Κυριακή, 22 Νοεμβρίου 2020 07:44

O δάσκαλος κιθάρας Μπάμπης Πετρουλάκης στην "Ε": “Ενίοτε και τα πιο τρελά όνειρα γίνονται πραγματικότητα!”

O δάσκαλος κιθάρας Μπάμπης Πετρουλάκης στην "Ε": “Ενίοτε και τα πιο τρελά όνειρα γίνονται πραγματικότητα!”

Κατάφερε να εμφυσήσει την αγάπη για τη μουσική σε δεκάδες παιδιά της πόλης. Κέρδισε βραβεία και διακρίσεις, έζησε πολλές τιμητικές στιγμές, όμως ως πιο ακριβό “βραβείο” θεωρεί την αναγνώριση των μαθητών του, πολλοί από τους οποίους σήμερα κάνουν καριέρα στη μουσική και τις τέχνες, ενώ αρκετοί διδάσκουν.

Ο λόγος για τον δάσκαλο κιθάρας Μπάμπη Πετρουλάκη, που για πρώτη φορά ξεδιπλώνει στην “Ε” την πορεία της ζωής του και της εξέλιξής του στη μουσική. Ενας δρόμος γεμάτος νότες, μελωδίες και όνειρα…

 

Συνέντευξη στη
Γιούλα Σαρδέλη



- Σε ποια ηλικία ξεκινάει η σχέση σας με τη μουσική; Πότε δηλαδή ακούσατε μουσική πρώτη φορά και καταλάβατε ότι θέλετε να γίνετε μουσικός;

Από μικρό παιδάκι. Γεννήθηκα σε ένα σπίτι που όλοι τραγουδούσαν ή έπαιζαν κάποιο όργανο. Η μητέρα μου και ο πατέρας μου τραγουδούσαν πανέμορφα, ο θείος μου ο Μίμης έπαιζε κιθάρα και τραγουδούσε στη χορωδία του “Ορφέα”. Ο παππούς μου έπαιζε μαντολίνο. Φανταστείτε γύρω από ένα τραπέζι, να ακούς από μικρό παιδάκι τετράφωνη μουσική. Εμένα αυτό άρχισε να με συγκινεί. Πριν ακόμα πάω σχολείο, μπορούσα να κάνω πρώτες και δεύτερες φωνές. Για μένα αυτό ήταν κάτι σαν παιχνίδι. Μετά μου έκαναν δώρο μία φυσαρμόνικα. Ηταν το πρώτο μου όργανο και έμαθα να παίζω όπως μου έκατσε, δηλαδή... ανάποδα! Οταν το είδε ο φίλος μου ο Μάνος Αβαράκης ότι παίζω έτσι, τα ‘χασε!

- Δεν σας το είχε δείξει κανένας σωστά;

Οχι, μόνος μου έμαθα να παίζω φυσαρμόνικα, και παίζω μέχρι τώρα ανάποδα! Μετά πήγαμε με το θείο μου να μου διαλέξει μία κιθάρα στον μουσικό οίκο “Απόλλων” του πατέρα του Ντίνου Πλεμμένου - ήμουν τότε 8 ή 9 ετών. Από τη χαρά μου νόμιζα ότι δεν πατούσαν τα πόδια μου στη γη. Δεν υπήρχε τότε δάσκαλος για να σπουδάσει κάποιος κλασική κιθάρα στην Καλαμάτα. Ετσι άρχισα “κλέβοντας” κάποιες συγχορδίες, ώσπου σιγά σιγά άρχισα να παίζω αρκετά καλά τα τραγούδια της εποχής μου!

- Με βιβλία μαθαίνατε, μόνος σας;

Ετσι ξεκίνησα, μόνος μου. Για λίγα χρόνια στην εφηβεία μου συμμετείχα και στη χορωδία του “Ορφέα”. Είναι μεγάλη και όμορφη εμπειρία η πολυφωνία μιας καλής χορωδίας, για οποιονδήποτε μουσικό, και όχι μόνο. Σε ηλικία 14-15 ετών στην εφηβεία μας προχωρήσαμε και φτιάξαμε το πρώτο μας συγκρότημα, τους “Βatmen”, που ήταν και το πρώτο συγκρότημα ροκ στην Καλαμάτα.

