Τα τελευταία 60 χρόνια, η ιστορία της πορείας προς την ένωση της Ευρώπης χαρακτηρίζεται από διαδοχικές κρίσεις. Ο Ζαν Μονέ, ο εμπνευστής και πατέρας της ιδέας της Ευρωπαϊκής ενοποίησης είχε πει ότι η Ευρώπη θα οικοδομηθεί μέσα από το σύνολο των λύσεων που θα προωθηθούν για την αντιμετώπιση των εκάστοτε κρίσεων. Παλιότερα, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή προλάβαινε τις κρίσεις πριν αυτές ξεσπάσουν και τις επέλυε προτείνοντας λύσεις συμβατές με τις Συνθήκες και το κοινοτικό κεκτημένο. Και η έξοδος από την εκάστοτε κρίση γινόταν με το άνοιγμα ενός νέου κεφαλαίου στην ευρωπαϊκή ολοκλήρωση που έφερνε ακόμη περισσότερη Ευρώπη. Έτσι σφυρηλατήθηκε η έννοια του “ευρωπαϊκού συμφέροντος” που υπερέχει του εθνικού.
Η διαφορά με το σήμερα είναι ότι στις προηγούμενες κρίσεις πρυτάνευε πάντα η διακηρυγμένη βούληση για ευρωπαϊκή συμβίωση (togetherness/vivre ensemble). Οι μνήμες του πολέμου όχι μόνον ήσαν ακόμα νωπές, αλλά αποτελούσαν τραγικά βιώματα για τους περισσότερους από τους συντελεστές στα ιδρυτικά κράτη μέλη. Εκεί έγκειται και η επιτυχία του εγχειρήματος και όχι, όπως απαξιωτικά λέγεται, στο ότι ήταν δημιούργημα των πολιτικών και οικονομικών ελίτ της εποχής. Η οποιαδήποτε σύγκρουση ήταν διαχειρίσιμη γιατί γινόταν σε πνεύμα εποικοδομητικό. Δηλαδή, αν κάτι χαρακτήριζε τις πάμπολλες κρίσεις μέσα από τις οποίες έχει περάσει η Ευρωπαϊκή Ένωση ήταν η θέληση των κρατών να παραμείνουν μαζί και να αντιμετωπίσουν το μέλλον τους ενωμένα.
Σήμερα, αντίθετα, μπαίνουν ερωτηματικά που θέτουν σε αμφισβήτηση τον λόγο ύπαρξης (la raison d’être) της ενωμένης Ευρώπης. H οικονομική κρίση που ξέσπασε το 2008 μετά το σκάνδαλο της Λήμαν Μπράδερς αν και τιθασεύτηκε (πλην Ελλάδας) με ικανοποιητικό τρόπο, άφησε παρόλα αυτά έντονα σημάδια γιατί ταράχτηκαν οι σχέσεις εμπιστοσύνης και αλληλεγγύης μεταξύ των κρατών μελών. Η δυσπιστία, ακόμα και η λεκτική επιθετικότητα είναι παρούσα κάθε φορά που ανοίγει η συζήτηση για τα μεγάλα θέματα της εποχής, που έχουν πάρει τη μορφή «πολυ-κρίσης», όπως η διευθέτηση της ελληνικής κρίσης, η αντιμετώπιση των μεταναστευτικών ροών, η τρομοκρατία, η διαμόρφωση των νέων σχέσεων με της ΗΠΑ, κλπ. Η έλλειψη εμπιστοσύνης στη από κοινού αντιμετώπιση των σύγχρονων προκλήσεων ενίσχυσε την τάση για αναζήτηση μονομερών λύσεων που εξασφαλίζουν μεγαλύτερη ελευθερία κινήσεων στα κράτη μέλη. Η επιστροφή σε διακυβερνητικές επιλογές υποβαθμίζει την κοινοτική μέθοδο, με αποτέλεσμα οι πολίτες να αισθάνονται μεγαλύτερη σιγουριά στην θαλπωρή της αγκαλιάς του εθνικού κράτους και να απομακρύνονται από το ευρωπαϊκό πρόταγμα.
