Σάββατο, 06 Ιουνίου 2020 19:30

Το φαινόμενο του «victim blaming» ως ένδειξη δευτερογενούς θυματοποίησης

Γράφτηκε από την

Της Βασιλικής Ι. Σγάντζου- Δικηγόρου Αθηνών, Μ.Δ.Ε Ποινικού Δικαίου & Ποινικής Δικονομίας

«Το τραύμα, ο τρόμος, μπορεί να σας καταστρέψει πολύ μετά από μια φρικτή επίθεση. Παραμένει. Δεν ξέρετε πού να πάτε ή σε ποιον να απευθυνθείτε… και οι άνθρωποι είναι πιο καχύποπτοι για το τι φορούσατε ή τι πίνατε, σαν να είναι δικό σας το λάθος, και όχι λάθος του ατόμου που σας επιτέθηκε (…) Οι νόμοι δεν θα είναι αρκετοί εκτός εάν αλλάξουμε την κουλτούρα που επιτρέπει την επίθεση να συμβαίνει κατά πρώτο λόγο» (Μπαράκ Ομπάμα, Σεπτέμβριος 2014)

Από τις πρώτες προσπάθειες εννοιολογικής οριοθέτησης και προσδιορισμού του περιεχομένου της, καταφάσκεται η φαία περιοχή της « βίας». Και μπορεί η ανάγκη συγκεκριμένης μελέτης να καθίσταται απαραίτητη, αναγκαία εντούτοις κάθε προσπάθεια εννοιολογικής προσέγγισης του όρου «ρισκάρει» να την υποβαθμίσει.
Σε μία προσπάθεια έλλογης οριοθέτησης της έννοιας της «βίας» αποδεχόμαστε τον επίσημο ορισμό του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας, σύμφωνα με τον οποίο «η βία ορίζεται ως: «Η σκόπιμη χρήση σωματικής δύναμης ή εξουσίας, με μορφή απειλής ή πράξης, ενάντια στον εαυτό, σε κάποιο άλλο πρόσωπο ή ενάντια σε μια ομάδα ή κοινότητα, η οποία είτε έχει ως αποτέλεσμα είτε αυξάνει τις πιθανότητες να επέλθει τραυματισμός, θάνατος, ψυχολογική βλάβη, καθυστέρηση στην ανάπτυξη ή αποστέρηση». Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας διαχωρίζει τη βία σε τρεις κατηγορίες: α) την αυτο-κατευθυνόμενη βία όπως την αυτοκτονική συμπεριφορά και τον αυτο-τραυματισμό, β) τη διαπροσωπική βία που αφορά τη βία στην οικογένεια, την κακοποίηση των παιδιών και των ηλικιωμένων, γ) τη βία στην κοινότητα που εκδηλώνεται έξω από το σπίτι μεταξύ ανθρώπων που δεν γνωρίζονται μεταξύ τους.»
Σε περιπτώσεις βίας, ανεξαρτήτως της μορφής που αυτή λαμβάνει, βλέπουμε πως το σώμα τείνει να «εργαλειοποιείται». Συνηγορούμε, όμως, πως αυτό δε δύναται να αποτελεί μόνο τον αποδέκτη της βίαιης συμπεριφοράς. Στην επιφάνειά του η αξιόποινη πράξη δεν αφήνει απλώς εμφανή σημάδια, αλλά χαράζεται, εντυπώνεται και μελλοντικά «ξεσπά».
Σε διάφορες περιπτώσεις, οι γυναίκες, ανάμεσα στα σωματικά αποτυπώματα των βίαιων πράξεων, ενσωμάτωσαν την πιο ακραία μορφή βίας που θα μπορούσαν να υποστούν: τον ψυχολογικό τραυματισμό. To κακοποιητικό επεισόδιο και τα μεταγενέστερα στάδιά του ενέχουν μια οξεία τραυματική φάση. Δεχόμαστε την παγιωμένη αντίληψη στους κλάδους της Υγείας πως το τραύμα μπορεί να δημιουργηθεί εκτός από τη σταδιακή συσσώρευση διαφόρων τραυματικών γεγονότων ακόμη κι από ένα μεμονομώνο στρεσογόνο γεγονός. (ήδη Freud, 1895,1920).