- Ποιοι ήταν οι υπόλοιποι;

Ηταν ο Νίκος ο Μάλαμας -συγχωρεμένος- που έπαιζε ντραμς, ο Χρήστος Ζερμπίνος που έπαιζε πλήκτρα-ακορντεόν και αν θυμάμαι καλά και σαξόφωνο, ο οποίος αργότερα έκανε πολύ σοβαρές σπουδές και είναι πλέον σολίστ και συνθέτης. Ο Ηλίας ο Σκριμιζέας έπαιζε ηλεκτρικό μπάσο και τρομπέτα, κι ο Μπάμπης ο Πρωτόπαπας έπαιζε σόλο ηλεκτρική κιθάρα. Ο Χρήστος και ο Ηλίας ήταν παιδιά που πήγαιναν και στη Φιλαρμονική την εποχή εκείνη.

- Τι είδους μουσική παίζατε; Να υποθέσω ροκ της εποχής;

Ναι, παίζαμε ροκ και ξένη και ελληνική, φτιάχναμε και δικά μας κομμάτια και φυσικά Βeatles, Rolling Stones, Animals κ.α. Μετά μου δόθηκε μια ευκαιρία, γιατί η άλλη μου αγάπη ήταν ο στίβος. Υπήρξα αθλητής των 100 μέτρων με καλές επιδόσεις για την εποχή, όταν με προσκάλεσε ο προπονητής της Εθνικής Ομάδας Στίβου, ο Νίκος Γεωργόπουλος, μεγάλος πρωταθλητής και εξαιρετικός και ευγενικός άνθρωπος, να συμμετάσχω στην ομάδα προετοιμασίας του. Βρήκα λοιπόν την ευκαιρία όσο ήμουν στην Αθήνα να δω τι είναι αυτό που λέγεται “κλασική κιθάρα” και μπορεί να παίζει σαν 3 κιθάρες μαζί! Ετσι ήρθα σε επαφή με τον αείμνηστο και αγαπημένο μου δάσκαλο Δημήτρη Φάμπα, καθηγητή τότε του Εθνικού Ωδείου. Δύο ήταν τότε τα μεγάλα ονόματα της κιθάρας στην Αθήνα: ο Δημήτρης Φάμπας και ο Γεράσιμος Μηλιαρέσης.

- Πάνω στη δουλειά αυτών των ανθρώπων δεν “πατάμε” σήμερα για τη διδασκαλία της μουσικής;

Ακριβώς. Χάρη σε αυτούς τους πρωτεργάτες και άξιους ανθρώπους της κιθάρας και της μουσικής, υπάρχει αυτή η μεγάλη εξέλιξη και το υψηλό επίπεδο της κλασικής κιθάρας σήμερα στην Ελλάδα. Μερικοί από τους διάσημους μαθητές του Δημήτρη Φάμπα είναι ο Βαγγέλης Ασημακόπουλος, η Λίζα Ζώη, ο Νότης Μαυρουδής, ο Κώστας Γρηγορέας, ο Βαγγέλης Μπουντούνης, η Εύα Φάμπα και αρκετοί άλλοι. Ηταν πράγματι χαρισματικός άνθρωπος και είμαι πολύ τυχερός που τον γνώρισα.

- Ο δάσκαλός σας σε τι επίπεδο βρήκε το παίξιμο σας, την τεχνική σας; Γιατί εσείς ήσασταν ένα παιδί της επαρχίας αυτοδίδακτο.