H περίοδος αυτή συνέπεσε με τις δυσκολίες διαχείρισης των συνεπειών της μεγάλης διεύρυνσης των αρχών της δεκαετίας του 2000 και της δημιουργίας της ΕΕ των 28. Αυτό που φάνηκε ως έλλειψη αποφασιστικότητας εκ μέρους της Επιτροπής και που χαρακτήρισε την Προεδρία Μπαρόζο, στην πραγματικότητα ήταν απότοκο της απουσίας παράλληλης προς τη διεύρυνση εμβάθυνσης. Έτσι, τονώθηκε η τάση προς τον διακυβερνητισμό, ενώ την ίδια ώρα η Επιτροπή έβαζε σουρντίνα στο δικαίωμα πρωτοβουλίας που της παρέχει (σχεδόν αποκλειστικά) η Συνθήκη και ακολούθησε την τακτική του ‘‘βλέποντας και κάνοντας’’, πρώτα να δει προς ποιά κατεύθυνση επιθυμούν να κινηθούν τα κράτη μέλη και στη συνέχεια να δράσει ανάλογα. Το αποτέλεσμα ήταν να υπάρξουν καθυστερήσεις στην αντιμετώπιση των επειγόντων ζητημάτων που γέννησε η κρίση και έγινε φανερή η αδυναμία άμεσης και δραστικής παρέμβασης. Η σταδιακή απομάκρυνση των πολιτών από την προοπτική που χαράσει το πρώτο άρθρο της Συνθήκης «μιάς διαρκώς στενότερης ένωσης των λαών της Ευρώπης» ήλθε ως λογική συνέπεια. Το Brexit αποτελεί την κορυφή του παγόβουνου – τα ρεύματα αμφισβήτησης (ευρωσκεπτικισμού και ευρωαπόρριψης) υποσκάπτουν τα θεμέλια του κοινού ευρωπαϊκού σπιτιού.
Ο Γιούνκερ από την πρώτη στιγμή της θητείας του προσπάθησε να αξιοποιήσει την αλλαγή στον τρόπο εκλογής του Προέδρου της Επιτροπής. Διότι δεν οφείλει πλέον την προτίμηση στο πρόσωπό του στους Ευρωπαίους ηγέτες, μέλη του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, αλλά στην πολιτική του ομάδα (το Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα – ΕΛΚ) που τον επέλεξε βάζοντάς τον επικεφαλής του ψηφοδελτίου ως υποψήφιο Πρόεδρο (Spitzenkandidat) καθώς και στους ευρωπαίους ψηφοφόρους οι οποίοι στις ευρωεκλογές του έδωσαν την πλειοψηφία. Και με το κύρος που του προσφέρει η λαϊκή νομιμοποίηση ζήτησε από όλους να βγούν από τη λογική της αγιοποίησης ή της δαιμονοποίησης και να σταθμίσουν τα θετικά και τα αρνητικά της μέχρι τώρα πορείας.
Ένας από τους στόχους του Προέδρου Γιούνκερ ήταν να ξανακερδίσει μέρος της χαμένης πρωτοβουλίας κινήσεων της Επιτροπής. Και το έκανε αυτό με τον γνωστό ευθύ και χωρίς εξωραϊσμούς τρόπο που τον διακρίνει. Κυρίως από την πρώτη μέρα και με κάθε ευκαιρία δεν έπαυσε να κρούει τον κώδωνα του κινδύνου. Στην παρουσίαση της Κατάστασης της Ένωσης (State of the Union) στις αρχές Σεπτεμβρίου 2016 στο Ευρωκοινοβούλιο για να κάνει πιό πειστική την έκκληση του για επείγουσες αποφάσεις μίλησε για “Επιτροπή της τελευταίας ευκαιρίας”. Δύο εβδομάδες αργότερα, στο άτυπο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο της Μπρατισλάβας διατυπώθηκε από κοινού ο οδικός χάρτης που θα πρέπει να ακολουθήσει η ΕΕ των 27 πλέον μελών σε τέσσερα μεγάλα κεφάλαια: Μετανάστευση και εξωτερικά σύνορα, Εσωτερική ασφάλεια, Εξωτερική ασφάλεια/Άμυνα, Οικονομική και Κοινωνική ανάπτυξη (Νέοι).
