- Εκτός από σκηνοθέτης της παράστασης είστε και ο καλλιτεχνικός διευθυντής του ΔΗΠΕΘΕ Αγρινίου. Συνετέλεσε αυτό για την συμπαραγωγή των δύο θεάτρων;
"Το πράγμα έγινε εντελώς απλά. Ο Νίκος Ξανθούλης, τον οποίο γνωρίζω πολλά χρόνια απ' όταν σκηνοθετούσα στη Λυρική, μου πρότεινε να σκηνοθετήσω και του είπα ευχαρίστως, αλλά να το κάνουμε ως συμπαραγωγή και ό,τι μπορεί να συνεισφέρει το Αγρίνιο να το δώσει. Ετσι λοιπόν έγινε και το ΔΗΠΕΘΕ Αγρινίου με όσα μέσα έχει -σαφώς όχι όσα της Καλαμάτας- συνέπραξε και ξεκινήσαμε την παραγωγή".
- Η επιλογή του έργου;
"Ηταν του Νίκου, που έχει ξαναγράψει μουσική γι' αυτό το έργο και το αγαπάει πάρα πολύ, ενώ εμένα ο Ευριπίδης είναι ο αγαπημένος μου από τους τραγικούς κι αυτό το έργο είναι μια τεράστια πρόκληση, γιατί είναι ένα έργο του οποίου ο ουσιαστικός χαρακτήρας είναι αινιγματικός. Δεν ξέρει κανείς από πού να το πιάσει αυτό το έργο. Εχουν γίνει κατά το παρελθόν διάφορες παραστάσεις με ανάλογες προσεγγίσεις. Για παράδειγμα στο Εθνικό Θέατρο όταν πρωτοπαίχτηκε το αντιμετώπισαν ως μια κανονική τραγωδία, αργότερα στο ΚΘΒΕ το 1982 προσπάθησαν να δώσουν την κωμική πλευρά του και έκαναν μια τρελή κωμωδία, ενώ ως τρελή κωμωδία το ανέβασε και ο Αθερίδης με την Καρύδη. Εμείς αφεθήκαμε στο ίδιο το έργο να μας παρασύρει και προσπαθήσαμε να συμπλεύσουμε μ' αυτό που το ίδιο το έργο επιβάλλει και υποβάλλει. Δηλαδή, το έργο αρχίζει ως μια τυπική τραγωδία. Είναι η Ελένη που περιμένει τον άντρα της ο οποίος σκοτώνεται στην Τροία με τους Ελληνες, η ίδια είναι αθώα, αλλά κανείς δεν ξέρει την ταυτότητά της και κανείς δεν ξέρει ότι είναι στην Αίγυπτο. Ο Τεύκρος της λέει τι ακριβώς έχει συμβεί και είναι και ο πρώτος που συνειδητοποιεί ότι ο πόλεμος της Τροίας έγινε για το τίποτα. Εκεί στην παράστασή μας, πρωτομπαίνει το ποίημα του Σεφέρη, το έχουμε εντάξει στην δραματουργική υφή του έργου. Μετά η Ελένη έχει έναν θρήνο αυθεντικό, ίσως πιο υπερβολικό απ' ό,τι πρέπει με το Χορό που ο ίδιος ο Ευριπίδης έχει δώσει στο κείμενο μια μελοδραματική υφή. Κατόπιν εξαφανίζει το Χορό, τον βάζει μέσα στο παλάτι, κάτι που σπανίως συμβαίνει στις τραγωδίες, κι έχουμε την είσοδο του Μενέλαου. Από και ύστερα αρχίζει η ρωγμή του έργου, αρχίζει και διαβρώνεται ο τραγικός χαρακτήρας και ο Μενέλαος φέρνει έναν άλλο κόσμο μαζί του".
- Τον Μενέλαο, ως έναν βαθμό τον γελοιοποιεί ο Ευριπίδης;
"Δεν θα έλεγα ότι τον γελοιοποιεί, αλλά ο ίδιος ο Μενέλαος διαβρώνει το έργο με κάτι άλλο. Δεν τον εξευτελίζει το κείμενο, απλώς του δίνει έναν άλλον χαρακτήρα και πρέπει όταν θα εμφανιστεί η Ελένη ξανά μέσα από το παλάτι, αυτές οι δύο ατμόσφαιρες της παράστασης να γίνουν ένα. Αυτό λοιπόν το ακολουθήσαμε μέχρι το τέλος. Από εκείνο το σημείο όμως της συνάντησής τους αρχίζει το έργο και βουτάει μέσα σε ένα άλλο ύφος, πιο ελαφρύ αν θέλετε, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν υπάρχουν και σημεία καθαρά δραματικά ή σοβαρά. Επίσης πρέπει να αναλογιστεί κανείς ότι ένα έργο όταν γράφεται μετά από μια πολεμική καταστροφή, ναι μεν θέλει λίγο να ξελεγράρει το κοινό του ο συγγραφέας, αλλά δεν μπορεί να είναι εντελώς αμέτοχος σ' αυτό που έχει συμβεί. Από εκεί λοιπόν ξεκινώντας πάμε στο ποίημα του Σεφέρη που ακολουθώντας τον Ευριπίδη στην ουσία του έργου ότι οι πόλεμοι γίνονται για το τίποτα, μιλάει για "ένα πουκάμισο αδειανό". Ακολουθώντας λοιπόν αυτό είδαμε κι άλλα πράγματα. Υπάρχουν δύο στοιχεία, το ένα επακόλουθο του άλλου. Αφενός ότι οι πόλεμοι γίνονται για το τίποτα και αφετέρου όλα τα δεινά και όλα τα βάσανα αφορούν μόνο τους απλούς ανθρώπους, τους αφανείς. Ο Μενέλαος παίρνει την Ελένη και φεύγουν χωρίς να σκεφτούν ξανά ότι έγινε μια καταστροφή για το τίποτα. Δεν είναι ένα αφελές έργο και τα πάντα μέσα σ' αυτό έχουν δύο όψεις. Υπάρχει η Ελένη η καταστροφική, η Ελένη η αγνή και η άσπιλη αλλά έχοντας μέσα της το σπέρμα της καταστροφής. Οπως λέει ο Δημητριάδης που έκανε την μετάφραση, είναι ο ιός Ελένη, είναι μια επιδημία, μια αρρώστια. Ο Μενέλαος εμφανίζεται ως κουρελής αλλά είναι ο πολέμαρχος της Τροίας. Οι Διόσκουροι επίσης είναι δύο και τα πάντα έχουν δύο όψεις".
