Παρασκευή, 19 Μαρτίου 2021 15:58

Η μοδίστρα

Γράφτηκε από την
Η μοδίστρα

Διήγημα του Ιωάννη Κάνδυλα

Νεαρό το αγόρι, γύρω στα δέκα οχτώ , αθλητικά όμορφο, με μάτια αετίσια, ξεπέζεψε από το άλογο, περίπου δύο χιλιόμετρα από την άκρη της Τριπολιτσάς,. Η ώρα ήταν περίπου εφτά το απόγευμα και το παιδί, σχεδόν τρέχοντας, ίδιο αγριοκάτσικο πάνω στο Αρκαδικό το τοπίο, έφτασε στην πόλη. Και, σταμάτησε μπροστά στο σπίτι της κυρίας Γιώτας, της πιο ξακουσμένης μοδίστρας στην περιοχή. Χτύπησε το χτυπητήρι στην ξυλόγλυπτη πόρτα και εκείνη του άνοιξε επιφυλακτικά:
‒ Χαίρετε κυρία …
‒ Καλώς τον…. Τί θέλεις παιδί μου;
Και ενώ κοιτούσε το παιδί και προσπαθούσε να καταλάβει τι συνέβαινε, τελικά, του είπε:
‒ Πέρασε μέσα … Κάθισε… Και τώρα πες μου τι θέλεις;
‒ Κυρία… έρχομαι τρέχοντας από τη Μονή του Μεγάλου Σπηλαίου και…έχω για σας τούτο το γράμμα… Είναι μεγάλη ανάγκη να το διαβάσετε…
Και η Μοδίστρα, μία όμορφη καλοβαλμένη γυναίκα των τριάντα, άνοιξε το φάκελο και διάβασε:
«Κυρία Γιώτα,
Γνωρίζετε ασφαλώς την ετοιμασία της επανάστασης και του γένους τον πόθο για τη Λευτεριά μας.. Λοιπόν, την αρχή του κινήματος θέλει ευλογήσει ο Επίσκοπος των Παλαιών Πατρών , ο Γερμανός, στη Μονή της Αγίας Λαύρας, γύρω στις είκοσι με είκοσι πέντε του Μήνα. Θα θέλαμε λοιπόν, να ράψετε εσείς τη σημαία μας , σύμφωνα με το σχέδιο που έχομε ετοιμάσει λίγο πιο κάτω στην επιστολή μας. Ελπίζουμε πως δεν θα αρνηθείτε να συμμετέχετε και σεις με τον τρόπο σας και θέλετε τύχει μεγάλης τιμής…
Με όλη μας την εκτίμηση
Ο Παλαιών Πατρών Γερμανός
Ο Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης
Ο Πρίγκιπας Δ. Υψηλαντης κ.ά.
Και, σαν αντίκρυσε το σχέδιο της σημαίας ‒ κυανό ύφασμα με μεγάλο άσπρο σταυρό - τα μάτια της δάκρυσαν και μονολογούσε μεθυστικά:
‒ Ποτέ δεν είχα φανταστεί τέτοια τιμή από την Πατρίδα για μένα… την απλή μοδίστρα … Μακάρι από το χέρι μου να ξεκινήσει η Λευτεριά μας … Και, ενώ μονολογούσε, φιλούσε το γράμμα, σαν μία ατίμητη εντολή από το σκλαβωμένο το Γένος…
Και, ξαφνικά, σαν κάτι να ξύπνησε στην ψυχή της, ρώτησε το παιδί:
‒ Εσύ, ένας τόσο νεαρός, πώς βρέθηκες στο Μοναστήρι; Μήπως είναι και ο πατέρας σου ταγμένος στον αγώνα;
‒ Όχι, Κυρία… Δεν έχω ούτε πατέρα ούτε μάνα…ούτε αδέρφια… Μου τους έσφαξαν οι Τούρκοι όταν εγώ ήμουν τεσσάρων ετών…ένας γείτονας με πήγε στη Μονή του Μεγάλου Σπηλαίου και με άφησε εκεί….καλογεροπαίδι…
Η γυναίκα συγκινήθηκε , κοίταξε το παιδί με πολλή συμπάθεια και, με ύφος στοργικό απάντησε:
‒ Κατάλαβα: Με τον τρόπο σου, παραστέκεσαι στο ξεσήκωμα… Και είναι συγκινητική η συμμετοχή σου στη μαχητική μας τη γενιά…
‒ Κυρία, έταξα τον εαυτό μου στην υπηρεσία της σκλαβωμένης Πατρίδας μου… Και βαθιά μου επιθυμία είναι ξαπλωμένος πίσω από άγρια καραούλια, να πολεμήσω και να χτυπήσω αλύπητα τον εχθρό, αυτόν που με απορφάνισε, δίπλα στους συντρόφους μου αγωνιστές… Και, πιστεύω πως θαρθεί και για μένα μία τέτοια ευλογημένη ώρα! Κυρία, δεν μπορείτε να φανταστείτε πόσο σκληρή είναι η ζωή ενός ολομόναχου παιδιού…
‒ Δηλαδή, σκοπεύεις να καταταχτείς στα αγωνιστικά μας τα κινήματα; Σε σένα, τόσο νεαρό παλικάρι, θα επιτρέψουν οι οπλαρχηγοί να πολεμάς μαζί τους;
Εκεί, τα μάτια του γυάλισαν , έσκυψε το κεφάλι πάνω στο στήθος και, για λίγο, επικράτησε σιωπή…
‒ Δεν μου είπες το όνομά σου…
‒ Δήμο με λένε…
‒ Είσαι ένας γενναίος άντρας , παρά τη νεαρή σου την ηλικία… Η Ελλάδα μας, η Φυλή μας, σίγουρα θα δεχτεί πολλά από σένα… Μόνο να είσαι προσεκτικός, ο εχθρός παραφυλάει παντού…. Θέλεις να σου ετοιμάσω κάτι να φας ; και ύστερα φεύγεις για να μεταφέρεις την συγκίνησή μου στους αρχηγούς, για την μεγάλη αποστολή που μου ανάθεσαν…
‒ Δεν μπορώ , Κυρία, να παραμείνω περισσότερο, αν θέλετε, μου δίνετε κομματάκι ψωμί γιατί….πεινάω. Θα το φάω στο δρόμο και θα πετάξω με το άτι μου σαν αετός… για να τους πάω την ευχάριστη απάντησή σας…
‒ Σε μία τόσο μεγάλη τιμή δεν προβλέπονται απαντήσεις… Η επιθυμία των προεστών είναι για μένα προσταγή της Πατρίδας…
‒ Και…πότε θα είναι έτοιμη η σημαία;
‒ Σε 3-4 ημέρες πιστεύω θα είναι τελειωμένη . Όμως, για μεγαλύτερη σιγουριά, έλα σε μία εβδομάδα.