Αυτό αξίζει να το πω. Εγώ νόμιζα ότι ήξερα σε κάποιο επίπεδο κιθάρα. Μόλις με είδε μου ζήτησε να του παίξω κάτι. Η απάντησή του ήταν: "Να ξεχάσεις ό,τι ξέρεις γιατί θα ξεκινήσουμε από την αρχή, να ξεχάσεις τελείως ό,τι έχεις κάνει μέχρι τώρα". Και έτσι ξεκίνησα από την αρχή. Βέβαια υπήρξε εκρηκτική πρόοδος μετά την αλφαβήτα! Στην αρχή όμως μου κόπηκαν τα γόνατα... Δεν ήξερα τι να πω. Αργότερα όμως κατάλαβα τι είναι οι πραγματικές σπουδές στην κλασική κιθάρα και πόσο διαφέρει αυτό, από το να παίζεις τραγουδάκια. Ετσι συνέχισα με αρκετό διάβασμα, φτάνοντας αρκετά γρήγορα στο επίπεδο της ανώτερης βαθμίδας.

- Οσο ζούσατε στην Αθήνα, με τι άλλο ασχολιόσασταν;

Κάθε απόγευμα έκανα προπόνηση στο “Καραϊσκάκη” με το Νίκο Γεωργόπουλο, και συγχρόνως είχα διάβασμα και μελέτη θεωρίας, αρμονίας, ιστορίας μουσικής κλπ. Πολύ δύσκολες εποχές, μιλάμε για ’68 - ’69 - ’70 - ’71. Ηταν η εποχή που μαζευόμαστε κρυφά για να ανταλλάξουμε απόψεις με τους φοιτητές ή να παίξουμε τραγούδια του Θεοδωράκη.

- Αρα πρέπει να ήσασταν και κοντά σε έναν κύκλο με πολύ ενδιαφέροντες ανθρώπους…

Είναι μεγάλη τύχη που γνώρισα τέτοιους ανθρώπους. Πολύ αργότερα, το ’85, γνώρισα έναν άλλο πολύ σημαντικό και εξαιρετικό άνθρωπο στο χώρο της κλασικής κιθάρας και της μουσικής, τον Γιάννη Μαυρέα. Το όνειρο του πατέρα μου όμως δεν ήταν να γίνω μουσικός. Ετσι άφησα τις παρέες μου στην Αθήνα, τους κύκλους της μουσικής και του αθλητισμού, κι έδωσα εξετάσεις και μπήκα τότε στην Τράπεζα της Ελλάδος.

- Πώς ήταν αυτή η μετάβαση;

Μπήκα σε ένα περιβάλλον το οποίο ήταν τελείως ξένο με τους χώρους που είχα ως τότε συνηθίσει. Ομως σε λίγα χρόνια άρχισα σιγά σιγά να διδάσκω παιδιά φίλων, γεγονός που με έκανε να νιώσω πολύ καλύτερα. Οσον αφορά τη νέα ζωή μου εδώ στην Καλαμάτα, αξίζει να σας πω μια μικρή αλλά σημαντική για μένα ιστοριούλα… Στα χρόνια της μεταπολίτευσης ’77 - ’78, είχαμε φτιάξει μια παρέα, τη λεγόμενη “παρέα της Τρίτης”. Σε αυτή την παρέα ήμασταν φίλοι που γνωριζόμασταν από μικρά παιδιά, από τις ίδιες γειτονιές, και μας συνέδεαν πολλά και αγνά συναισθήματα. Μεγάλοι πια. Κάθε Τρίτη λοιπόν μαζευόμασταν έξω από το φούρνο του φίλου μας του Διαμαντή του Χρηστέα και βγαίναμε για φαγητό. Υπήρχε ένα ευρύ πολιτικό φάσμα, από δεξιά μέχρι αριστερά, όπερ σημαίνει ότι γινόταν ένας χαμός! Εποχές πολιτικών αναβρασμών γαρ. Συνήθως μετά πηγαίναμε στη “Μέλισσα”, ένα όμορφο μικρό ζαχαροπλαστείο στη Ναυαρίνου, για γλυκό.
Συνήθως έπαιρνα μαζί μου και την κιθάρα μου. Ενα τέτοιο βράδυ μεταξύ Νέου Κύματος και Χατζιδάκι ξεφούρνισα μια τρελή ιδέα. Είπα “για φανταστείτε το 1ο Γυμνάσιο”, που οι περισσότεροι είχαμε φοιτήσει και που πλέον ήταν με πεσμένα ταβάνια, με σπασμένα παράθυρα, ερείπιο σχεδόν, “να μεταμορφωνόταν σε κάτι άλλο. Να είμαστε λέει κάτω στο προαύλιο της Υπαπαντής και το κτήριο να είναι φωτισμένο, κι από το ένα παραθυράκι να ακούγεται ένα παιδάκι να παίζει τσέλο, ένα άλλο να παίζει φλάουτο, άλλο κιθάρα”… Ολοι τότε με κοίταξαν περίεργα λέγοντας ”εδώ ο κόσμος χάνεται και εσύ… το βιολί σου, ρομαντικέ, ποτέ δεν βάζεις μυαλό”. Ενίοτε όμως και τα πιο τρελά όνειρα γίνονται πραγματικότητα! Από αυτή την παρέα σε λίγα χρόνια προήλθαν δήμαρχοι, αντιδήμαρχοι, δημοτικοί σύμβουλοι, βουλευτές, ακόμα και υπουργοί. Οπως λέει και ο Σαββόπουλος “φτιάχνουν οι Ελληνες κυκλώματα και ιστορία οι παρέες”!