Σε επίπεδο Ευρωπαϊκού Συμβουλίου η συζήτηση συνεχίστηκε τον Φεβρουάριο στη Μάλτα. Και όπως είχε προαναγγελθεί, στις αρχές Μαρτίου παρουσιάστηκαν οι προτάσεις της Επιτροπής για το μέλλον της Ευρώπης εν όψει των εκδηλώσεων που θα γίνουν στη Ρώμη για τα 60 χρόνια από την υπογραφή της Συνθήκης ΕΟΚ η οποία υπήρξε ο πρόδρομος της σημερινής Συνθήκης της ΕΕ.
Η μέθοδος Γιούνκερ: η Λευκή Βίβλος
Οι προτάσεις αυτές έχουν τη μορφή Λευκής Βίβλου. Δηλαδή περιγράφουν το πρόβλημα μέσα από πέντε προτεινόμενα σενάρια. Αρκετοί χαρακτήρισαν “χλιαρό” τον τρόπο αντίδρασης που τελικά επέλεξε η Επιτροπή. Ωστόσο, παρά την έντονη προηγηθείσα δραματοποίηση η Επιτροπή όφειλε να λάβει υπόψη την πολιτική συγκυρία. Οι κρίσιμες εκλογές σε τρία ιδρυτικά κράτη μέλη επέβαλαν μία διακριτική στάση, σε αυτή τη φάση, για να μην εκληφθεί ως παρέμβαση στα εσωτερικά των εν λόγω χωρών. Από την άλλη θέλησε να αναγκάσει τα κράτη να αναλογιστούν τις μεγάλες ευθύνες που τους αναλογούν και να εγκαταλείψουν τη βολική στάση που ακολουθούν τα τελευταία χρόνια, όπου για όλα τα αρνητικά φταίει η Ευρώπη και η Επιτροπή, ενώ όλα τα θετικά τα καρπώνονται οι εθνικές ηγεσίες. Και τέλος, θέλησε να δώσει την αίσθηση ότι προχωράμε ενωμένοι στην ενίσχυση της ΕΕ των 27, χωρίς ωστόσο να δώσει άλλες σαφείς ενδείξεις τώρα, δεδομένου ότι δεν μας χωρίζουν παρά ημέρες από την έναρξη των διαπραγματεύσεων για το Brexit.
Παράλληλα, η Επιτροπή επεξεργάζεται και θα θέσει στο τραπέζι σύμφωνα με το χρονοδιάγραμμα της Μπρατισλάβας προτάσεις πάνω σε πέντε καίριους τομείς:
Κοινωνική διάσταση της Ευρώπης και κοινωνικά δικαιώματα (Απρίλιος)
Αντιμετώπιση των αρνητικών συνεπειών της παγκοσμιοποίησης (Μάιος).
Το μέλλον της Στρατιωτικής συνεργασίας και η κοινή Άμυνα (Ιούνιος).
Εξάλλου, πριν το τέλος του χρόνου θα είναι έτοιμα και τα έγγραφα σχετικά με:
Το μέλλον των ιδίων πόρων και η συνεισφορά των κρατών-μελών στον προϋπολογισμό της Ε.Ε.
Την εμβάθυνση της ΟΝΕ με βάση την έκθεση των πέντε προέδρων των θεσμικών οργάνων της ΕΕ.
Καλούνται, δηλαδή, οι Ευρωπαϊκοί θεσμοί και η κοινωνία των πολιτών καθώς και οι εθνικές ηγεσίες στα κράτη μέλη μετά από συζήτηση να καταλήξουν στο σενάριο που θα ήθελαν να δούν τελικά να υλοποιείται. Τότε η Επιτροπή θα κάνει τις ανάλογες προτάσεις για να πλαισιώσει τις πολιτικές αποφάσεις με δράσεις και να τους προσδώσει τον αναγκαίο κανονιστικό μανδύα.
Τα πέντε σενάρια περιγράφουν σχηματικά την κατάσταση στην οποία μπορεί να περιέλθει η ΕΕ σε ένα κοντινό μέλλον μέχρι το 2025. Έτσι όπως έχουν διατυπωθεί, τόσο το πρώτο σενάριο όσο και το τελευταίο θεωρούνται ακραία και άρα δεν αποτελούν πραγματικές επιλογές. Τα τρία σενάρια που εκτίθενται ενδιαμέσως προβλέπουν μία εξέλιξη που θα μπορούσε να θεωρηθεί επιθυμητή ή απλά ρεαλιστική.
