Ο Καλαματιανός ηθοποιός και σκηνοθέτης επελέγη μεταξύ 14 υποψηφίων κατόπιν πρόσκλησης για την εκδήλωση ενδιαφέροντος από τη «Φάρις», δείχνοντας από νωρίς τις προθέσεις του για κομβικές αλλαγές και πρωτοβουλίες πάνω στο θεσμό.
Υστερα από μια μεγάλη και επιτυχημένη διαδρομή σε θέατρο, τηλεόραση και κινηματογράφο, ο Φίλιππος Σοφιανός πήρε την απόφαση να διεκδικήσει τη θέση του νέου καλλιτεχνικού διευθυντή του ΔΗΠΕΘΕΚ, επιστρέφοντας στη γενέτειρά του με όρεξη και όραμα για αλλαγή πλεύσης στο τοπικό θέατρο.
Ο ίδιος μιλώντας στην “Ε” αναφέρθηκε στα παιδικά του χρόνια, στην εξωστρέφεια του θεσμού, ενώ μοιράστηκε τις σκέψεις του αναφορικά με δύο φιλόδοξες δράσεις που οραματίζεται, ένα Πανελλαδικό Συνέδριο Δημοτικών Περιφερειακών Θεάτρων στην Καλαμάτα καθώς και ένα Διεθνές Φεστιβάλ Δημοτικών Περιφερειακών Θεάτρων επίσης στη Μεσσηνιακή πρωτεύουσα. Παράλληλα, εστίασε μεταξύ άλλων στην αξία του Περιφερειακού θεάτρου, εκτιμώντας πως ο ανακαινισμένος χώρος του ΔΗΠΕΘΕ θα λειτουργήσει το δίχως άλλο ευεργετικά.
Συνέντευξη στον Τάσο Ανδρικόπουλο
-Εχοντας γεννηθεί στην Καλαμάτα και μεγαλώσει στο Πεταλίδι, πόσο σημαντική είναι η επιστροφή στον τόπο σας; Νιώθετε να έλκετε κάποιου είδους δύναμη;
Όταν επιστρέφεις στην γενέτειρα πόλη υπάρχει ένα συναισθηματικό φορτίο. Ο τόπος που σε γέννησε, πάντα έχει μια πολύ ξεχωριστή θέση στη μνήμη σου και στην καρδιά σου. Προσωπικά έχω αναμνήσεις από τα παιδικά μου χρόνια, οπότε σε αυτή τη χρονική συγκυρία το να επιστρέφω με μια συσσωρευμένη πείρα μιας σταδιοδρομίας σχεδόν 45 χρόνων, μπαίνοντας επικεφαλής ενός Δημοτικού Θεάτρου, αποτελεί μια διπλή κατεύθυνση. Είναι και πηγή χαράς αλλά και πηγή ευθύνης. Θα έλεγα πως είναι ότι καλύτερο θα μπορούσε να ευχηθεί κανείς μετά από όλη αυτή την περιπλάνηση, καταλήγοντας κάπου με έναν ορίζοντα που επιτελικά και συγκεντρωμένα θα αξιοποιήσει, μέσα από όσα έμαθε όλα αυτά τα χρόνια.
-Πως θα χαρακτηρίζατε μέχρι στιγμής τη συνεργασία σας με τη Φάρις και το Δήμο;
Η συνεργασία με τη Φάρις και το Δήμο μέχρι στιγμής έχει υπάρξει πολύ γόνιμη, έχοντας προσπελαστεί εμπόδια και παθογένειες του θεάτρου. Τέθηκαν τα προβλήματα του ελάχιστου χρόνου που είχαμε για παραγωγή, μιας και ουσιαστικά ανέλαβα πολύ αργά, τη στιγμή που οι ημερομηνίες ήταν αμείλικτες. Επρεπε στις 28 Δεκεμβρίου η Παιδική Σκηνή να κάνει πρεμιέρα, γι’ αυτό τρέξαμε όλοι. Εκεί παρουσιάστηκαν διάφορα θέματα χρόνου και οργάνωσης γιατί ένας δημόσιος οργανισμός δεν δουλεύει με την ευλυγισία και την ευκαμψία του ιδιωτικού τομέα, γι’ αυτό έπρεπε να προσαρμοστούμε ανάλογα. Εχοντας πολύ καλή επικοινωνία έτσι με το συμβούλιο της Φάρις ξεπεράστηκαν πολλά πράγματα, καταφέρνοντας να δώσουμε το αριστούργημα του Μαρκ Τουέιν “Ο πρίγκηψ και ο φτωχός”, ενώ πλέον τρέχουμε αντίστοιχα για την πρεμιέρα του “Καμ μπακ”.
