Η βραβευμένη θεατρική παράσταση, έρχεται για δεύτερη φορά στην Μεσσηνία και παρουσιάζεται απόψε στις 9.15 μ.μ. στην προβλήτα της Τίκλας στην Καρδαμύλη. Εβδομήντα καταιγιστικά λεπτά μιας πανανθρώπινης ιστορίας που φέρνει στην επιφάνεια το υπαρξιακό ερώτημα: «Εσύ φοβάσαι να κατέβεις από το πλοίο που γεννήθηκες;»
Ο Μελαχρινός Βελέντζας, μας εξηγεί τη φιλοσοφία πίσω από την επιλογή των ασυνήθιστων χώρων παρουσίασης και μοιράζεται τις συγκινητικές στιγμές που έχει ζήσει κατά τη διάρκεια αυτής της πολιτιστικής περιπέτειας.
Συνέντευξη στην Κωνσταντίνα Δρακουλάκου
Το "Lemon" δεν είναι απλώς μια θεατρική παράσταση, αλλά μια κινητή πολιτιστική εμπειρία. Πώς γεννήθηκε η ιδέα να παρουσιάσετε το έργο σε τόσο πρωτότυπους και ασυνήθιστους χώρους;
Για μένα, θέατρο υπάρχει όπου υπάρχουν θεατές. Έχουμε κάνει παραστάσεις εν πλω, σε αγκυροβολημένα καράβια, σε καρνάγιο, σε κτήμα λεμονιών, στο εγκαταλελειμμένο ξενοδοχείο Μπάγκειον της Αθήνας. Ταξιδεύουμε σε όλη την Ελλάδα από το 2018 ανάμεσα στη στεριά και τη θάλασσα για να προσφέρουμε μία πολιτιστική δυνατότητα σε κατοίκους απομακρυσμένων περιοχών. Φέτος, επιστρέφουμε στην Καρδαμύλη μετά την περυσινή παράστασή μας στο Κάστρο και αυτή τη φορά το Lemon θα βρει το σκηνικό του χώρο στην Προβλήτα της Τίκλας σε μία πρωτότυπη συνθήκη με τον ήχο της θάλασσας να συναντά τη ζωντανή μουσική από το πιάνο του 1900 και τα κύματα να περιβάλλουν τη σκηνή όπου θα ξετυλίξουμε την αφήγηση παρέα με το συνάδελφό μου Γιώργο Δρίβα, που υποδύεται τον τρομπετίστα Τιμ Τούνυ στο έργο μας. Η πολιτιστική αποκέντρωση είναι βασικός μου στόχος σε αυτή την ανεξάρτητη παραγωγή από το ξεκίνημα του ταξιδιού της. Πρόκειται για μία επιλογή σαφώς πιο δύσκολη, τόσο καλλιτεχνικά όσο και οικονομικά. Όταν τελικά όμως αυτές οι παραστάσεις πραγματοποιούνται τότε αυτό είναι συγκινητικό τόσο για εμάς όσο και για τους ίδιους τους θεατές. Προσωπικά, είναι ένας τρόπος να ανακαλύψω ξανά και ξανά αφενός το έργο και αφετέρου νέες δυνατότητες αφήγησης και καλλιτεχνικής παραγωγής. Ανυπομονoύμε για την παράσταση στην Προβλήτα της Τίκλας, που πραγματοποιείται με την πολύτιμη υποστήριξη των ντόπιων κατοίκων.