Πράγματι, σε περίπτωση έντονων διαφωνιών μπορεί τελικά να επικρατήσει η δύναμη της αδράνειας και να κριθεί προτιμότερο (ή λιγότερο επικίνδυνο) η ΕΕ να συνεχίσει ως έχει (σενάριο 1). Αλλά αυτό υπό τις παρούσες συνθήκες πολλοί δεν το θεωρούν πιθανό.
Η επιλογή του να προχωρήσει σε πλήρη ενοποίηση ομοσπονδιακής μορφής (σενάριο 5) μοιάζει σήμερα ως ανέφικτος και επαναστατικός στόχος. Ωστόσο δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η ομοσπονδιακή προοπτική είχε αποτυπωθεί στο γενεσιουργό κείμενο της πρώτης Κοινότητας, δηλαδή στη Διακήρυξη της 9ης Μαΐου 1950, όπου αναφέρεται ρητά ότι η ΕΚΑΧ είναι “το πρώτο στάδιο της Ευρωπαϊκής ομοσπονδίας”.
Η ΕΕ αυτοπεριορίζεται στην υλοποίηση και εμβάθυνση της εσωτερικής αγοράς και μόνο (σενάριο 2).
Παρέχεται η δυνατότητα στα κράτη μέλη που το επιθυμούν να αναπτύξουν μεγαλύτερη δράση σε συγκεκριμένους τομείς, όπως η άμυνα, η εσωτερική ασφάλεια ή τα κοινωνικά θέματα. Διαμορφώνονται μία ή περισσότερες «συμμαχίες πρόθυμων κρατών». Πρόκειται δηλαδή για την θεσμοθέτηση της Ευρώπης των διαφορετικών ταχυτήτων (σενάριο 3).
Η ΕΕ επικεντρώνεται στην επίτευξη καλύτερων και ταχύτερων αποτελεσμάτων σε επιλεγμένους τομείς πολιτικής, σύμφωνα με το δόγμα “κάνουμε λιγότερα, αλλά τα κάνουμε καλύτερα” (σενάριο 4).
Η εξέλιξη της ΕΕ σε μία κοινότητα περιορισμένης ευθύνης με μοναδικό αντικείμενο τη λειτουργία και την εμβάθυνση της εσωτερικής αγοράς (σενάριο 2) θα ήταν μία επιλογή με πιθανότητες επικράτησης, αν το αποτέλεσμα του βρετανικού δημοψηφίσματος ήταν διαφορετικό. Οι εναπομείναντες υποστηρικτές μιάς τέτοιας προοπτικής (κυρίως κράτη της ανατολικής Ευρώπης) έχουν χάσει το ισχυρό τους έρεισμα.
Με το σενάριο 3, η Λευκή Βίβλος επαναφέρει στο προσκήνιο μία πρόταση για διαφορετικές ταχύτητες στην προώθηση, εφαρμογή και εμβάθυνση νέων ή υπαρχουσών πολιτικών. Πράγματι, η συζήτηση για διαφοροποιημένη συμμετοχή στη διαδικασία της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης δεν είναι καινούργια. Προτάσεις για περισσότερες ταχύτητες είχαν κατατεθεί και στο παρελθόν, όπως για ομόκεντρους κύκλους, για μεταβλητή γεωμετρία και άλλες πιθανές εξελίξεις με ευφάνταστους τίτλους που όλες είχαν σαν στόχο να δωθεί η δυνατότητα στα κράτη μέλη που το επιθυμούν να διευρύνουν τα πλαίσια της ΕΕ. Βασίστηκαν στον ανταγωνισμό μεταξύ του διακυβερνητικού μοντέλου και της κοινοτικής μεθόδου, αλλά πάντως εφαρμόζοντας στη πράξη τη βασική διατύπωση της Διακήρυξης της 9ης Μαΐου: τη δημιουργία συγκεκριμένων επιτεύξεων δια μέσου μίας ντε φάκτο αλληλεγγύης. Το ζητούμενο ήταν πάντα η ανεύρεση τρόπων για να υπερκεραστούν τα εμπόδια που έθετε η Συνθήκη (βέτο) ή ο αρνητισμός των κρατών μελών για τον εμπλουτισμό της κοινοτικής διαδικασίας και την αναζήτηση νέων πεδίων επέκτασης της δράσης της Ευρώπαϊκής Ένωσης. Ωστόσο, ο φόβος δημιουργίας κρατών πρώτης και δεύτερης κατηγορίας σε βάρος της «ιερής» αρχής της ισοτιμίας των κρατών δεν επέτρεπε σε ιδέες αυτού του τύπου να ευδοκιμήσουν.