- Πόσα χρόνια μετά έγινε το Ωδείο;

Σε λίγα χρόνια, το ’85 κατά σύμπτωση ίσως (;) το παλιό μας Γυμνάσιο είχε μετατραπεί σε Δημοτικό Ωδείο, και το ’86 άρχισα να διδάσκω μαζί με τον Γιάννη τον Μαυρέα. Εκεί παρέμεινα έως το ’97. Είχα τη μεγάλη τύχη να ζήσω το όνειρό μου.

- Ο Μαυρέας ήταν επίσης τότε ένα μεγάλο όνομα και αυτός.

Ο Γιάννης Μαυρέας ήταν σολίστ σε επίπεδο master degree, με πολύ καλές σπουδές στην Αμερική, και θέλησε να έρθει στην πόλη του, να διδάξει τα παιδιά της πόλης μας κιθάρα, και για συναισθηματικούς κυρίως λόγους. Ηταν εξαιρετικός σολίστ και δάσκαλος, και η επαφή μαζί του ήταν για μένα πολύ σημαντική γιατί μου έδωσε πάρα πολλά στην κιθάρα, στη μουσική δωματίου και στην ορχήστρα. Ηταν ίσως ο σημαντικότερος πυλώνας στην κιθάρα, που πέρασε από την Καλαμάτα. Χρειάζεται σεμνότητα και ταπείνωση μπροστά στο μέγεθος τέτοιων ανθρώπων. Αισθάνομαι ευτυχής που ήμουν μαζί του όλα αυτά τα χρόνια. Εύχομαι να είναι πάντα καλά.

- Μεγαλώνοντας, από την εφηβεία και μετά, ποιοι είναι αυτοί οι συνθέτες που σας εξέφραζαν, που σας ταίριαζαν και τους θαυμάσατε περισσότερο;

Στις μουσικές σπουδές περνάνε εκατοντάδες συνθέτες από μπροστά σου, από την αρχαιότητα μέχρι τη σύγχρονη εποχή. Δεν μπορείς να έχεις έναν ή δύο αγαπημένους σύνθετες. Κάθε εποχή έχει τους δικούς της μεγάλους σύνθετες με πανέμορφα έργα. Αναγέννηση, μπαρόκ, προκλασική, κλασική, ρομαντική, σύγχρονη εποχή, εκατοντάδες περίτεχνα κομμάτια. Για να ξεκουραστείς άκουσε το “Αir” του Μπαχ, αν θες κάτι ήρεμο άκουσε “Νυχτερινά” του Σοπέν. Για εγρήγορση άκουσε τη “Σονάτα για δύο πιάνα σε ρε” του Μότσαρτ.

- Ωραίο αυτό που λέτε, ότι η κλασική μουσική δίνει διεξόδους για κάθε ανάγκη και στιγμή του ανθρώπου.

