Στη συνέντευξή μας, μιλά, μεταξύ άλλων, για την εσωτερική διαδρομή της ηρωίδας της, την επίδραση της πανδημίας στη δημιουργία του βιβλίου και τον ρόλο της λογοτεχνίας ως μέσου αυτογνωσίας και προσωπικής έκφρασης.
Συνέντευξη στην Κωνσταντίνα Δρακουλάκου
ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ: Κερδίστε το βιβλίο «Ο κόσμος που ξέραμε» της Βανέσσας Τόλια
Ποια ήταν η αρχική έμπνευση για το βιβλίο σας; Υπήρξε κάτι ή κάποιος που σας ώθησε να γράψετε αυτή την ιστορία;
Η ιδέα να γράψω για το υπαρξιακό ταξίδι μιας γυναίκας λίγο μετά την πανδημία, γεννήθηκε στο μυαλό μου στα πλαίσια ενός μαθήματος δημιουργικής γραφής, κατόπιν ανάθεσης από τον δάσκαλο σχετικής με το μάθημα άσκησης. Ένα κείμενο όμως είναι μια συνεχής κατασκευή. Όσο πιο γρήγορα αυτονομείται από τις αρχικές επιδιώξεις του συγγραφέα, τόσο το καλύτερο για εκείνο· τόσο αυθεντικότερο γίνεται. Γράφοντας λοιπόν κι εμβαθύνοντας στον χαρακτήρα της ηρωίδας μου, άρχισα να απομακρύνομαι από τις παραμέτρους της άσκησης και τις αρχικές αφηγηματικές μου επιρροές – όπως υπήρξε η διηγηματογράφος Λ. Μπερλίν που με ενέπνευσε εκείνη την εποχή – και να βρίσκω τη δική μου φωνή, τον δικό μου τρόπο να αφηγηθώ μια ιστορία· όσα με λίγα λόγια ποτέ δεν φαντάστηκα. Το αφηγηματικό μονοπάτι για όσους επιθυμούν να γράψουν, ανοίγει μέρα με τη μέρα. Γράφοντας και σβήνοντας. Διαβάζοντας. Δεν πιστεύω στην έννοια της έμπνευσης. Η λογοτεχνία συμβαίνει στο χαρτί, όχι στο μυαλό του συγγραφέα. Ο συγγραφέας μπορεί να ξεκινήσει ένα κείμενο έχοντας στο μυαλό του μια ιδέα, αλλά αυτό που προκύπτει στο τέλος, είναι συνήθως κάτι διαφορετικό από αυτό για το οποίο ξεκίνησε.
Η ηρωίδα του βιβλίου σας δεν αποκαλύπτει ποτέ το όνομά της. Πώς πιστεύετε ότι η ανωνυμία της ενισχύει ή διαφοροποιεί την εμπειρία του αναγνώστη από τη δική της εσωτερική αναζήτηση;
Μια γυναίκα χωρίς όνομα ταξιδεύει, και πώς θα μπορούσε να έχει όνομα αφού όλος ο εσωτερικός της διάλογος έρχεται να απαντήσει στα ερωτήματα «ποια είμαι;», «τι θέλω;», «πού πάω;» ερωτήματα που τα θέτει ξεκάθαρα κατά τη διάρκεια του ταξιδιού της. Μέσα σε αυτή τη συνθήκη, λοιπόν, έρχεται ο αναγνώστης να ονοματίσει ο ίδιος αυτό που μπορεί να τον αφορά σε αυτή τη γυναίκα. Η ανωνυμία της ηρωίδας είναι ταυτοτική. Ορίζει το μέγεθος και την ποιότητα του αδιεξόδου της. Μέσα σε αυτή την ανωνυμία ο αναγνώστης καλείται να πάρει τη δική του θέση απέναντι στα ερωτήματα που διατυπώνονται, άλλοτε διαφοροποιώντας τη θέση του από την ηρωίδα κι άλλοτε ταυτιζόμενος με αυτή, κάτι που συμβαίνει ούτως ή άλλως στη λογοτεχνία.
