο του, αλλά και τη λογοτεχνία γενικότερα, όπως και την Ενωση Μεσσήνιων Συγγραφέων.

Συνέντευξη στην Πέπη Αλευρά

- Πώς εμπνευστήκατε το νέο σας μυθιστόρημα; Ποιες οι θεματικές αναζητήσεις σας και προβληματισμοί που βρίσκονται πίσω από τις σελίδες του;

Στο RE\UNION, το νέο μου μυθιστόρημα, αφηγούμαι την πορεία, την εξέλιξη, τις επιλογές πέντε συμμαθητών και φίλων από το 1976, χρονιά που τελείωσαν το Λύκειο, ως τις μέρες μας. Η αφήγηση καλύπτει κατά κύριο λόγο την περίοδο που λέμε μεταπολίτευση. Πρέπει όμως να εξηγηθώ: Την περίοδο της μεταπολίτευσης που αποτελεί το πλαίσιο της ιστορίας μου, επειδή δεν με ενδιέφερε να την κρίνω, να κάνω αποτίμησή της, τη χρησιμοποίησα με τρόπο που εκμεταλλεύτηκα και πρόβαλα τα στοιχεία της εκείνα που θα υπηρετούσαν καλύτερα την πρόθεσή μου. Η ιστορία που αφηγούμαι δεν είναι αληθινή. Αλλά δεν πρέπει να ξεχνάμε πως πίσω από κάθε έργο, στην περίπτωσή μας το μυθιστόρημα, υπάρχει ως κίνητρο η ιδέα που βασανίζει τον συγγραφέα και τον σπρώχνει να γράψει, και πως πίσω από κάθε πλαστή ιστορία υπάρχει πάντα ως πρωταρχικό υλικό ένας πυρήνας αλήθειας που αντλείται, το θέλει δεν το θέλει ο συγγραφέας, από τα βιώματα και τις εμπειρίες του.

Είμαι καθηγητής και υπηρέτησα σε δημόσια σχολεία. Διορίστηκα το 1976. Εκείνα τα χρόνια (πρόσφατα είχε πέσει και η δικτατορία) είχα την αίσθηση πως υπήρχε ένας διάχυτος ενθουσιασμός, μια ελπίδα και μια διάθεση να αγωνιστούμε για μια καλύτερη Ελλάδα, για έναν καλύτερο κόσμο. Για αληθινή δημοκρατία. Το έβλεπε κάποιος στις μαζικές πολιτικές προεκλογικές συγκεντρώσεις, στις έντονες αντιπαραθέσεις, στις διαδηλώσεις των νέων με ευκαιρία την επέτειο του Πολυτεχνείου, το διαισθανόταν ακόμα και μέσα από τις επαναστατικές οργανώσεις που ξεφύτρωναν εκείνη την εποχή (και που δυστυχώς κατέληξαν τρομοκρατικές και εγκληματικές ομάδες), το έβλεπα κι εγώ νεαρός καθηγητής τότε και μέσα στα ανήσυχα μάτια και στις θορυβώδεις και έντονες αντιδράσεις των εφήβων μαθητών μου που με κοιτούσαν σαν να μου έλεγαν δεν την εννοούμε έτσι την ελευθερία, τη δημοκρατία, την δικαιοσύνη· είναι ψεύτικα. Θέλουμε μια καλύτερη Ελλάδα, να τον αλλάξουμε και να ζήσουμε σε έναν καλύτερο κόσμο. Υστερα από χρόνια, φεύγοντας από την εκπαίδευση (ήταν ο πρώτος χρόνος της οικονομικής κρίσης), άφησα πίσω μου μαθητές, καλά παιδιά, έξυπνα, να προκόψουν ήθελαν, αλλά -που έβλεπα- δεν ήταν μέσα στις προθέσεις τους να αλλάξουν τον κόσμο. Ηθελαν να πετύχουν και να βολευτούν μέσα σε τούτο τον κόσμο.