Εκτός από το τραύμα που βίωσαν τα θύματα αξιόποινων πράξεων, κυρίως αδικημάτων κατά της ζωής και της γενετήσιας ελευθερίας τους, πολλά θύματα υπέστησαν επίσης δευτερογενή θυματοποίηση λόγω των αρνητικών αντιδράσεων του περιγύρου τους, λόγω του τρόπου που αντιμετωπίσθηκαν από την κοινωνία, από τον Τύπο, από τους συγγενείς ή τους φίλους.  Μεταξύ αυτών των αρνητικών αντιδράσεων, ίσως η πιο καταστροφική είναι η τάση να κατηγορούμε τα θύματα για την επίθεσή τους. (Gravelin C. R. [2017]. Assessing the Impact of Media on Blaming the Victim of Acquaintance Rape. Doctoral Dissertation, University of Kansas, Lawrence, KS).
Το «victim blaming», όπως ονομάζεται, αναφέρεται στην τάση να θεωρούμε υπεύθυνα τα θύματα αρνητικών γεγονότων για αυτά τα αποτελέσματα, στο βαθμό που ποικίλλει ανάλογα με τα χαρακτηριστικά της επίθεσης, του θύματος και του δράστη. (Eigenberg & Garland, 2008; Ryan, 1971).
Σε αντίθεση με πολλά άλλα διαπροσωπικά εγκλήματα , οι γυναίκες ως θύματα σεξουαλικής επίθεσης είναι ιδιαίτερα ευάλωτα στο να κατηγορηθούν για την επίθεση που δέχονται, και ως εκ τούτου το θύμα σε περιπτώσεις σεξουαλικής επίθεσης γίνεται το επίκεντρο (MT Gordon, S Riger, The female fear: The social cost of rape,1991). Η πραγματικότητα έχει να επιδείξει πολλά τέτοια παραδείγματα όταν μέρος της κοινωνίας σπεύδει να αποδώσει οποιοδήποτε βαθμό ευθύνης στο θύμα. «Ας μη ντυνόταν προκλητικά». «Ας μη βαφόταν έτσι». «Αφού είχε σχέση μαζί του ήξερε τι έκανε».
H οδυνηρή εμπειρία της βίας και η δευτερογενής θυματοποίηση που ενδέχεται να λάβει χώρα μπορεί να προκαλέσει καταστροφικές συνέπειες στην ψυχοσύνθεση του ατόμου . Βέβαια, κανείς δε μπορεί να γνωρίζει εκ προοιμίου εάν ο παθών της εγκληματικής πράξης θα βιώσει τις ψυχικά τραυματικές συνέπειες της πράξης. Αυτό εξαρτάται κυρίως από την προσωπικότητά του, τον περίγυρό του, τις εκάστοτε συνθήκες που επικρατούν. Δεν πρέπει, όμως, να λησμονάται πως σημάδι ανησυχίας αποτελούν και τα λεγόμενα «σιωπηρά τραύματα» και αυτά δεν πρέπει να υποτιμώνται. ( Pollock, G., (1967) Discussion in the Crisis. Study Group of New York.)
Απαιτείται σήμερα σωστή και συλλογική ενημέρωση για το έγκλημα, την ποικιλομορφία του και τους μηχανισμούς πάταξής του, αλλά και ενσυναίσθηση από τη μεριά της κοινωνίας. Η υπακοή σε ηθικές επιταγές δε μπορεί να ριζώσει σε μία κοινωνία χωρίς μέτρο, χωρίς κανόνες, σε έναν χώρο που όλα επιτρέπονται στο βωμό της κατάχρησης της ελευθερίας και των ατομικών δικαιωμάτων.Στη Χώρα μας διαδραματίστηκαν περιστατικά που θα μπορούσαν να συμπεριληφθούν ανάμεσα στα λοιπά διαμορφωμένα ονόματι «ειδεχθή εγκλήματα». Για κάποιον λόγο, όμως, [ και γιατί (;)] βρέθηκε το ίδιο το θύμα εκτεθειμένο και στο στόχαστρο έντονης κριτικής; Πρέπει να επιρριφθούν ευθύνες για το φαινόμενο του «victim blaming»; Κι αν η απάντηση στο ερώτημα είναι αρνητική, μήπως το ζήτημα θα μπορούσε να διευθετηθεί σε ένα πρώιμο στάδιο, ήτοι στην απόδοση μεγαλύτερης βαρύτητας στην πρόληψη και στην έγκαιρη παρέμβαση;