Το ξημέρωμα της 12ης Οκτωβρίου οι λίγοι πρωινοί διαβάτες αντίκρισαν νέες φάλαγγες να αναχωρούν βιαστικά. Τα πρώτα χαμόγελα σχηματίστηκαν στα χείλη τους.
Στις 08.00 ο πτέραρχος Χέλμουτ Φέλμυ, διοικητής των κατοχικών στρατευμάτων της πρωτεύουσας, κήρυξε την Αθήνα «ανοχύρωτη πόλη» με το ακόλουθο μήνυμα: «Εχω την τιμήν να σας ανακοινώσω ότι ο Γερμανικός Στρατός εκήρυξε τας Αθήνας ανοχύρωτον πόλιν. Η απομάκρυνσις των γερμανικών στρατευμάτων από την πόλιν των Αθηνών ήρχισε». Στη συνέχεια ο Γερμανός αξιωματικός κατέθεσε δάφνινο στεφάνι στο Μνημείο του Αγνώστου Στρατιώτη.
09.15 οι πρώτες κραυγές χαράς ακούστηκαν από τους Αθηναίους. Ένα γερμανικό στρατιωτικό άγημα ανέβηκε στην Ακρόπολη και υπέστειλε την σβάστικα.
Σαν αυτό να ήταν το σύνθημα, άρχισαν να εμφανίζονται ελληνικές σημαίες στα μπαλκόνια και τα παράθυρα των σπιτιών. Σε λίγη ώρα ολόκληρη η πόλη ήταν «πνιγμένη» στα γαλανόλευκα. Οι Αθηναίοι είχαν ξεχυθεί στους δρόμους και φιλούσαν ο ένας τον άλλον. Οι καμπάνες των εκκλησιών άρχισαν να χτυπούν χαρμόσυνα. Γρήγορα ένα τεράστιο πλήθος, ανεμίζοντας σημαίες, συγκεντρώθηκε το κέντρο της πρωτεύουσας. Στο κτίριο της Αστυνομικής Διεύθυνσης εμφανίστηκε ο στρατηγός Σπηλιωτόπουλος, διορισμένος Στρατιωτικός Διοικητής Αθηνών από την κυβέρνηση της Μέσης Ανατολής και κάποιοι ένστολοι Βρετανοί αξιωματικοί που είχαν φθάσει μυστικά στην Αθήνα τις προηγούμενες ημέρες. Η παρουσία τους προκάλεσε θύελλα ενθουσιασμού στους Αθηναίους.
Λίγο αργότερα πολλοί από τους διαδηλωτές έφθασαν στο Μνημείο του Αγνώστου Στρατιώτη. Εκεί άρπαξαν με μανία το στεφάνι του Φέλμυ και το κατέστρεψαν.
Ολόκληρη η υπόλοιπη μέρα και η νύχτα ήταν ένα πανηγύρι για τους Αθηναίους. Ένα τραγικό πανηγύρι και για πολλούς τελευταίο. Σε λιγότερο από δύο μήνες η Αθήνα θα γνώριζε το χειρότερο αιματοκύλισμα της νεότερης ιστορίας της. Tα Δεκεμβριανά.
Πηγή: Η Μηχανή του Χρόνου