Αλλά τι είναι πιο όμορφο -σκέφτομαι πάντα- και που να δίνει νόημα στη ζωή, από το να θέλεις και να αγωνίζεσαι για έναν καλύτερο κόσμο; Πώς το λέει ο Καζαντζάκης; «Νέος θα πει να επιχειρείς να γκρεμίσεις τον κόσμο και να έχεις το θράσος να θες να οικοδομήσεις καινούργιο, καλύτερο». Η εκδοχή μιας τέτοιας στάσης με γοήτευε και παράλληλα με προβλημάτιζε αν τελικά έχει πράγματι νόημα για το ίδιο το άτομο που αγωνίζεται. Επρεπε να γράψω γι’ αυτό. Γύρισα, λοιπόν, πίσω στο 1976, πήρα πέντε από τους πρώτους μαθητές μου, εκείνους τους ανήσυχους, που ήθελαν να αλλάξουν τον κόσμο, και βάλθηκα να αφηγηθώ την ιστορία τους. Σκοπό είχα να μελετήσω ποια εξέλιξη είχαν, ποια η πορεία τους στη ζωή,  και μέσα από αυτό να δω τη δυνατότητα και τα όρια αντίστασης τής κάθε γενιάς απέναντι σε αυτό που λέμε «σύστημα», απέναντι στην κοινωνία, τα οποία (και η κοινωνία και το σύστημα) για να συντηρηθούν και να επιβιώσουν επιδιώκουν μέσα από τους μηχανισμούς τους να τιθασεύσουν, να χειραγωγήσουν και να αφομοιώσουν, να κάνουν με άλλα λόγια δική τους κάθε νέα γενιά που από τη φύση της είναι φορέας ανατροπής, αλλαγής, αντίδρασης και αντίστασης.

- Πώς λειτουργεί τελικά το reunion ως περιεχόμενο του βιβλίου; Είναι μια αφορμή για να αφηγηθείτε την πορεία των παλιών συμμαθητών μέχρι εκεί, ή μια κορύφωση που πυροδοτεί την κάθαρση;

Η αφήγηση των όσων συνέβησαν την ημέρα του REUNION καλύπτει όλο το βιβλίο, εκτός από τον πρόλογο και από το τελευταίο κεφάλαιο. Η αφήγηση δηλαδή διαρκεί μια ημέρα, αυτή της συνάντησης των πέντε συμμαθητών και φίλων. Πώς λειτουργεί η συνάντηση ως περιεχόμενο; Σε δύο επίπεδα, θα έλεγα. Το πρώτο είναι τα συγκλονιστικά που συμβαίνουν σε όλη τη διάρκεια της ημέρας και που επηρεάζουν την ίδια τη συνάντηση κι όσα επίσης συγκλονιστικά θα συμβούν σε αυτή, και το δεύτερο είναι μια αφορμή για αναδρομή στην πορεία των πέντε ηρώων αλλά και των εμπλεκομένων δευτερευόντως προσώπων.

Μπορεί, λοιπόν, το reunion να αποτέλεσε αφορμή για την αφήγηση της πορείας των πέντε φίλων, δεν έμεινε όμως σε αυτό. Προκάλεσε σφοδρή σύγκρουση μεταξύ τους και με τους οικείους τους, που έφερε αποκαλύψεις, τους έφερε απέναντι στις επιλογές και στους ομολογημένους ή ανομολόγητους στόχους και επιδιώξεις τους, αλλά δεν τους άλλαξε. Αποκαλύφθηκαν, ξεγυμνώθηκαν μπροστά στους άλλους και στον αναγνώστη, μπορεί να συνειδητοποίησαν το τι έπραξαν και τι έγιναν, όμως έμειναν ίδιοι. Ούτε σκέψη να αλλάξουν. Δεν μπορούσαν, γιατί είχαν γίνει «εκείνο» που κάποτε ήθελαν να αλλάξουν.

Η κορύφωση, στην οποία αναφερθήκατε, πράγματι συνέβη στη σκληρή σύγκρουση στην ώρα και στο χώρο της συνάντησης, δεν πυροδότησε όμως την κάθαρση στους πέντε τουλάχιστον συμμαθητές, ούτε σε εκείνους από αυτούς  που επέζησαν ούτε σε εκείνους που δεν επέζησαν. Από όσους συμμετείχαν -και συμμετείχαν και άλλοι εκτός από τους συμμαθητές- άλλος ένιωσε πως βγήκε νικητής και ενισχυμένος, άλλος κατά κράτος ηττημένος, άλλος ψυχικό ράκος, άλλος εγκλωβίστηκε σε αδιέξοδο που τον οδήγησε σε μοιραία έξοδο κι άλλοι αντιμέτωποι με τις ενοχές τους, υπαρκτές ή μη. Εκείνη όμως η ημέρα πυροδότησε μια φλόγα ανανέωσης της ελπίδας. Αυτό φαίνεται πιο καθαρά στην τελευταία ενότητα του βιβλίου που συμβαίνει να  αφηγείται γεγονότα  που συνέβησαν κάποιες εβδομάδες ύστερα από τη συνάντηση των συμμαθητών.