Έχετε ταξιδέψει με το "Lemon" σε πολλά απομακρυσμένα σημεία της Ελλάδας. Ποιες ήταν οι πιο συγκινητικές στιγμές που έχετε ζήσει σε αυτά τα ταξίδια;
Πολλά χρόνια. Πολλές στιγμές. Για ένα έργο κι ένα ταξίδι, που η επί σκηνής παράσταση αποτελεί ένα μέρος μόνο από αυτό που είναι το Lemon: μία πολιτιστική πρόταση έρευνας και παραγωγής σε συνεργασία με τις τοπικές κοινότητες με αφορμή την ιστορία του πιανίστα 1900. Θυμάμαι πως το 2018 είμαστε στη Σαντορίνη για να παίξουμε εν πλω. Λόγω ενός γραφειοκρατικού ζητήματος ο καπετάνιος δε θα μπορούσε να δέσει το καράβι στο λιμάνι προκειμένου να κάνουμε την τεχνική μας πρόβα. Οπότε μας λέει «Παιδιά! Φορτώστε και θα στήσουμε μεσοπέλαγα!». Είχε αρκετό κύμα. Μας θυμάμαι να πηγαίνουμε μαζί με τα σκηνικά μας μία δεξιά μία αριστερά. Και να συναντάμε εν πλω το ίδιο το έργο όταν πχ πιάνει καταιγίδα και το πιάνο αρχίζει να γλιστράει με ένα σουρεαλιστικό τρόπο στο καράβι. Εκείνη τη στιγμή λοιπόν ανάμεσα στη Σαντορίνη και τη Θηρασιά, ανάμεσα στη στεριά και τη θάλασσα, το πιάνο μας γλιστρούσε όντως πάνω στο καράβι. Είναι από εκείνες τις φορές που ως performer δε χρειάζεται να επινοήσεις κάτι στο παίξιμό σου ούτε να προσθέσεις. Το αντίθετο. Αφαιρείς οτιδήποτε περιττό. Και απλώς είσαι εκεί. Παρών. Στη συνθήκη. Εκεί, ο τόπος όπως και η δεδομένη συνθήκη είναι συν-αφηγητές της ιστορίας που θα μοιραστούμε με τους θεατές. Το 2019 παίζαμε στο συσκευαστήριο λεμονιών του Κτήματος Κλάδος, που βρίσκεται στο Γαλατά Τροιζηνίας. Για την ακρίβεια περίπου 5 χιλιόμετρα έξω από το χωριό αυτό. Ένας φίλος μου όταν του είπα πού θα παίξουμε μου είπε «Κατάλαβα, στη μέση του πουθενά». Όταν αρχίσαμε να στήνουμε την παράσταση ανάμεσα στα μηχανήματα του συσκευαστηρίου, κάποια στιγμή μπήκε στο χώρο μία γυναίκα -κάτοικος της περιοχής- και με ρώτησε: «Τι φτιάνετε καλέ εδώ πέρα;» «Ετοιμάζουμε την παράστασή μας» της είπα. «Τι; Θέατρο; Πού; Εδώ στα λεμόνια;» απόρησε «Ναι. Το Lemon. Εδώ. Στα λεμόνια.» της απάντησα καθώς την παρατηρούσα να στέκεται και να με παρατηρεί κι εκείνη με μια ειλικρινή περιέργεια. «Έλα το βράδυ» της είπα. «Έχω δουλειά στο χωράφ’ μου. Θα ξεκουραστώ και θα ‘ρθω. Τι είν’ το έργο; Τι λέει;» με ρώτησε. «Είναι η ιστορία ενός ανθρώπου που δεν έχει φύγει ποτέ από τον τόπο του» της είπα. «Α! Σαν κι εμένα!» μου απάντησε γελώντας. Εκεί λοιπόν, στη μέση του πουθενά, υπάρχουν όλα. Και γεννιούνται όλα. Όταν παίζουμε σε αυτούς τους τόπους, η ταύτιση του θεατή με το έργο και η μετακίνησή του ξεκινά εκτός σκηνής. Τα πάντα είναι μέρος της αφήγησης. Και μ’ έναν τρόπο εξυπηρετούν τον τελετουργικό χαρακτήρα της σκηνικής πράξης: τη δημιουργία ενός δεσμού ανάμεσα στους καλλιτέχνες και τους θεατές: «θέατρο υπάρχει όπου υπάρχουν θεατές». Αυτή η ενεργοποίηση της κοινότητας, αυτή η δημιουργία του μαζί είναι κάτι που λείπει από «την εποχή του εαυτού» όπου ζούμε εγκλωβισμένοι σήμερα. Μετά το τέλος της παράστασης, αυτή η γυναίκα, που δεν είχε φύγει ποτέ από τον τόπο της, θα μου έλεγε πως δεν έβλεπε συχνά θέατρο στη ζωή της. «Να ξανάρθετε μου είπε. Δεν έρχονται πράγματα στον τόπο μας παιδί μου.» Μία άλλη φορά στήναμε την παράσταση σε ένα αγκυροβολημένο καράβι στο λιμάνι της Αντιπάρου. Στην είσοδο της μπουκαπόρτας, ένα κοριτσάκι περνούσε με τη μαμά του. Σταμάτησε απορημένο και κοιτούσε το πιάνο του Lemon. «Μαμά! Πού πήγαν τα αυτοκίνητα;» ρώτησε απορημένο. Είναι και πολλές ακόμη ιστορίες που όλες τους, με παραλλαγές, έχουν ένα κοινό σημείο αναφοράς: υπάρχει τεράστια ανάγκη στους ανθρώπους απομακρυσμένων περιοχών για μία πολιτιστική δυνατότητα. Για μένα δε προσωπικά, υπάρχει τεράστια ανάγκη να σκεφτούμε με αυτούς τους όρους το πώς κάνουμε τα πράγματα, ειδικά στην Αθήνα όπου τα προβλήματα έχουν να κάνουν με τα μονοπώλια των μεγάλων Ιδρυμάτων, τις θεατρικές αυλές και την απουσία γνώσης στο πλατύ φάσμα ομάδων και καλλιτεχνών του πώς μπορούν να κινηθούν ανεξάρτητα. Οπότε για εμένα, επαρχία και Αθήνα είναι οι δύο όψεις του ίδιου νομίσματος. Η τέχνη είναι ο μόνος τρόπος που έχουμε να σκεφτούμε τη ζωή μας από την ανάποδη. Να ανατρέψουμε τις κυρίαρχες προσλαμβάνουσες που έχουμε. Και με έναν τρόπο αυτή η ανατροπή μας επιστρέφει στα βασικά και στη ρίζα των πραγμάτων.