Μία παρεμφερής πρόταση και με παρόμοια στόχευση (ένας πυρήνας κρατών – core Europe – που λειτουργεί με πολλαπλές ταχύτητες) είχε γίνει για πρώτη φορά από δύο δυναμικούς εκπροσώπους της γερμανικής χριστιανοδημοκρατίας τον Λάμερς και τον Σόυμπλε το 1994, αλλά δεν είχε τότε τύχει θετικής υποδοχής. Το παράδοξο είναι ότι σήμερα τρία εκ των (μεγάλων) ιδρυτικών κρατών μαζί με την Ισπανία δείχνουν να θεωρούν ότι η πρόταση που περιέχεται στη Λευκή Βίβλο, ως σενάριο 3, θα μπορούσε να δώσει το νήμα με το οποίο θα εξέλθει η ΕΕ από τη σημερινή της στασιμότητα. Και τούτο διότι σήμερα αίφνης μοιάζει αυτονόητο το να επιτραπεί σε ορισμένα κράτη να προχωρήσουν με βήμα ταχύτερο των άλλων για να αποφευχθεί η απαξίωση και ο μαρασμός της ΕΕ.
Σύμφωνα με το σενάριο 4 προτείνεται να γίνονται λιγότερα με πιο αποδοτικό τρόπο σε επιλεγμένους τομείς πολιτικής. Το ζητούμενο για την ΕΕ είναι η επίτευξη καλύτερων και ταχύτερων αποτελεσμάτων, επενδύοντας τους περιορισμένους πόρους σε τομείς όπου θεωρείται ότι υπάρχει προστιθέμενη αξία.
Το 6ο σενάριο που λείπει
Θα ήταν λάθος να σπεύσουμε να ταχθούμε υπέρ του ενός ή του άλλου σεναρίου. Γιατί όλα περιέχουν ψήγματα αναγκαίων βελτιώσεων και κανένα από μόνο του δεν προσφέρει την ιδανική λύση. Ίσως, το πλέον ρεαλιστικό θα ήταν ένα 6ο σενάριο, που δεν θα είναι άλλο παρά η σύνθεση των πέντε προαναφερθέντων με ισχυρή δόση από το σενάριο 1, το οποίο δεν θα πρέπει να απορρίψουμε με την ευκολία που αρχικά φάνηκε να υπονοεί η Λευκή Βίβλος. Η επιλογή του σεναρίου 1 δεν σημαίνει αναγκαστικά στασιμότητα, αλλά αντίθετα αναγνώριση ότι αυτή η Συνθήκη είναι σοφά δομημένη, δεν γίνεται όμως πλήρης αξιοποίηση των δυνατοτήτων που παρέχει. Αν ανοίξει αυτή τη στιγμή μία συζήτηση για αναθεώρηση της, πέραν του ότι θα είναι χρονοβόρα κινδυνεύει να καταλήξει σε διάσπαση, αντί για περισσότερη ενότητα.
Διότι, το ζητούμενο τελικά είναι η διατήρηση και η εμβάθυνση της ενότητας. Άλλωστε, η Συνθήκη της Λισαβώνας επιτρέπει σε όσους θέλουν και μπορούν να προχωρήσουν, ενώ δεν αποκλείει όσους θέλουν, αλλά δεν μπορούν. Αντίθετα τους παρέχει κάθε βοήθεια και διευκόλυνση για να καταβάλουν όση προσπάθεια χρειάζεται ώστε να τα καταφέρουν. Πρέπει όμως να καταστεί σαφές ότι σε αυτό το σχήμα δεν έχουν θέση όσοι μπορούν, αλλά δεν θέλουν ή όσοι ούτε μπορούν και ούτε θέλουν. Κωλυσιεργούν, όμως, εις βάρος των υπολοίπων, καθυστερούν και τελικά εμποδίζουν την θεσμική εξέλιξη και την ανάπτυξη πολιτικών πρασαρμοσμένων στα νέα διεθνή δεδομένα.