Πώς συνδέεται η προσωπική εμπειρία της ηρωίδας με τη συγκυρία της πανδημίας; Ποιες επιρροές είχε η πανδημία στη διαδικασία συγγραφής;
Μια γυναίκα που μετά βίας αναγνωρίζει τα παιδιά της, μια γυναίκα σε υπαρξιακό αδιέξοδο, ανοίγει την πόρτα του σπιτιού της όταν της δίνεται η ευκαιρία και ξεκινάει ένα ταξίδι στην Ιταλία. Το ταξίδι αυτό είναι ένα ταξίδι διαφυγής, αλλά ταυτόχρονα κι ένα ταξίδι ενδοσκόπησης. Η σχέση της ταξιδιωτικής εμπειρίας της ηρωίδας με τη συγκυρία της πανδημίας, αφορά στην ανάγκη του ανθρώπου να ξεφύγει από αυτό που τον περιορίζει, συνθλίβει, τραυματίζει, ποντάροντας στην ανανέωση του συμβολαίου του με τη ζωή. Κάτι αντίστοιχο συνέβη και στη δική μου περίπτωση, όταν άρχισα κατά τη διάρκεια της καραντίνας μαθήματα δημιουργικής γραφής, ως απάντηση από μεριάς μου στη δυσφορία που αισθανόμουν λόγω της συγκυρίας. Ο περιορισμός των επιλογών μου εκείνη την εποχή, ο ευνουχισμός που επιφέρει σε συλλογικό και σε προσωπικό επίπεδο μια τέτοια εμπειρία, αποτέλεσε για μένα μια εξαιρετική ευκαιρία επαναπροσδιορισμού της ταυτότητας των βαθύτερων αναγκών μου.
Το ταξίδι της ηρωίδας από την Αθήνα στην Ιταλία φαίνεται να είναι καθοριστικό. Πώς αυτό το ταξίδι αντικατοπτρίζει την εσωτερική της αναζήτηση;
Το ταξίδι αυτό είναι καθοριστικό για δύο λόγους. Πρώτον γιατί δίνει ρυθμό και ώθηση στον εσωτερικό διάλογο της ηρωίδας και δεύτερον γιατί ο λόγος για τον οποίο γίνεται, ακυρώνεται σχεδόν από την αρχή. Όλα αυτά, δηλαδή, από τα οποία θα ήθελε να ξεφύγει η ηρωίδα επανέρχονται στο μυαλό της, με τη μορφή των αναδρομών καθιστώντας αδύνατη την ανακούφιση της. Μόνο στο τέλος, όταν γίνεται στιγμιαία μια άλλη ενσαρκώνοντας τον ρόλο που της προσδίδει εκείνη η γυναίκα στη Νάπολη, βρίσκει για λίγο γαλήνη μέσα στη νέα της ταυτότητα.
Η ηρωίδα της ιστορίας φαίνεται να βιώνει έναν εσωτερικό αγώνα. Πώς προσεγγίσατε τη γραφή των εσωτερικών συγκρούσεων και συναισθημάτων της;
Ηπια και αποστασιοποιημένα. Χαμηλόφωνα θα έλεγα, έως και επιτηδευμένα ανάλαφρα σε σημεία, προκειμένου να τονισθεί υφολογικά το μέγεθος του κενού και της μοναξιάς μέσα της. Χωρίς εξάρσεις και μελοδραματισμούς ή κάποιου είδους κριτική διάθεση απέναντί της. Ήθελα να δημιουργήσω ένα αφηγηματικό περιβάλλον αισθητικά ασφαλές, που να μην εκβιάζει τη συμπάθεια ή την αντιπάθεια του αναγνώστη. Ένα αφηγηματικό σύμπαν φαινομενικά ελαφρύ, ακριβώς επειδή δεν υπάρχει τίποτα που να είναι ελαφρύ σε αυτόν τον χαρακτήρα. Ελπίζω να τα κατάφερα.