Ο ήρωας γεννιέται και μεγαλώνει σε έναν απομονωμένο, αλλά πολυπολιτισμικό μικρόκοσμο μέσα στο πλοίο. Πώς αποτυπώνεται αυτή η πολυπολιτισμικότητα στην παράσταση και τι μήνυμα θέλετε να περάσετε μέσα από αυτή;
Ο 1900 δεν κατεβαίνει ποτέ στη στεριά. Γνωρίζει τον κόσμο μέσα από τη φαντασία του και μέσα από τις αφηγήσεις των στεριανών που ανέβαιναν στο καράβι όπου έζησε και έμεινε για όλη του τη ζωή χωρίς ποτέ να πατήσει το πόδι του στη στεριά. Άνθρωποι από διάφορους πολιτισμούς θα τον συναντήσουν για να του αφηγηθούν τη δική τους ιστορία. Η δυνατότητα να εξετάσουμε την κουλτούρα μας μέσα από την κουλτούρα των άλλων είναι μία δυνατότητα που προσωπικά πιστεύω πως μας εξελίσσει. «Το μάτι δεν μπορεί να δει τον εαυτό του, παρά μόνο μέσα σε άλλο μάτι». Ειδικά σήμερα, που η ακροδεξία και οι ρατσιστικές συμπεριφορές εξακολουθούν να συνιστούν απειλή για την κοινωνική συνοχή, νομίζω πως η αποδοχή της διαφορετικότητας είναι ζητούμενο.
Το πλοίο Βιρτζίνιαν γίνεται ένας ιδιαίτερος κόσμος, ένας χώρος που διατηρεί μια σταθερότητα σε έναν συνεχώς μεταβαλλόμενο κόσμο. Πώς πιστεύετε ότι το κοινό ταυτίζεται με αυτή τη σταθερότητα ή το αντίθετο, την επιθυμία για αλλαγή;
Υπάρχει μία πολύ ωραία φράση στο έργο: «Μετά από 32 ολόκληρα χρόνια στη θάλασσα θα κατέβαινα στη στεριά. Για να δω τη θάλασσα.» Σε ένα διαρκώς μεταβαλλόμενο κόσμο η μοναδική σταθερά είναι η αποδοχή της ρευστότητας της ανθρώπινης ύπαρξης και η επιλογή μας να μπορούμε να αλλάζουμε το σημείο απ’ όπου παρατηρούμε τον εαυτό μας και τον τρόπο που συνδεόμαστε με τους άλλους. Η υπέροχη γραφή του Alessandro Baricco δημιουργεί ένα ανοικτό τέλος στο έργο όπου η σταθερότητα και η αλλαγή παίρνουν συμβολικά η μία τη θέση της άλλης ανάλογα με την οπτική και τις προσλαμβάνουσες του κάθε θεατή. Για άλλους, ο 1900 φοβήθηκε να κατέβει. Για άλλους, η απόφασή του να μείνει για πάντα στο καράβι που τον γέννησε, είναι μια συνειδητή επιλογή που τον κάνει απόλυτα ελεύθερο. Το υπαρξιακό ερώτημα παραμένει ανοικτό φέρνοντας στην επιφάνεια με ποιητικό τρόπο το εύθραυστο της ζωής μας: «Εσύ φοβάσαι να κατέβεις από το πλοίο που γεννήθηκες;»
Πολλοί βλέπουν τον 1900 ως έναν χαρακτήρα που επιλέγει να ζήσει με τους δικούς του όρους, ακόμα κι αν αυτό σημαίνει να μην κατέβει ποτέ στη στεριά. Πιστεύετε ότι η ιστορία του είναι μια μεταφορά για το θάρρος ή τον φόβο του να ζεις αυθεντικά;