Όποιο σενάριο και αν προκριθεί τελικά θα πρέπει να έχει ως μοναδικό κριτήριο τον σεβασμό στο γράμμα και το πνεύμα των Συνθηκών και την προάσπιση του γενικού ευρωπαϊκού συμφέροντος, που μόνο η κοινοτική μέθοδος μπορεί να εξασφαλίσει. Θα πρέπει πάντα να έχουμε στο νου ότι Συνθήκη δεν αποτελεί εμπόδιο, αλλά αντίθετα προβλέπει πολλές δυνατότητες συντεταγμένης προόδου της ενοποιητικής διαδικασίας.
Η Συνθήκη παρέχει την απαραίτητη ευλυγισία ώστε η Ευρώπη να προχωράει (με την προϋπόθεση της ομοφωνίας) ακόμα και σε τομείς για τους οποίους δεν υπάρχει νομική βάση (βλέπε α. 352 ΣΛΕΕ).
Επίσης, προβλέπεται η δυνατότητα καθιέρωσης των ενισχυμένων συνεργασιών (βλέπε α. 326 επ. ΣΛΕΕ). Ο φόβος, όμως, της δημιουργίας μίας Ευρώπης à la carte δεν επέτρεψε τη γενικευμένη προσφυγή σε τέτοιες λύσεις.
Εξάλλου, κυρίως με την πίεση της Δανίας και της Βρετανίας ισχύει η δυνατότητα αυτο-εξαίρεσης (opt-out) σε περίπτωση που ένα κράτος αδυνατεί να ακολουθήσει τα υπόλοιπα χωρίς όμως να θέλει να εμποδίσει την περαιτέρω κοινή πορεία.
Άλλο χαρακτηριστικό παράδειγμα διαμόρφωσης νέων πολιτικών είναι η συμφωνία για τη διασυνοριακή συνεργασία (Σένγκεν), που αρχικά θεσπίστηκε σε διακυβερνητικό επίπεδο και εκτός Συνθήκης (1985 και 1995) τελικά εντάχθηκε πλήρως στο κοινοτικό θεσμικό πλαίσιο και στο σώμα της Συνθήκης του Άμστερνταμ (1999).
Παρομοίως, προχώρησε η ΟΝΕ με ένα μέρος μόνο των κρατών μελών να υιοθετούν το κοινό νόμισμα και τις πολιτικές που απορρέουν.
Μία περίοδος έντονων διαβουλεύσεων για να προκύψει το νέο πρόσωπο της ΕΕ
Αυτόν τον καταιγισμό παραγωγής πολιτικών κειμένων διαδέχεται η επιτάχυνση των πολιτικών επαφών στο ανώτατο επίπεδο. Ήδη κατά την τελευταία σύνοδο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου συζητήθηκε ένα κείμενο εργασίας που συνέταξαν ο Πρόεδρος Τουσκ, μαζί με τον Πρωθυπουργό της Μάλτας εκ μέρους της εκ περιτροπής προεδρίας και του Ιταλού Πρωθυπουργού με σκοπό τη διατύπωση μίας κοινής δήλωσης με την οποία θα επισφραγιστούν οι εκδηλώσεις της 25ης Μαρτίου στη Ρώμη (Rome declaration).
Ο νεοεκλεγείς Πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου Αντόνιο Ταγιάνι στην έναρξη των εργασιών της Συνόδου του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου των Βρυξελλών στις 9 Μαρτίου ζήτησε από όλους να αναλογιστούν πόσο πολύτιμη είναι η ευρωπαϊκή ενότητα και τόνισε ότι “η Ευρώπη πρέπει να αλλάξει, όχι να αποδυναμωθεί”. Επίσης, θύμισε ότι το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ως συμβολή του στις συζητήσεις για την 60η επέτειο της Συνθήκης της Ρώμης ψήφισε στις 16.2.2017 τρείς θεμελιώδους σημασίας για το μέλλον της ΕΕ εκθέσεις, που αφορούν στην εξέλιξη του θεσμικού πλαισίου της ΕΕ (έκθεση Βερχόφστατ), στην βελτίωση της λειτουργίας της ΕΕ (έκθεση Μπρέσο/Μπροκ) και τη δημοσιονομική ικανότητα της ΕΕ (έκθεση Μπέγκε/Μπερές).