Και, ήδη, από εκείνο το βράδυ, η μοδίστρα άρχισε να καταστρώνει σχέδια…
Και, από την επόμενη, επιδόθηκε στο ράψιμο, όλα με το χέρι, καθώς οι ραπτομηχανές δεν υπήρχαν ακόμη, τουλάχιστον στην Ελλάδα. Βελονιά-βελονιά, βίωνε μία ονειρική φαντασίωση λεύτερης Πατρίδας…
Περίπου ύστερα από τρια ημερόνυχτα, η σημαία ήταν έτοιμη: Κυανό το «φόντο» κι επάνω ένας λευκός σταυρός , που εκτεινόταν κατά μήκος και πλάτος του υφάσματος. Και, μεθυστικά ενθουσιασμένη, καταφιλούσε δακρυσμένη τη σημαία, και, ενδόμυχα, έκανε χίλιες ευχές. ΄Όμως, κατά τρόπο μάλλον ανεξήγητο, εκείνες τις στιγμές, πρόβαλλε στο λογισμό της ο Δήμος, το νεαρό μαυρομούστακο παλικάρι με τα ολοφώτεινα μάτια, ωσάν η μορφή του να ήταν απαραίτητο συνακόλουθο της σημαίας… ΄Ενιωθε πολλή συμπάθεια για τούτο το μαχητικό το αγόρι, και προσπαθούσε να την αποδώσει σε φιλόστοργη κλίση, μα…δεν της πήγαινε….
Και, ύστερα από μία εβδομάδα, το παιδί επέστρεψε και επισκέφθηκε τη μοδίστρα. Εκείνη, βαθιά συναισθηματική, τον υποδέχτηκε με εσωτερικό ανασκίρτημα, και, σχεδόν αυτοματικά, του μίλησε:
‒ Σε περίμενα… σε περίμενα σαν ένα ορκιζόμενο αγωνιστή της Αγίας Λαύρας… Φαντάζομαι θα είσαι και εσύ εκεί στο ξεσήκωμα…
‒ Δυστυχώς, δεν γνωρίζω ακόμη… Λόγω της νεαρής μου ηλικίας, είναι όλοι τους διστακτικοί… Μου είπαν θα με ενημερώσουν σχετικά. Αν με απορρίψουν, θα λιώσω από τον καημό μου… Πάντως η σημαία , η δική σας η σημαία, θα είναι αδιάκοπη περηφάνεια για σας … και για μένα…
Διάλογος με διπλή σημασία, γι’ αυτό ιδιαίτερα ελκυστικός…
Τέλος πάντων, η μοδίστρα δίπλωσε τη σημαία , την τύλιξε με ολόλευκο κομμάτι υφάσματος, και την έδεσε με κόκκινη ,μεταξωτή κορδέλα
‒ Λοιπόν, Δήμο, θα είμαι κι εγώ εκεί…στην ορκομωσία… Και θα εύρω τον τρόπο να συναντήσω τον Δεσπότη, στην ανάγκη, θα πάω στην Πάτρα… Θεωρώ πως έχω κι εγώ κάποιο δικαίωμα να παρακαλέσω να σε εντάξουν στο αγωνιστικό σώμα. Οπωσδήποτε, θα σε ενημερώσω στο Μοναστήρι, έχω ανθρώπους που πηγαίνουν ως εκεί…
‒ Αλλά, Κυρία, δεν θα σας επιτρέψουν να ευρισκόσαστε και σεις εκεί… Απ’ όσο ξέρω, θα απαγορεύεται στις γυναίκες…
Η Γιώτα χαμογέλασε με αυτοπεποίθηση:
‒ Μην ανησυχείς… Κανείς δεν έδιωξε γυναίκες αγωνίστριες από τα πολεμικά καραούλια… Εξ άλλου, εγώ θα είμαι μέσα στο ναό χωρίς καμία ενεργό συμμετοχή, μία απλή παραστάτισσα…
‒Κυρία, με συγκινείτε πάρα πολύ… Όπως και αν συμβεί, εγώ θα είμαι παρών εκεί στην ορκωμοσία, έστω, από μακριά…
Όλα διφορούμενα και από τις δύο πλευρές: Τι ήταν αυτό που , σιγά-σιγά, αναστάτωνε την καρδιά του παιδιού; Σίγουρα, το βλέμμα της Γιώτας, εκείνο το μεθυστικό θηλυκό κάλεσμα… ολότελα πρωτόγνωρο στο νεαρό καλογεροπαίδι… Και , με θαμπωμένα μάτια, ο Δήμος έγειρε το κεφάλι , σαν να βίωνε κάποια ενοχή… Και, σχεδόν απότομα, πετάχτηκε έξω και, σε ελάχιστο χρόνο, έφτασε στο άλογό του . Μ’ ένα σάλτο, καβαλίκεψε το άτι και με ορμή αγριμιού, κάλπασε στα διάσελα της Αρκαδίας…