Ο 1900 είναι ένα αερικό. Ένα αλλόκοτο –για τους άλλους– πλάσμα που γεννήθηκε μέσα στην έλλειψη. Ορφανός από τους δύο του γονείς. Μέσα από αυτή την έλλειψη έγινε ο σπουδαιότερος πιανίστας του Ωκεανού. Όσο παίζουμε αυτό το έργο, κάνω διαρκώς την εξής σκέψη: νομίζω πως ο 1900 δε χρειάζεται τα λόγια, τις λέξεις. Υπάρχει μέσω της μουσικής και της φαντασίας του. Αυτά τα δύο στοιχεία είναι που τον κάνουν ξεχωριστό στα δικά μου μάτια. Και που του δίνουν τη δυνατότητα να είναι σε αρμονία με τον εαυτό του μέσα στον περιορισμένο χώρο των 88 του πλήκτρων και απέραντος για τους γύρω του. Άλλωστε αν κατέβαινε στη στεριά, τότε όπως λέει ο ίδιος, σ’ εκείνη την απέραντη πολιτεία που δεν γνώριζε «δεν υπάρχει μουσική που μπορείς να παίξεις. Κάθεσαι σε λάθος σκαμνάκι». Επιλέγει λοιπόν να μείνει για πάντα εκεί όπου νιώθει ζεστά και οικεία. Σ’ εκείνο το «εκεί» που δεν έγινε ποτέ «εδώ» ματαιώνοντας τα σχέδια για μία άλλη ζωή. Μα επιβεβαιώνοντας ταυτόχρονα πως ο τρόπος που θα επιλέξει να ζήσει ο κάθε άνθρωπος είναι κάτι που δεν υπακούει σε νόρμες. Είναι και πρέπει να είναι μια προσωπική επιλογή. Αυτό τελικά μας κάνει ελεύθερους και ανεξάρτητους.
Η πανελλαδική καμπάνια «Φώναξε το Lemon στον τόπο σου» δίνει τη δυνατότητα στους κατοίκους να φέρουν την παράσταση στον τόπο τους. Πόσο σημαντικό είναι για εσάς να κάνετε το θέατρο προσβάσιμο σε κάθε γωνιά της Ελλάδας;
Μετά το τέλος των παραστάσεών μας στους τόπους εκτός Αθήνας όπου παίζουμε, κοινό σημείο αναφοράς των θεατών μας είναι αυτό το εγκάρδιο «Σας ευχαριστούμε πολύ που ήρθατε μέχρι εδώ. Δεν έρχονται πράγματα στον τόπο μας!» Οπότε θα έλεγα πως στην ουσία δεν είναι ό,τι λείπει το θέατρο από την ελληνική επαρχία. Απουσιάζει μία σαφής πολιτιστική πολιτική και το αποτέλεσμα είναι πως απουσιάζει και το θέατρο. Ο πολιτισμός δεν αφορά μόνο το θέατρο. Είναι ο τρόπος που ζούμε και το πλαίσιο εντός του οποίου κάνουμε τις επιλογές μας. Προσωπικά, κινητοποιούμαι από αυτή την έλλειψη και αυτός είναι ο λόγος που μου αρέσει να ταξιδεύω και να κάνω τέχνη σε αυτούς τους τόπους. Αυτή την περίοδο της ζωής μου μελετώ πολύ και το έργο του Αγγελόπουλου. Τον τρόπο που έκανε τις παραγωγές του. Ο Αγγελόπουλος είχε κατανοήσει βαθιά αυτό το διπλό σήμα που εκπέμπει ένας εγκαταλελειμμένος τόπος: το πρώτο είναι η καταδήλωση της ίδιας της εικόνας. Ερήμωση, εγκατάλειψη, ματαίωση. Το δεύτερο είναι η συμπαραδήλωσή της. Ένας τόπος εγκαταλελειμμένος προσμένει να βρεθεί και να φροντιστεί. Και εκεί, στην ελληνική επαρχία υπάρχει απέραντος χώρος για δημιουργία. Απλώς, για άλλους, δεν έχει την αίγλη της Αθήνας. Πολλοί άνθρωποι από το χώρο με ρωτάνε σχεδόν υποτιμητικά: «Μα καλά εκεί που πας και παίζεις τι κόσμος έρχεται;» Χαμογελάω, γιατί ξέρω πολύ καλά πως και όλοι όσοι βρίσκονται στην Αθήνα, καταγωγή έχουν από αυτά τα μέρη. Το ζήτημα λοιπόν είναι βαθύτερο και δεν έχει να κάνει με την ελληνική επαρχία αλλά με το τι γίνεται πολιτιστικά σε αυτή τη χώρα. Είτε μια παράσταση παίζεται στην Αθήνα είτε στην ελληνική επαρχία.