Ακριβώς, δεν μπορεί να είσαι φαν ενός συνθέτη. Εμένα προσωπικά μου αρέσει η εποχή μπαρόκ. Φαντάσου ότι το πρώτο βραβείο με τους μαθητές μου, της ορχήστρας, το πήραμε παίζοντας το 3ο “Βραδεμβούργο κονσέρτο” του Γιόχαν Σεμπάστιαν Μπαχ, μία τρίφωνη φούγκα του Χέντελ και ένα κονσέρτο του Βιβάλντι - όλα της εποχής μπαρόκ. Οταν μαζευόμαστε με τους παλιούς μου μαθητές και φίλους πλέον παίζουμε Βιβάλντι, Μότσαρτ, Ελληνες συνθέτες, Χατζιδάκι με 5 κιθάρες. Πανέμορφη η μουσική του Χατζιδάκι και πάρα πολύ αισθαντική, και στρατευμένη η μουσική του Θεοδωράκη, αλλά δεν μπορείς να αφήσεις έξω τον Ξαρχάκο, τον Μαρκόπουλο και πολλούς σημερινούς σύνθετες που γράφουν πολύ όμορφα πράγματα.

- Λέτε λοιπόν να είμαστε ανοιχτοί στα ακούσματα.

Ποτέ δεν είναι “αυτό και τίποτα άλλο”, γιατί όλοι οι συνθέτες έχουν κάτι να πουν και κάτι να δώσουν.

- Σκεφτήκατε να γίνετε σολίστ;

Οταν παίρνεις το δίπλωμά σου θεωρείσαι τυπικά σολίστ. Η πραγματικότητα όμως στη χώρα μας και σε μία μικρή επαρχία είναι αδυσώπητη. Δεν μπορεί να ζήσει κάποιος, βιοποριστικά εννοώ, μόνο ως σολίστ με συναυλίες και cd. Δεν υπάρχει το αντίστοιχο κοινό που να στηρίξει οικονομικά αυτή την επιλογή. Θα πρέπει λοιπόν να διδάσκεις 6-7 ώρες, να μελετάς άλλες τόσες, και να έχεις προσωπική ζωή και οικογένεια. Από δύσκολο έως αδύνατο. Δείτε το Μέγαρο Χορού Καλαμάτας, είναι κλειστό. Πόσες μέρες το χρόνο δουλεύει για συναυλίες παντός είδους; Ετσι οι περισσότεροι σολίστ σήμερα διδάσκουν, γράφουν μεθόδους, ηχογραφούν cd και προσπαθούν σε μία δύσκολη εποχή να επιβιώσουν.

- Ποιες ήταν οι καλύτερες στιγμές που περάσατε με τους μαθητές σας αυτά τα χρόνια, ποιες ξεχωρίζετε;