Παράλληλα, έχουν αναληφθεί πρωτοβουλίες από ομάδες κρατών όπως αυτή των Βερσαλλιών με τη συμμετοχή των τεσσάρων μεγάλων κρατών (Γερμανία, Γαλλία, Ιταλία, Ισπανία), όλων των πολιτικών οικογενειών και των θεσμικών οργάνων αποσκοπούσαν στο να μορφώσουν μία άποψη πριν τη Σύνοδο της Ρώμης. Όλοι έχουν επίγνωση ότι δεν πρόκειται απλά για εορταστικές εκδηλώσεις πανηγυρικού χαρακτήρα, αλλά για πραγματικά ιστορικές στιγμές. Και επειδή συμπίπτει με την εκπεφρασμένη απόφαση του βρετανικού λαού να αποχωρήσει από τις διαδικασίες ενοποίησης το κεφάλαιο που θα εγκαινιαστεί στη Ρώμη έχει ήδη αποκληθεί ‘‘ληξιαρχική πράξη γέννησης της Ευρώπης των 27’’.
Την αμέσως επόμενη περίοδο θα έλθει πάλι στην επιφάνεια η παλιά διαμάχη που θα φέρει αντιμέτωπους τους εθνοκεντρικούς οπαδούς της διακυβερνητικής άποψης και τους πιστούς της κοινοτικής ορθοδοξίας στους οποίους παρέχουν την υποστήριξή τους οι ρέκτες του φεντεραλισμού. Αλλά αυτή η συζήτηση δεν αφορά παρά τους παροικούντες την βρυξελλιανή Ιερουσαλήμ. Οι υπόλοιποι, οι πολίτες που δεν ενθουσιάζονται από θεωρητικές αναζητήσεις, αλλά από τις πρακτικές επιπτώσεις στην καθημερινότητα τους από την πορεία της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, για να έχουν ενεργή συμμετοχή στο εγχείρημα θέλουν να ξέρουν πάνω σε ποιές αρχές θα συνεχίσει να λειτουργεί η ΕΕ. Η ενότητα, η ισότητα και η ισοτιμία πρέπει να τηρούνται απαρέγκλιτα. Και κυρίως η αλληλεγγύη ως δυναμική έννοια, όχι σαν συνώνυμο της ελεημοσύνης αλλά της συνοχής και του κοινού βηματισμού.
Το τελικό policy mix θα προκύψει από τη σύνθεση των απόψεων και τη διαμόρφωση συμμαχιών για την επίτευξη πλειοψηφιών.
Ήδη παρατηρούμε ανακατατάξεις κυρίως λόγω του διαζυγίου με τη Βρετανία. Τα κράτη του Βίσεγκραντ (Πολωνία, Ουγγαρία, Τσεχία, Σλοβακία) τα οποία είχαν επανειλημμένα στοιχιθεί πίσω από το Λονδίνο έχασαν ένα ισχυρό σύμμαχο και θα αναζητήσουν άλλα στηρίγματα, είτε ως ομάδα κρατών είτε μεμονωμένα.
Η ανάληψη πρωτοβουλίας από τη Γαλλία στις Βερσαλλίες δηλώνει πολλά. Η χώρα αυτή που είχε απορρίψει την τελευταία στιγμή τη δημιουργία της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Άμυνας το 1954 (πριν ακόμα και από την ΕΟΚ) εκδηλώνει σήμερα ειδικά το ενδιαφέρον προώθησης της πολιτικής Άμυνας βλέποντας τη θέση της αναβαθμισμένη ως τη μόνη πλέον πυρηνική δύναμη στην ΕΕ.
Η ιστορική σύμπνοια των χωρών της Benelux υφίσταται και αυτή τριγμούς. Οι κατά καιρούς προσπάθειες σύστασης ομάδας χωρών του Ευρωπαϊκού νότου μένουν χωρίς επαύριον λόγω ακριβώς της έλλειψης κοινότητας στόχευσης και συμφερόντων.