- Ο αναγνώστης απέναντι στο RE\UNION: Τι θα κερδίσει, θεωρείτε, διαβάζοντας το βιβλίο;

Τι να απαντήσω εδώ; Μόνο το τι προσπάθησα να δώσω μπορώ να πω. 

Πρώτα πρώτα προσπάθησα να γράψω μια ενδιαφέρουσα ιστορία που θα την διαβάσει ευχάριστα ο αναγνώστης, και παράλληλα τέτοια που προχωρώντας το διάβασμα να νιώθει πως κινείται μέσα σε ένα γνώριμο, δικό του περιβάλλον. Επίσης να την οργανώσω έτσι που να γνωρίσει τα πρόσωπα, τον χαρακτήρα και την ιστορία τους· όχι μονοσήμαντα, μόνο μέσα από τον αφηγητή, αλλά μέσα από τους έντονους διαλόγους τους, μέσα από τη δράση τους, τις σκέψεις τους και τις εκμυστηρεύσεις τους, ακόμα μέσα από παράθεση κειμένων τους (αποσπάσματα από δημοσιεύματά τους, από βιβλία τους, από το ημερολόγιό τους…).

Αυτή η ποικιλία θα κάνει, πιστεύω, πέρα από ευχάριστη και  ενδιαφέρουσα την ανάγνωση, και βιωματική. Το ίδιο και ο εγκιβωτισμός της ιστορίας στη διάρκεια μόνο μιας ημέρας. Δεν μπορώ να ξέρω βέβαια τι πέτυχα.

Υστερα είναι και τα πρόσωπα. Θα αναφερθώ, για παράδειγμα, μόνο στον κεντρικό ήρωα, τον Μιχάλη. Αμφιλεγόμενο πρόσωπο, αλλά καθαρός και πεισματάρης ιδεολόγος. Οταν τελείωσα το γράψιμο του βιβλίου και τον παρακολούθησα ως αναγνώστης, δεν ξέρω αν ενέκρινα ή όχι τη στάση και τη συμπεριφορά του. Αν έπραξε καλά αυτός ο άνθρωπος. Ητανε απόλυτα ασυμβίβαστος, υποταγμένος μόνο στο πάθος του να κάνει το όραμά του (να γίνει ο κόσμος καλύτερος) πραγματικότητα. Τούτη η εμμονή τον έκανε στην ουσία ένα άτομο εξαρτημένο, θα λέγαμε, στο ακραίο πάθος του. Τον οδήγησε στο αδιέξοδο και, στην ουσία, στην απόρριψη και απαξίωση των πάντων γύρω του (φίλων, συντρόφων, παιδιών, οικογένειας). Αναρωτήθηκα τι είδους άτομο κατασκεύασα. Ξέρετε πού κατέληξα; Πως ο ήρωάς μου είναι ο μέσα, ο πίσω εαυτός μου και, γιατί όχι, και του αναγνώστη. Εκείνος που θα γινόμασταν ή φοβόμασταν πως θα γίνουμε, αν προσπαθούσαμε και επιμέναμε να αγωνιστούμε ασυμβίβαστα για να κάνουμε πραγματικότητα το ομολογημένο ή κρυφό όνειρο του καθενός μας να ζήσουμε σε έναν αληθινά ανθρώπινο κόσμο. Φοβόμασταν συνειδητά ή ασυνείδητα πως θα καταλήξουμε -θα καταντήσουμε- σαν αυτόν τον συμπαθή και τραγικό μαζί Μιχάλη. Θα μας κατανοούσαν, μα δεν θα βρίσκαμε δικαίωση. Ετσι, ο φόβος μας δεν μας άφησε  -τον μέσο πολίτη εννοώ- να διατηρήσουμε το πάθος, την αγνότητα και την ειλικρίνεια του Μιχάλη.