-Τα τελευταία χρόνια τα εισιτήρια που κόπηκαν στο ΔΗΠΕΘΕ δεν ήταν τα προσδοκώμενα. Η συγκυρία αυτή αποτελεί πρόσκληση για εσάς ώστε να γυρίσετε τον διακόπτη στο θετικό πρόσημο;
Εννοείται… Όταν παραλαμβάνεις μια σκυτάλη από κάπου, εστιάζεις στο χρόνο που θα φέρεις στα επόμενα 400 μέτρα. Στο πλαίσιο αυτό, η πιο σημαντική κατεύθυνση που θέλει δουλειά και για την οποία εργάζομαι σκληρά είναι να αποκτήσει το ΔΗΠΕΘΕ μια απρόσκοπτη επικοινωνία με το κοινό της Καλαμάτας, έχοντας μια εξωστρέφεια. Δεν είναι υποχρεωμένο το κοινό να ψάχνει να βρει τι παίζει στο ΔΗΠΕΘΕ. Αυτό πρέπει να κάνει αισθητή την παρουσία του στην πόλη και να εκπέμπει το σήμα του σε όλους τους Καλαματιανούς και στην Περιφέρεια, καθώς είμαστε και Περιφερειακό Θέατρο. Ο Καλαματιανός πρέπει να καταλάβει πως έχει ένα δικό του θέατρο, αίσθημα που νομίζω πως έχει χαθεί σε ένα βαθμό.
-Με ποιους τρόπους μπορεί το ΔΗΠΕΘΕ να ενισχύσει την εξωστρέφεια του;
Θέλω να ανοίξουμε ένα γενναίο διάλογο με τα ερασιτεχνικά σχήματα της Καλαμάτας που λειτουργούν. Ακόμα, θέλω να ανοίξω εργαστήρια για παιδιά, εφήβους και ενήλικες, φιλοξενώντας κατά καιρούς ηθοποιούς για σεμινάρια. Και εγώ προσωπικά θα ήθελα να αναλάβω κάποιες διδακτικές ώρες, μέσα από μια προσπάθεια να αγκαλιάσουμε τους ανθρώπους που αγαπούν το θέατρο. Να συσφιχτούν οι σχέσεις του θεατρόφιλου κοινού. Υπάρχει άλλωστε αποδεδειγμένα ένα κοινό που γεμίζει τις αίθουσες των ερασιτεχνικών θιάσων. Πρέπει να μπούμε σε μια σύμπνοια με αυτό το φαινόμενο και να συνδημιουργήσουμε πράγματα. Από την πλευρά μου πιστεύω πολύ στις συνέργιες και στις συνεργασίες όπως με το Ωδείο ή το Λύκειο Ελληνίδων, μέσα από παραγωγές που αγκαλιάζουν μεγάλο αριθμό ανθρώπων που αγαπούν το θέατρο. Μπορούμε να κάνουμε ακόμα ανοιχτά σεμινάρια δημιουργικής θεατρικής γραφής σε συνεργασία με τον Βασίλη Κατσικονούρη, όντας πρόθυμος να ανοίξουμε στην Καλαμάτα ένα τέτοιο κεφάλαιο.
-Επεξεργάζεστε ίσως και κάποιες παράλληλες δράσεις προς αυτή την κατεύθυνση;
Στις προθέσεις μου είναι να πραγματοποιηθεί ένα Πανελλαδικό Συνέδριο Δημοτικών Περιφερειακών Θεάτρων στην Καλαμάτα, ώστε να καταγραφούν τα ζητήματα των ΔΗΠΕΘΕ, με την παρουσία όλων των καλλιτεχνικών διευθυντών και ανθρώπων του Υπουργείου Πολιτισμού. Σκοπός μου είναι να χαράξουμε μια κοινή γραμμή και πορεία, να επαναπροσδιορίσουμε τους στόχους και τί σημαίνει Δημοτικό Περιφερειακό Θέατρο. Επιπλέον, στα απώτερα σχέδια μου είναι -γιατί όχι- και ένα Διεθνές Φεστιβάλ Δημοτικών Περιφερειακών Θεάτρων. Εχουμε στην πόλη το ίχνος του Διεθνούς Φεστιβάλ Χορού, το οποίο συγκεντρώνει σπουδαία πράγματα. Δεδομένου έτσι πως η Σόφια για παράδειγμα έχει ΔΗΠΕΘΕ, όπως και η Φλωρεντία, μπορούμε να εστιάσουμε σε αυτά τα επίπεδα, βασιζόμενοι άλλωστε και στο Μέγαρο Χορού, έχοντας την υποδομή για να χτιστεί κάτι νέο. Πρόκειται για έναν μακροπρόθεσμο στόχο ο οποίος προφανώς δεν μπορεί να γίνει αυτό το καλοκαίρι λόγω χρόνου, αλλά ελπίζω να μπει μπροστά μέσα από συζήτηση και την συγκατάθεση όλων προς αυτή την κατεύθυνση.