Η διαδικασία του ταξιδιού στην Ιταλία μοιάζει με μια τελετουργία καθαρμού ή αναγέννησης. Πώς η αλλαγή τοπίου και η αλληλεπίδραση με νέες κουλτούρες συμβάλλουν στην εξέλιξη της ψυχολογίας της ηρωίδας;
Δεν αντιμετώπισα το ταξίδι αυτό ως μια τελετουργία καθαρμού, παρόλο που καταλαβαίνω γιατί μπορεί να το δει κανείς και με αυτόν τον τρόπο. Για μένα το ταξίδι αυτό ήταν η απόλυτη φυσική αντίδραση ενός ανθρώπου που βρίσκεται στη γωνία. Ενός ανθρώπου που θέλει να ξεφύγει από τον εαυτό του, για να τον βρει και να τον ξαναχάσει, σε όποιον τόπο. Το ταξίδι αυτό που τυχαίνει να είναι στην Ιταλία, προσφέρει αυτό που προσφέρουν τα περισσότερα ταξίδια, ένα νέο ανήκειν ως ενδεχόμενο και γι’ αυτό μια ψευδαίσθηση ανανέωσης. Το να μιλήσω για την ηρωίδα μου μέσα από μια πιο εξωστρεφή αφηγηματική οπτική – αυτή ενός ταξιδιού – ήταν απλά ο τρόπος μου να μιλήσω για εκείνη. Το κάδρο παρόλο που δείχνει να ανοίγει, είναι εστιασμένο όλο πάνω της, στην εν κινήσει απόγνωσή της, στο εσωτερικό μουρμουρητό της που δεν τελειώνει ουσιαστικά ποτέ. Το κείμενο δεν προσφέρει καμία λύτρωση, καμία λύση, δεν γεμίζει κανένα κενό. Είναι απλά η προσωπογραφία ενός ανθρώπου, μοναδικού μέσα στο σύμπτωμά του.
Ποιες ήταν οι επιρροές σας για την περιγραφή της εσωτερικής αναζήτησης και της προσωπικής εξερεύνησης της ηρωίδας;
Σε υποσυνείδητο επίπεδο, πολλές. Συνειδητά, οι ψυχρές αφηγήσεις του Πήτερ Χάντκε στην «Ανέμελη δυστυχία» και στην «Αριστερόχειρη γυναίκα» αλλά και από ́κει μετακινήθηκα σχετικά γρήγορα. Επιπλέον το σινεμά, οι ταινίες του Φελίνι και του Σορρεντίνο, η εμπειρία της ψυχανάλυσης, η μουσική.
Σε ποιο βαθμό η δική σας προσωπική ιστορία και εμπειρίες έχουν διαμορφώσει την ηρωίδα και τις θεματικές του βιβλίου σας; Πόσο αυτοβιογραφικό είναι το έργο σας;
«Ο κόσμος που ξέραμε» δεν είναι ένα αυτοβιογραφικό μυθιστόρημα. Είναι ένα κείμενο αληθινό μέσα στα όρια της επινόησής του, με ισχυρά αυτοβιογραφικά στοιχεία, αναμφισβήτητα, που εξελίχθηκαν όμως σε μυθοπλασία. Είναι ένα κράμα μυθοπλασίας και μεμονωμένων αυτοβιογραφικών αναφορών.
