Διότι μπορεί ο σκοπός των διοργανωτών του να είναι ο προβληματισμός και η παραγωγή ιδεών για την πορεία της ελληνικής οικονομίας, αλλά το μέγα κέρδος των Ελλήνων πολιτών είναι ότι, από όσα λέγονται από το βήμα αυτού του συνεδρίου, μαθαίνουμε και καμιά αλήθεια. Από αυτές τις αλήθειες που οι κυβερνώντες -σημερινοί και προηγούμενοι- τις αποφεύγουν όπως ο διάβολος το λιβάνι.
Ως τώρα γνωρίζαμε, πάλι από ξένες πηγές βεβαίως, ότι το σπασμένο μάρμαρο από τη «σκληρή», την «υπερήφανη», διαπραγμάτευση της πρώτης περιόδου διακυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ, θα το πληρώσουμε μεν ακριβά, αλλά το ύψος των σπασμένων ήταν γύρω στα 70 με 80 δισεκατομμύρια. Τώρα μαθαίνουμε ότι τα παίγνια του Βαρουφάκη, με την πλήρη στήριξη του Τσίπρα, από τον Φεβρουάριο ως τον Ιούλιο του 2015 μας κόστισαν πολύ ακριβότερα.
Μιλώντας από το βήμα αυτού του συνεδρίου, ο επικεφαλής του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Στήριξης (ESM) Κλάους Ρέγκλινγκ είπε τα ακόλουθα: «Η Ελλάδα είχε βγει στις αγορές και το 2014, πριν από την ατυχή αναστροφή των μεταρρυθμίσεων στην αρχή του 2015, η οποία καθυστέρησε την ανάκαμψη της χώρας για αρκετά χρόνια και κόστισε πολλά δισεκατομμύρια». Πόσα; Ας ξεχάσουμε τα 70 και τα 80. Κατά τον κ. Ρέγκλινγκ, το κόστος ξεπέρασε τα 100 δισεκατομμύρια.
Στο συνέδριο αυτό μίλησαν όλα τα κυβερνητικά γκεσέμια, τα άκρως αρμόδια για την πορεία της οικονομίας και τα άκρως υπεύθυνα για την πορεία των διαπραγματεύσεων εκείνης της περιόδου. Με πρώτον και καλύτερο τον ίδιο τον, τότε και σήμερα, πρωθυπουργό Αλέξη Τσίπρα. Αλλά και ο Ευκλείδης Τσακαλώτος, ο Γιώργος Χουλιαράκης, ο Γιώργος Σταθάκης και άλλοι. Αν ακούσατε, από στόματος οιουδήποτε εξ αυτών, να διαψεύδει τον κ. Ρέγκλινγκ, αν διαβάσατε πουθενά καμία επίσημη κυβερνητική διάψευση, να μου το πείτε και μένα. Τα άκουσαν. Και ακλούθησαν την τακτική «μούγκα στη στρούγκα».
Οταν τα έχεις κάνει μπάχαλο, τότε ισχύει το πανάρχαιο αξίωμα «κρείττον σιγάν». Διότι βεβαίως για το μπάχαλο αυτό, που θα το πληρώνουμε επί δεκαετίες, δεν ευθύνεται μόνον ο μοιραίος εξυπνάκιας Γιάνης Βαρουφάκης. Ευθύνεται πρωτίστως ο ίδιος ο Τσίπρας και όλοι όσοι είχαν τις ίδιες «αυταπάτες».
Γ. Π. Μασσαβέτας