Ως αναγνώστες, καθώς γυρνάμε και παρακολουθούμε τα άλλα πρόσωπα της παρέας, είναι σαν να βρίσκουμε σε αυτά τον εαυτό μας. Και για κάποιο περίεργο λόγο, ηρεμούμε. Με άλλα λόγια θα θέλαμε να είμαστε ο Μιχάλης, όμως μακαρίζουμε τον εαυτό μας που δεν γίναμε σαν αυτόν, έτσι που τον κατάντησε η κοινωνία, και χωρίς να το ομολογούμε ούτε στον εαυτό μας, είμαστε ικανοποιημένοι που τελικά γίναμε σαν τους άλλους που στα πρόσωπα, στον χαρακτήρα, στις επιλογές και στη δράση τους αποτυπώνεται το αποκρουστικό πρόσωπο του κόσμου μας. Εκείνο που κάθε μέρα καταδικάζουμε στις συζητήσεις μας.

Ξέρεις, τα σημείωσα όλα αυτά για να δείξω πως ο αναγνώστης πέρα από την ενδιαφέρουσα, κατά τη γνώμη μου ιστορία, ανακαλύπτει στους ήρωες του βιβλίου στοιχεία από τον εαυτό του. Από εκείνον που ονειρευόταν και ήθελε να είναι και από εκείνον που κατέληξε να είναι. Και αναγκαστικά, νομίζω, θα οδηγηθεί να αναρωτηθεί και θα υποχρεωθεί να απαντήσει: Ποιον από τους δυο προτιμάει; Τι συνέβη και έγιναν, αν έγιναν, διαφορετικά τα πράγματα;

Μήπως τελικά αυτό είναι το κέρδος του;

- Ποια θεωρείτε τα στοιχεία που ανεβάζουν ένα μυθιστόρημα από το επίπεδο της αξιοπρεπούς αφήγησης μιας σύνθετης ιστορίας, στο επίπεδο της καλής λογοτεχνίας;

Η λογοτεχνία είναι μια μορφή τέχνης, και όπως κάθε έργο τέχνης σκοπό έχει την ψυχαγωγία, και με την αρχαιοελληνική σημασία της λέξης (αγωγή της ψυχής) αλλά και με την νεοελληνική (απόλαυση). Η καλαισθητική απόλαυση, λοιπόν, και η πρόκληση στον αναγνώστη να σκεφτεί και να προβληματιστεί πάνω στα ανθρώπινα ώστε να «παίρνει θέση» (να διαμορφώνει στάση), είναι κατά τη γνώμη μου αυτό που πρέπει να αναζητούμε σε κάθε γνήσιο καλλιτεχνικό έργο. Και κάθε τέχνη έχει τα δικά της εργαλεία για να πετύχει το στόχο της. Ο μυθιστοριογράφος στόχο έχει να «ιστορήσει» τον μύθο που έχει πλάσει. Εργαλείο του η γλώσσα. Αρα κατά πρώτον απαιτείται η άριστη γνώση και χρήση της γλώσσας στην οποία γράφει, η αφηγηματική άνεση (εννοώ όχι τον κατασκευασμένο, αλλά τον φυσικό, αβίαστο τρόπο αφήγησης), η ικανότητα για αυθεντικούς διαλόγους και βασικά η διαμόρφωση προσωπικού ύφους.  Η πλοκή, οι ανατροπές και οι κορυφώσεις είναι επίσης σημαντικά στοιχεία. Πιο μπροστά όμως είναι η ικανότητα να στήνει με αληθοφάνεια και πλαστικότητα τον χώρο και τα όσα συμβαίνουν μέσα σε αυτόν. Και ακόμα πιο μπροστά, το να κινεί μέσα σε αυτόν πρόσωπα-ήρωες ολοκληρωμένους και τρισδιάστατους, θα τους έλεγα. Δηλαδή να μην είναι επίπεδοι, να μην έχουν μόνο σώμα, αλλά και ψυχή (σκέψη και συναίσθημα με τις διακυμάνσεις τους), που να τα νιώθει ο αναγνώστης και να συνεπαίρνουν.

Αλλά όλα αυτά θα ήταν ένα τίποτα, ένας νεκρός, μη ζων κόσμος, αν δεν υπήρχε ο δημιουργός να εμφυσήσει πνοή ζωής και να δώσει κίνηση και ζωή σε αυτόν τον κόσμο. Και αυτό είναι το πρώτιστο, που κάνει τη διαφορά. Η έμπνευση και το ταλέντο (το θείο δώρο που ξεχωρίζει τον καλλιτέχνη από τον απλό γραφιά) είναι εκείνα που δίνουν πνοή, ανασταίνουν τον κόσμο που αυτός στήνει, ζωντανεύουν τον χώρο, τα γεγονότα, τα πρόσωπα και τότε ο αναγνώστης ζει και αυτός, χαίρεται και απολαμβάνει τον κόσμο του βιβλίου.