Ως νέα συγγραφέας, πώς διαχειρίζεστε τις προσδοκίες που μπορεί να έχετε από τον εαυτό σας αλλά και από το κοινό σας; Ποιες είναι οι μεγαλύτερες προκλήσεις που αντιμετωπίζετε σε αυτό το πλαίσιο;
Θεωρώ ότι δημιουργούμε όπως αγαπάμε, από μια θέση ανάγκης. Από μια θέση έλλειψης. Με αυτή την έννοια, θέλω απλά να μη φοβάμαι. Θέλω να γράφω όπως ζω αλλά και το αντίστροφο, να ζω όπως γράφω. Με θάρρος. Παρ’όλα τα εμπόδια που θέτουν η ζωή και ο χρόνος, ο ίδιος μας ο εαυτός. Παρ’όλες τις ελλείψεις μου. Θέλω να είμαι καλά σωματικά και πνευματικά ώστε να μπορώ να αφηγηθώ τις ιστορίες μου με τον καλύτερο δυνατό τρόπο. Να φτάσω εκεί που δεν φαντάστηκα. Σε πρακτικό επίπεδο, αυτό σημαίνει ότι πρέπει να εξασφαλίσω μια καθημερινή ρουτίνα τέτοια που να μου επιτρέπει να γράφω και να διαβάζω κάποιες ώρες μέσα στην ημέρα. Κι αυτό είναι η μεγαλύτερη πρόκληση. Η ζωή του συγγραφέα, ξέρετε, έχει πολλά κοινά με τη ζωή του αθλητή. Πρέπει να κοιμάται καλά, να τρώει, να γυμνάζεται και φυσικά να αποφεύγει όσο μπορεί τις ανούσιες τοξικές συναναστροφές που τον απομυζούν. Ελπίζω μέσα από τα κείμενά μου, οι αναγνώστες μου να αισθανθούν λιγότερο μόνοι. Να αισθανθούν εκείνη την ανακούφιση που προσφέρει η λογοτεχνία, όταν δίνει φωνή και νόημα στο συναίσθημα που δύσκολα αναγνωρίζει κανείς μέσα του και που ακόμα πιο δύσκολα είναι σε θέση να εκφράσει. Ελπίζω τα κείμενά μου να μπορέσουν να γίνουν ο καθρέφτης μέσα στον οποίο όταν θα κοιταχθεί κανείς να πει: «το έχω νιώσει κι εγώ αυτό».
ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ
«Η τρέλα δεν είναι για να κοροϊδεύει κανείς», µουρµουρίζω µε το βλέµµα καρφωµένο στον πολυέλαιο πάνω από το κεφάλι µου. Ξεκουµπώνω το πουκάµισό µου. Σε σκέφτοµαι. Το βγάζω και το πετάω στο πάτωµα. «Η τρέλα δεν είναι για να κοροϊδεύει κανείς». Σε σκέφτοµαι συνέχεια.
Μια γυναίκα ξεκινάει στον απόηχο της πανδηµίας ένα µοναχικό ταξίδι από την Αθήνα στην Ιταλία, µε αφορµή ένα µήνυµα που λαµβάνει από τον εραστή της. Θα µπορούσε να είναι η αφήγηση µιας ανεκπλήρωτης ερωτικής ιστορίας, όµως ο κόσµος που ξέραµε είναι κάτι πιο περίπλοκο και συναρπαστικό. Είναι η προσωπογραφία µιας γυναίκας σε υπαρξιακό αδιέξοδο. Ένα ταξίδι στον εαυτό, όπου εικόνες από το παρελθόν της ηρωίδας και τραυµατικά γεγονότα, όπως η αυτοχειρία της µητέρας της, αναδύονται και µπλέκονται µε την πραγµατικότητα που βιώνει.
ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ
Η Βανέσσα Τόλια γεννήθηκε στην Αθήνα το 1976. Είναι απόφοιτος του τμήματος «Θεατρικών Σπουδών» του πανεπιστημίου της Νίκαιας της Γαλλίας, με μεταπτυχιακές σπουδές στη λογοτεχνία. Έχει ζήσει στη Νότια Γαλλία και στο Μιλάνο κι έχει εργασθεί για αρκετά χρόνια ως καθηγήτρια Γαλλικών. Από το 2012 ζει μόνιμα στην Ελλάδα. Διηγήματά της έχουν δημοσιευτεί στα περιοδικά : Books’journal, Χάρτης, Book Press και Fractal. Το πρώτο της βιβλίο «Ο κόσμος που ξέραμε» κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Κέλευθος.