-O θεσμός των ΔΗΠΕΘΕ έχει περάσει από πολλά κύματα. Ποιος θεωρείτε ότι είναι ο ρόλος τους στη σύγχρονη εποχή;
Σε παγκόσμια κλίμακα το καλό θέατρο παράγεται στην Περιφέρεια. Στη Γερμανία για παράδειγμα ή στη Γαλλία, τα Περιφερειακά θέατρα κάνουν μια εξαιρετική δουλειά. Σε εγχώριο επίπεδο, η Αθήνα σφύζει από εμπορικότητα, όντας γεμάτη από ελκυστικές και λαμπερές παραγωγές. Αρκετές από αυτές έχουν έναν κερδοσκοπικό χαρακτήρα ο οποίος υφίσταται σε ανησυχητικό βαθμό, δίχως να εξετάζουν τόσο την ποιότητα αλλά το θέαμα. Το θέατρο ωστόσο δεν είναι θέαμα, έχοντας χρέος να ψυχαγωγήσει και όχι να διασκεδάσει. Το ψυχαγωγώ σημαίνει πως “παίρνω την ψυχή και στην ταξιδεύω”, το να στη διασκεδάσω είναι εύκολο, πάμε στα μπουζούκια, ρίχνουμε δύο παλαμάκια, τρεις ζεμπεκιές και τελειώσαμε. Δεν είναι το θέατρο τόπος για διασκέδαση, είναι ο τόπος που μπαίνει μέσα ένας άνθρωπος και βγαίνει ένας άλλος. Ο θεσμός των ΔΗΠΕΘΕ έτσι, έχει να κάνει με την τοπική κοινωνία καταρχήν και σε δεύτερο χρόνο με την Περιφερειακή κοινωνία. Εχουμε την Σπάρτη που πρέπει να φροντίσουμε, την Τρίπολη, το Ναύπλιο. Το θέατρο πρέπει να έχει μια επαφή με αυτές τις πόλεις. Είναι κάτι που επεξεργάζομαι, ώστε η επαφή και η επικοινωνία να εξασφαλιστεί και μέσα από χρηματοδοτήσεις. Όλα αυτά χρειάζονται ένα συντονισμό, ο οποίος δεν είναι εύκολος σε μια δημόσια διοίκηση. Στο πλαίσιο αυτό, το ΔΗΠΕΘΕ έχει πλέον χορηγούς φιλοξενίας, τα ξενοδοχεία Elysian, Elite και Vista Marina, χορηγώντας δωρεάν φιλοξενία στους συντελεστές των παραγωγών.
-Πρόσφατα σχολιάσατε σε Δ.Σ. της Φάρις πως τα παιδιά βλέπουν κατά καιρούς παραστάσεις από ύποπτες ως απαράδεκτες. Τι είδους θέαμα προσφέρουν αυτές και σε τι διαφέρουν από σκηνές όπως του ΔΗΠΕΘΕ;
Γενικά η σκηνή του παιδικού θεάτρου έχει έναν παράγοντα ο οποίος λέγεται εξασφαλισμένο κοινό. Για παράδειγμα, κάποιος που θέλει να ανεβάσει μια παράσταση, παίρνει με κάποιο τρόπο μια έγκριση καταλληλότητας από το αρμόδιο Υπουργείο ή όποιον φορέα τη δίνει, βομβαρδίζοντας τα σχολεία μετά με σχετικές ανακοινώσεις, μέσα από ένα αντικείμενο εκμετάλλευσης θα έλεγα. Το κόστος έτσι κατεβαίνει σε επίπεδο σκηνικών, κουστουμιών και σε αυτό της επιλογής των έργων, προκύπτοντας παραστάσεις πολύ χαμηλού επιπέδου, μέσα από παραλλαγές παραμυθιών με 2-3 ηθοποιούς και έναν αφηγητή ο οποίος αντικαθιστά πολλά πράγματα. Αποτέλεσμα αυτού είναι να χάνεται η μαγεία του θεάτρου. Παράλληλα, με την πληροφορία και την εικόνα στην τεχνολογία να τρέχει αδυσώπητα, τα παιδιά, έχοντας δει διάφορες εντυπωσιακές παραγωγές στην οθόνη, αν τους παρουσιάσεις δύο κουρέλια και δύο σπετσάτα ζωγραφισμένα, το πιο λογικό είναι να κακοσυστηθούν με το θέατρο. Η πρώτη επαφή έτσι -την οποία θεωρώ κρίσιμη και σημαντική- θα είναι κακή, γι’ αυτό τίποτα δεν πρέπει να αφήνεται στην τύχη. Προς αυτή την κατεύθυνση κινήθηκα με την Αννέτα Παπαθανασίου ώστε να στήσουμε την πρόσφατη παραγωγή της Παιδικής Σκηνής, παρουσιάζοντας μια παράσταση που αν μη τι άλλο έφερε την μαγεία μπροστά στα παιδιά. Η συγκεκριμένη έχει τα στοιχεία του θεάματος που πρέπει να έχει το παιδικό θέατρο για να καλπάσει η φαντασία των μικρών θεατών. Πλέον, θα ακολουθήσουν οργανωμένες παραστάσεις για σχολεία, βλέποντάς την τα πρωινά.