Υπόθεση του έργου
Το έργο εξελίσσεται στις αρχές του προηγούμενου αιώνα, πάνω στο ατμόπλοιο Βιρτζίνιαν, το οποίο πραγματοποιεί το υπερατλαντικό ταξίδι από την Ευρώπη στην Αμερική. Ένα νεογέννητο μωρό εγκαταλείπεται από τους μετανάστες γονείς του μέσα σε μια κούτα από λεμόνια πάνω στο πιάνο με την ουρά, στην αίθουσα χορού της πρώτης θέσης. Ο ναύτης που το βρίσκει του δίνει το δικό του όνομα: Ντάννυ Μπούντμαν και μαζί το παρατσούκλι Τι Ντι Λέμον (από την κούτα των λεμονιών) προσθέτοντας και το 1900 (από τη χρονιά που το βρήκε).
Ο Ντάννυ πεθαίνει και ο 1900 μένει ορφανός για δεύτερη φορά. Πάνω στο πλοίο, ο ενήλικας πια ήρωας της ιστορίας μας γίνεται ο σπουδαιότερος πιανίστας του Ωκεανού και η φήμη του απλώνεται στη στεριά, όμως εκείνος δεν κατεβαίνει ποτέ εκεί. Γνωρίζει πάνω στο πλοίο τον έναν και μοναδικό του φίλο, τον τρομπετίστα Τιμ Τούνυ.
Ο τελευταίος τον παροτρύνει διαρκώς να κατέβει στη στεριά, προκειμένου να εξαργυρώσει το ταλέντο του και να ζήσει μία “κανονική” ζωή. Τα χρόνια περνούν και ο Τιμ Τούνυ έχει κατέβει στη στεριά όταν κάποια στιγμή μαθαίνει πως το Βιρτζίνιαν -σαπιοκάραβο πια μετά τον πόλεμο- είναι έτοιμο προς ανατίναξη. Ο τρομπετίστας ανεβαίνει ξανά στο Βιρτζίνιαν και βρίσκει τον 1900 πάνω στο δυναμίτη. Λίγο πριν την έκρηξη, οι δύο φίλοι μας αφηγούνται τη ζωή τους πάνω στο πλοίο. Και κυρίως τη ζωή του σπουδαιότερου πιανίστα του Ωκεανού που δεν πάτησε ποτέ το πόδι του στη στεριά.
ΣΥΝΤΕΛΕΣΤΕΣ
Συγγραφέας: Alessandro Baricco, Μετάφραση: Σταύρος Παπασταύρου, Διασκευή - Σκηνοθεσία - Κίνηση: Γεωργία Τσαγκαράκη, Σκηνογραφία: Νατάσα Τσιντικίδη, Κατασκευή πιάνο: Θωμάς Μαριάς, Κοστούμια: Κέλλυ Σταματοπούλου, Technical Manager: Λευτέρης Δούρος, Social Media Campaign: Αφροδίτη Πρέβεζα, Graphic design: Alati design - Shanti Θωμαΐδη, Φωτογραφίες: Δημήτρης Μανής, Γιώργος Καπλανίδης, Χάρης Γερμανίδης, Elma Ney, Βίντεο - Υπερτιτλισμός: Γρηγόρης Σταθόπουλος. Παίζουν: Μελαχρινός Βελέντζας | 1900, Γιώργος Δρίβας | Τιμ Τούνυ. Οργάνωση Παραγωγής: Ιάσονας Τσουκαλάς, Καλλιτεχνική Διεύθυνση: Μελαχρινός Βελέντζας, Παραγωγή: MV Productions.
Τα εισιτήρια κοστίζουν 15 ευρώ (κανονικό). Για ομαδικές κρατήσεις καλέστε στο 6977 77 38 75. Προπώληση εισιτηρίων γίνεται στο www.more.com