Είναι πολλές χαρούμενες και συγκινητικές! Είναι οι στιγμές των βραβεύσεων της κλασικής ορχήστρας με 3 πανελλήνια και 4 πελοποννησιακά βραβεία, στιγμές που βλέπεις 20 παιδιά από την Καλαμάτα να μην πατάνε τα πόδια τους στη γη από τη χαρά τους. Είναι όταν βλέπεις μαθητές σου να βραβεύονται με ατομικά βραβεία σε πανελλήνιους αγώνες. Είναι όταν το υπουργείο Παιδείας μου απένειμε τιμητικό δίπλωμα ως καθηγητή κλασικής κιθάρας για το 1ο Πανελλήνιο Βραβείο Κλασικής Ορχήστρας με 18 κιθάρες. Αυτό το θεωρώ καλύτερο από το δίπλωμά μου! Είναι όταν 30 παιδιά από οικογένειες με οικονομικές δυσκολίες -που τα δίδαξα αφιλοκερδώς για 10 χρόνια μαζί με την Κατερίνα στα θεωρητικά- σε μία συγκινητική τελετή μάς χάρισαν μια αναμνηστική πλακέτα “τιμής ένεκεν” για να μας ευχαριστήσουν.
Είναι όταν ο Δήμος Καλαμάτας μου απένειμε τιμητική πλακέτα για την μουσική προσφορά μου στην πόλη. Είναι όταν μαθήτριες και μαθητές μου, αγαπημένα μου παιδιά, έπαιρναν τα πτυχία και τα διπλώματά τους στην κιθάρα με άριστα.
Μία άλλη σπάνια και συγκινητική στιγμή ήταν στο 7ο Συνέδριο - Φεστιβάλ Κιθάρας και Σύνθεσης στην Κέρκυρα. Κάναμε πρόβες με τα παιδιά της ορχήστρας γιατί έπρεπε να παίξουμε σε ένα πολύ δύσκολο και απαιτητικό κοινό με τα πιο γνωστά διεθνώς ονόματα της κιθάρας (Ηolzmann, Tannenbaum, Μorel, Michael Τchapdelen, Ασημακόπουλο, Ζώη, Αντωνίου κλπ). Τελειώνοντας την πρόβα είδα έναν άνθρωπο χαμηλού αναστήματος με άσπρα μαλλιά να έρχεται προς τα μένα. Με ρώτησε “είστε από την Καλαμάτα”; Με έπιασε αγκαλιά και τα μάτια του άρχισαν να τρέχουν... Ηταν ο George Ζarb. Εμείς τον γνωρίζαμε ως ένα διακεκριμένο Αγγλο σολίστ. Αρχισε με άπταιστα Ελληνικά να μου λέει: “Είμαι ο George Zarb, γιος του Νικολάου Ζαρμπ”, που υπήρξε διευθυντής της μαντολινάτας, ορχήστρας και χορωδίας προπολεμικά στην Καλαμάτα. Εφυγαν για την Αγγλία όταν ο Τζορτζ ήταν μικρό παιδί λίγο πριν από τον πόλεμο. Μου έδωσε και ένα φάκελο με κάποια αρχεία που έγραφαν για τον πατέρα του από την εφημερίδα “Θάρρος” της εποχής εκείνης. Ηταν για μένα μία πολύ συγκινητική στιγμή.
Το μεγαλύτερο όμως βραβείο της ζωής μου και της μουσικής μου καριέρας είναι όταν με επισκέπτονται παλιοί μου μαθητές και μαθήτριες, που δίδαξα πριν 20 ή 30 χρόνια, μαζί με τις οικογένειές τους πλέον. Για να με δουν, να μιλήσουμε και να θυμηθούμε! Είναι οι πιο συγκινητικές στιγμές, οι πιο χαρούμενες και πιο ανθρώπινες. Είναι ο ζεστός και απλός, αλλά πολύ τιμητικός τίτλος του “δασκάλου" και πιστεύω πολύ πιο σπουδαίος από τον τίτλο του σολίστ”!

- Πώς βλέπετε το καλλιτεχνικό επίπεδο της πόλης σήμερα;