-Πλέον, ακολουθεί η χειμερινή παραγωγή “Καμ μπακ” με εσάς στο τιμόνι της σκηνοθεσίας. Τι πρέπει να γνωρίζει το κοινό;
Το κοινό θα δει μια Ελληνική κωμωδία από έναν πολύ σημαντικό συγγραφέα, και αυτό είναι το μόνο που πρέπει να ξέρει. Τα άλλα είναι δική μας δουλειά, ώστε να τους γοητεύουμε ή να τους… απογοητεύσουμε, μιας και ο πιο αλάνθαστος κριτής είναι το κοινό. Εχοντας δουλέψει όλοι οι συντελεστές μιας παράστασης, κανείς δεν έχει δικαίωμα να κρίνει, ούτε εγώ, παρά μόνο το κοινό στο οποίο παραδίδουμε την παράσταση. Το κοινό δεν χρειάζεται προκατάληψη, παρά μόνο να ξέρει ότι πάει σε ένα θέατρο το οποίο είναι σκληρά επαγγελματικό και υπηρετεί τους νόμους του θεάτρου. Αυτοί οι νόμοι υπάρχουν στη χώρα μας από τέσσερις αιώνες π.Χ.. Εχουμε βαριά κληρονομιά, όταν το 400 οι Έλληνες έβλεπαν Πέρσες του Αισχύλου, οι Γερμανοί και οι Ιταλοί δεν ξέρω που ήταν και τι έκαναν. Αυτή η πολιτιστική κληρονομιά μας δίνει ένα πρόσθετο βάρος στις πλάτες ώστε να φανούμε αντάξιοί της και να τη συνεχίσουμε. Το θέατρο δεν είναι μ’αρέσει ή δεν μ’αρέσει. Είναι με συγκινεί ή δεν με συγκινεί, με ταξιδεύει ή δεν με ταξιδεύει. H φράση «καλό ήταν» που διαβάζουμε για μένα δεν υφίσταται στο χώρο του θεάτρου. Καλό είναι ένα μίξερ, ένα πουλόβερ, ή ένα αυτοκίνητο σε σχέση με ένα άλλο. Δεν μπορούμε να λέμε καλό ή κακό, αλλά αν ήταν θέατρο ή όχι. Παράλληλα, όταν έχεις ένα ΔΗΠΕΘΕ και η επιβίωση του προκύπτει από την φορολογία των πολιτών, ταυτόχρονα έχουν ένα δικό τους θέατρο. Αυτό το θέατρο λοιπόν οφείλει ένα απέραντο σεβασμό στον χρηματοδότη του που είναι ο πολίτης.
-Το θέατρο του ΔΗΠΕΘΕ αναμένεται να έχει ολοκληρωθεί στο τέλος του καλοκαιριού. Θεωρείτε πως με την επιστροφή του Δημοτικού Περιφερειακού Θεάτρου στη βάση του, τα δεδομένα θα είναι πιο αισιόδοξα για την πορεία του;
Σίγουρα θα είναι πιο αισιόδοξα, καθώς η σκηνή που παίζουμε τώρα στο Μέγαρο Χορού δεν είναι ο καταλληλότερος χώρος για θέατρο, μιας και έχει φτιαχτεί για χορό και άλλα θεάματα. Η σκηνή έχει τεράστιες διαστάσεις και η χωρητικότητα είναι μεγάλη, οπότε μόνο ένα υπερθέαμα με 40-50 ανθρώπους επί σκηνής μπορεί να σταθεί, τη στιγμή που έχουμε ένα έργο με τέσσερα άτομα. Το Μέγαρο δεν ενδείκνυται για τέτοιου είδους καταστάσεις, άρα στην παρούσα φάση έχουμε έναν αντίπαλο, να παλέψουμε με το χώρο και να τον κερδίσουμε, ώστε να εξαφανιστεί αυτή η αδυναμία και η δύσκολη επικοινωνία της πλατείας με τη σκηνή. Εννοείται πως όταν μπούμε στον ανακαινισμένο χώρο μας, ο οποίος αναμένεται να γίνει το νέο μπιζού της πόλης, οι όροι θα είναι πιο ευνοϊκοί για κάθε παράσταση.