Η αρχική θετική αντίδραση με την οποία φάνηκε ότι έγινε δεκτή από την κοινή γνώμη η προθυμία ορισμένων κρατών να σπεύσουν να υιοθετήσουν την προοπτική της ΕΕ των πολλών ταχυτήτων με κύριο εκφραστή τη Γερμανία (και ίσως για αυτό ακριβώς τον λόγο) μοιάζει να υποχωρεί. Επικρατούν πιό νηφάλιες σκέψεις, μπροστά στο ενδεχόμενο τελικά να συμβάλουμε στη δημιουργία μίας Ευρώπης των πολλών οχημάτων που κινούνται με διαφορετική ταχύτητα και ίσως και προς διαφορετική κατεύθυνση. Πράγμα που οδήγησε τον πρόεδρο Γιούνκερ κατά τη διάρκεια του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου στις 10/3 να αποκαλέσει ‘‘ψευδεπίγραφη’’ (Scheindebatte) τη συζήτηση (που ο ίδιος προκάλεσε) για την Ευρώπη των πολλών ταχυτήτων.
Παρόμοια, σχετικοποιείται και η ιδέα προσφυγής στη λύση των ενισχυμένων συνεργασιών. Υπενθυμίζεται ότι αυτό το «εργαλείο» έχει περιληφθεί ήδη στη Συνθήκη του Άμστερνταμ, ωστόσο μέχρι τώρα έχει γίνει πολύ φειδωλή χρήση του. Ο λόγος είναι η αποφυγή πολλαπλασιαμού των περιπτώσεων μιάς Ευρώπης α-λα-καρτ.
Πολλά θα εξαρτηθούν από τα αποτελέσματα των εκλογών και τις νέες ισορροπίες που θα προκύψουν την περίοδο που ακολουθεί. Στην Ολλανδία έχουμε τα πρώτα δείγματα ότι διαψεύδονται οι μάντεις κακών που μιλούν για το προσεχές ρέκβιεμ της Ευρώπης. Ωστόσο, είμαστε ακόμα μακρυά από το να θεωρήσουμε ότι άρχισε η κάμψη των δυνάμεων του λαϊκισμού. Το επόμενο τεστ στη Γαλλία και οι εκλογές στη Γερμανία που έπονται θα είναι καθοριστικές.
Η ιστορική 60η έπετειος θα μπορούσε να γίνει η αρχή για μία νέα σελίδα στην ιστορία της Ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης μόνον αν η Επιτροπή καταφέρει να εκφράσει τη βούληση των Ευρωπαίων για ένα καλύτερο μέλλον. Στην έξωθεν αλλά και την εσωτερική αμφισβήτηση πρέπει να μπορέσει να επιβάλει την δική ατζέντα. Απέναντι στο “πρώτα η Αμερική” του Τραμπ να αντιτάξει το “πρώτα η Ευρώπη’’ και στους ευρωσκεπτικιστές, περισσότερη αλληλεγγύη. Σαν πρώτο βήμα, θα χρειαστεί να υπάρξει εξισορρόπηση των δύο τάσεων που υπάρχουν σήμερα στους κόλπους της ΕΕ: του διακυβερνητισμού και της κοινοτικής μεθόδου. Πράγμα που σημαίνει ότι τα κράτη μέλη θα πάψουν να θεωρούν την Επιτροπή ως γραμματεία του Συμβουλίου Υπουργών και θα της επιτρέψουν να παίξει πλήρως το ρόλο που της αναγνωρίζει η Συνθήκη. Αυτή θα ήταν η ορθή βάση συζήτησης επί των πέντε σεναρίων της Λευκής Βίβλου.
Η προώθηση περισσότερης και καλύτερης για όλους Ευρώπης δεν συνεπάγεται αναθεώρηση προς την κατεύθυνση μίας Ευρώπης α-λα-καρτ ή των πολλών ταχυτήτων, αλλά μία νέα ανάγνωση της Συνθήκης που θα ανοίξει το δρόμο για επιστροφή στα θεμελιώδη: θα είναι η καλύτερη απάντηση στον λαϊκισμό που οδηγεί στον ευρωσκεπτικισμό, την αποσυναρμολόγηση και τη διάλυση. Από αυτό θα κριθεί η επιτυχία της μεθόδου Γιούνκερ και η συνέχιση του εγχειρήματος της Ευρωπαϊκής ενοποίησης.