Ο πολιτισμός, όπως ξέρετε, τα τελευταία 10 χρόνια με την κρίση και τώρα ειδικά με αυτό που περνάμε, δέχεται σφοδρό χτύπημα, και μεταξύ των άλλων, φυσικά το δέχεται και η πόλη. Δεν μπορεί να λειτουργήσει ο πολιτισμός με τέτοιες συνθήκες, χρειάζεται κάτι άλλο. Υπάρχει το δυναμικό στην πόλη, υπάρχουν θεατρικά σχήματα, συγκροτήματα, υπάρχει χορός, μουσική, εικαστικά, υπάρχουν νέα παιδιά, καθηγητές και δάσκαλοι, οι οποίοι είναι αξιόλογα παιδιά και νομίζω ότι θα το πάνε ακόμα πιο πέρα το θέμα του πολιτισμού στην πόλη. Κάποιοι από αυτούς ήταν και μαθητές μου. Εχω εμπιστοσύνη σε αυτά τα παιδιά, αλλά η εποχή που περνάμε είναι πολύ δύσκολη.
Υπάρχει επίπεδο, υπάρχουν άνθρωποι και μορφωμένοι και με πολύ καλές σπουδές σε όλο το χώρο. Οταν θα ανακάμψει η κατάσταση πρέπει να πάψουμε να συντηρούμε βασανιστικά αυτό που βρήκαμε από το ’85, και να υπάρξει ένα καινούργιο όραμα πολιτισμού για την πόλη. Ξεκίνησε ο Μπένος με κάτι πολύ σπουδαίο. Δεν υπήρχε περίπτωση ως τότε ένα παιδί να μπορεί να σπουδάσει μουσική, εικαστικά, χορό. Πρέπει όμως να πάψουμε να συντηρούμε απλά, και να αυτοδοξαζομαστε για αυτό που βρήκαμε - και να δούμε ένα καινούργιο ξεκίνημα, μία επανεκκίνηση του πολιτισμού στην πόλη μας. Να σκεφτούμε τι πόλη του πολιτισμού θέλουμε μετά από 20 χρόνια. Εγώ δεν θα υπάρχω, η δικιά μου γενιά δεν θα υπάρχει, όμως θα πρέπει να σκεφτούν από τώρα αυτά τα παιδιά που είναι τώρα στα πράγματα και διδάσκουν και τρέχουν, τι πόλη θέλουν να έχουν στο χώρο του πολιτισμού τις επόμενες δεκαετίες!

- Οσον αφορά τη σύνθεση, έχετε ποτέ καταπιαστεί;

Δεν υπάρχει μουσικός που να μην έχει γράψει έστω και κάποια λίγα πράγματα δικά του. Ετσι κι εγώ έχω κάποια ξεχασμένα σε συρτάρια.

- Ούτε τώρα με την καραντίνα που είχατε πολύ χρόνο, δεν είπατε να κάνετε ένα cd;

Τώρα που έχω περισσότερο χρόνο έχω ξεκινήσει κάτι άλλο. Προσπαθώ όσο μπορώ να φτιάξω διασκευές Ελλήνων και ξένων συνθετών σε διαφορετικά επίπεδα δυσκολίας, που να μπορεί να τα παίξει από ένα παιδάκι που πηγαίνει στην προκαταρκτική, μέχρι και ένα παιδί που είναι κοντά στο πτυχίο του. Θέλω αυτά να συνδέονται μεταξύ τους και να μπορούν να παιχτούν από ένα σύνολο με κιθάρες, να μπορεί ένα μικρό παιδάκι να συμμετέχει μαζί με τους μεγάλους, με απλά λόγια!

- Πώς νιώθετε που η Κατερίνα, η κόρη σας, έχει ακολουθήσει μουσικά βήματα; Και μάλιστα γράφει και δική της μουσική;

Είμαι πολύ περήφανος, η Κατερίνα είναι ένα πολύ ευαίσθητο και ταλαντούχο παιδί, της άρεσε πάρα πολύ η μουσική και περάτωσε τις σπουδές της στο πιάνο, στο φλάουτο και στη σύνθεση. Είναι μία ολοκληρωμένη μουσικός και έχει εμπειρία στη διδασκαλία. Εχει διδάξει πιάνο, θεωρητικά και χορωδία για αρκετό καιρό. Ο Παναγιώτης σπούδασε καλές τέχνες και έκανε φλάουτο με ράμφος με το Μάνο Αβαράκη έως την ανωτέρα. Η Ηρώ έχει φτάσει στο επίπεδο της ανωτέρας στην κιθάρα και έχει σπουδάσει Αρχιτεκτονική. Και τα τρία μου παιδιά ασχολήθηκαν με τις τέχνες και αισθάνομαι περήφανος για όλα. Οταν είσαι άνθρωπος των τεχνών, αγαπάς την ποίηση, τα εικαστικά, το χορό, σου αρέσει το θέατρο, ο κινηματογράφος, γενικά ότι είναι τέχνη. Το πρώτο μάθημα που έκανα πάντα στους μαθητές μου ήταν να μάθουν γιατί λέγονται “καλές τέχνες”!