- Εχετε κάνει ένα ανέβασμα λοιπόν παραδοσιακό με μοντέρνα στοιχεία, πρωτοποριακά ίσως;
"Δεν θα τα έλεγα πρωτοποριακά. Δεν ξεκινάει κανείς για να κάνει πρωτοπορία αλλά για να βγάλει αυτό που τον εκφράζει με βάση αυτά που θεωρεί σωστά".
- Τα τελευταία χρόνια όμως έχουμε δει και "τολμηρά" ανεβάσματα τραγωδιών.
"Οταν αυτή η "τόλμη" στηρίζεται, δικαιολογείται και προέρχεται από μια εσωτερική ανάγκη του καλλιτέχνη να εκφραστεί, είναι απολύτως σεβαστή και απολύτως ενδιαφέρουσα. Οταν γίνεται για να γίνει είναι ένα τίποτα. Ποτέ δεν ξεκινάει ένα νεωτερίστικο στοιχείο, μια πρωτοπορία από την ανάγκη να κάνεις απλώς εντύπωση. Οσοι ξεκινάνε ακολουθώντας έναν συρμό εποχής χωρίς να τον δικαιολογούν ουσιαστικά σκοπός τους είναι μόνο να προκαλέσουν και εμένα με αφήνουν απολύτως αδιάφορο. Είναι απλώς ένας πιθηκισμός και μια στείρα αντίληψη για τα πράγματα".
- Η άποψή σας για τις παραστάσεις αρχαίου δράματος που χρησιμοποιούν ως πρωτοπορία προφανώς, πρωταγωνιστές που δεν προέρχονται από το θέατρο;
"Καταλαβαίνω για τι μιλάτε... και σ' αυτό διαφωνώ ριζικά. Βέβαια έχω κι εγώ στο παρελθόν δουλέψει με έναν άνθρωπο που δεν ανήκε εκ πρώτης όψεως στο χώρο της τραγωδίας, αλλά είχε σπουδάσει θέατρο. Αναφέρομαι στο Μάριο Φραγκούλη που έπαιξε στις "Βάκχες" έχοντας σπουδάσει όμως θέατρο στο Λονδίνο και έχοντας κάνει μουσικό θέατρο. Αρα λοιπόν, δεν ήταν καθόλου μακριά από το να μπει μέσα σε μια παράσταση. Δεν πιστεύω πάντως ότι έχουν εξαντληθεί πια οι άνθρωποι που κάνουν θέατρο και ότι μπορείς να πάρεις οποιονδήποτε να παίξει οτιδήποτε. Είναι πέρα για πέρα λάθος αυτό, αλλά είναι σημείο των καιρών και οι καιροί μας έχουν ένα μότο: Γιατί όχι; Εγώ θα έλεγα λοιπόν... γιατί ναι;".
- Το ελληνικό θέατρο εξακολουθεί να έχει καλή πάστα ηθοποιών;
"Μπορεί να υπάρχει καλό υλικό, είναι όμως ένα υλικό που έχει πάρα πολύ κακές συνήθειες. Πάρα πολλοί καλοί ηθοποιοί δεν ξεκινούν να αντιμετωπίσουν ευθέως έναν ρόλο αλλά πάνε διά της τεθλασμένης. Είναι δύσκολο πια να βρεις ανθρώπους που να μπορούν να αντιμετωπίσουν ένα κείμενο, να σταθούν απέναντί του και να σπάσουν το κεφάλι τους έστω, αλλά να το αντιμετωπίσουν στήθος με στήθος. Συνήθως το αντιμετωπίζουν με άλλους τρόπους που δεν ξέρω αν εξυπηρετούν τίποτα".
- Αυτό σημαίνει ελλειμματική παιδεία των ίδιων ή προβληματική διδασκαλία τους;
"Πιστεύω ότι βγαίνουν πια από τις δραματικές σχολές πολύ λίγο καταρτισμένοι. Γίνονται καταστροφές στις σχολές και διαστρεβλώνουν τα ταλέντα των ανθρώπων και τους οδηγούν σε δρόμους υποκριτικής παράδοξους, παράξενους που δεν αξιοποιούν τα ουσιαστικά προσόντα, αλλά την όποια τάση έρχεται από δω κι από κει και που τελικά είναι εύκολο να την ενστερνιστούν και να αντιμετωπίσουν ένα έργο. Είναι πρόβλημα από μόνο του ότι όποιος θέλει σήμερα ανοίγει μια δραματική σχολή και μάλιστα διδάσκει κιόλας και παίρνουν στο λαιμό τους τα παιδιά που πολλά έχουν και ταλέντο".