Για να συνοψίσω, οι ολοκληρωμένοι ανθρώπινοι χαρακτήρες (χαρακτήρες που αναδύονται μέσα από την καταγραφή της αντίδρασής τους στις προκλήσεις του περιβάλλοντος και του εσωτερικού τους κόσμου), στους οποίους έχει δώσει πνοή ζωής με το ταλέντο του ο συγγραφέας χειριζόμενος με μαεστρία όλα τα «εργαλεία» που ανέφερα πιο πάνω, ανεβάζουν -κατά τη γνώμη μου- ένα μυθιστόρημα στο επίπεδο της, όπως με ρωτήσατε, καλής λογοτεχνίας.

- Τι υπηρεσίες προσφέρει η Ενωση Μεσσηνίων Συγγραφέων τόσο στα μέλη της όσο και στο κοινό; Ποια είναι η δική σας οπτική σχετικά με την ύπαρξη και τη δράση της;

Δεν ήθελα να μιλήσω για την Ενωση Μεσσηνίων Συγγραφέων. Ελπίζω να βρεθεί ευκαιρία στο μέλλον να τα πούμε αναλυτικά. Επειδή όμως με ρωτήσατε και τυχαίνει να είμαι πρόεδρός της, θα αναφερθώ πολύ σύντομα.

Σκοπός πρωταρχικός της Ενωσης είναι η προβολή και στήριξη του  έργου των μελών της. Και το επιχειρούμε μέσα από τα λογοτεχνικά απογευματινά, την ιστοσελίδα της Ενωσης, την περιοδική (κάθε δεύτερη χρονιά) έκδοση του τόμου «Μεσσηνιακές Δημιουργίες» -ήδη ετοιμάζεται αυτόν τον μήνα η κυκλοφορία του έβδομου τόμου-, την καθιερωμένη πια ημέρα ποίησης και μέσα από άλλες ευκαιριακές εκδηλώσεις. Μέσα από όλα αυτά δίνουμε τη δυνατότητα στα μέλη μας να κάνουν γνωστό το έργο τους.

Με σειρά άλλων εκδηλώσεων (και σε συνεργασία και με άλλους φορείς) προωθούμε την φιλαναγνωσία, την αγάπη για το βιβλίο, την τέχνη και τον πολιτισμό γενικότερα. Σημειώνω πρόχειρα το διήμερο αφιέρωμά μας τον περασμένο χειμώνα στον Θόδωρο Αγγελόπουλο, την έναρξη σειράς εκδηλώσεων για το νεοελληνικό μυθιστόρημα και την παράλληλη λειτουργία λέσχης ανάγνωσης σε συνεργασία με τη δημόσια βιβλιοθήκη, και πολλές άλλες. Θα σταματήσω όμως εδώ προσθέτοντας μόνο πως τα τελευταία χρόνια η προσφορά της Ενωσής μας βρίσκεται σε ανοδική πορεία, έχει αποκτήσει ένα σεβαστό κοινό που πλαισιώνει τις εκδηλώσεις της και αισιοδοξούμε για το μέλλον. Σκοπός μας είναι να συμβάλουμε κι εμείς με τις δικές μας δυνάμεις στην οικοδόμηση του πολιτιστικού προσώπου της πόλης μας.

Νομίζω πως έγινε κατανοητός ο λόγος ύπαρξης της Ενωσης Συγγραφέων, αλλά για κάποιον δύσπιστο πρέπει να προσθέσω πως δεν είναι λιγότερο σημαντικός από τον λόγο ύπαρξης πολλών ενώσεων, συλλόγων και σωματείων που λειτουργούν στην πόλη μας.

Καταλαβαίνετε όμως, για να κλείσω, πως οι όποιες δράσεις και η αποτελεσματικότητά τους, όπως συμβαίνει άλλωστε σε όλους τους συλλόγους και οργανώσεις, εξαρτώνται από τη συμμετοχή, καθώς και την προσέλκυση και εγγραφή νέων μελών. Είμαστε ανοιχτοί σε όλους, όπως και σε συνεργασίες με άλλους φορείς - γιατί πιστεύουμε πως μέσα από τη συνεργασία αυτών που έχουν κάθε διάθεση να προσφέρουν, η όποια δράση αποχτά τέτοια δυναμική που πολλαπλασιάζει την προσφορά μας.