Είκοσι δύο ή 25 του Μάρτη, και στον αυλόγυρο του ναϊσκου της Αγ. Λαύρας, δόθηκε βαρύς όρκος πολεμικής ετοιμότητας από ένα αποφασισμένο πλήθος ανδρών με ακατάλυτη απόφαση να «παίξει» σε ατέλειωτες παρτίδες ζωής και θανάτου… Μέσα στο ναό ήταν επίσης και η μοδίστρα και ο Δήμος, στον οποίο χορηγήθηκε τελικά άδεια συμμετοχής στην εκδήλωση και όχι μόνον: Ακριβώς για να μην προκύψουν διχογνωμίες ανάμεσα στους εξέχοντες οπλαρχηγούς, αποφασίστηκε να βαστάει τη σημαία ο νεαρός που, εκείνες τις στιγμές, κυριολεκτικά, είχε απογειωθεί. Το παιδί είχε λάβει θέση κοντά στην εικόνα της Παναγίας και περίμενε την ΄Αγια στιγμή όπου, ο Παλαιών Πατρών Γερμανός θα του παράδινε τη σημαία…
Τέλος πάντων, με το τέλος της Θ. Λειτουργίας, πρώτος βγήκε στην αυλή ο νεαρός σημαιοφόρος , και όλο το πλήθος καταχειροκρότησε τη σημαία. Σε λίγο, ακολουθούσε ο Δεσπότης με το πολύτιμο λάβαρο στα χέρια. Και τότε, όλοι γονάτισαν, έσκυψαν το κεφάλι , και περίμεναν τις ευχές και το ένορκο μήνυμα του Επισκόπου. Και, όταν εκείνος κατάληξε με το σύνθημα «Ελευθεριά ή θάνατος», όλοι οι αγωνιστές, τινάχτηκαν επάνω και σφυροκοπούσαν τον αέρα με τούτο το αθάνατο σύνθημα. Και, ως αδιάψευστη ένορκη μαρτυρία, τράβηξαν με ορμή και ύψωσαν τα γυαλισμένα σπαθιά που, με του ήλιου το ολόχρυσο φως, αντιφέγγιζαν πολυακτινικά… Και, αφού όλα τελείωσαν, ο Δήμος μπήκε πάλι στο ναό και την ευχαρίστησε για όλα… Εκείνη, τον χάϊδεψε στο κεφάλι, απόθεσε τα δύο της χέρια στους ώμους του και πλησίασε να τον φιλήσει στο μέτωπο, όμως, την τελευταία στιγμή, αποτραβήχτηκε, σαν κάτι δεσμευτικό να την εμπόδισε…


Κατά τις δέκα πέντε του Απρίλη, κατά τις τέσσερις το απόγευμα, ο νεαρός, χωρίς καμία προειδοποίηση, χτύπησε την πόρτα της μοδίστρας. Εκείνη, όταν του άνοιξε, ταράχτηκε ελαφρά ενώ στα όμορφα μάτια της έλαμψε ελκυστικό φωτοστέφανο.
‒ Δήμο μου… Πώς ήταν κι αυτό;
‒ Κυρία, έρχομαι γεμάτος χαρά, από το Λεβίδι , ξέρεις, εκεί που κατανικήσαμε τον εχθρό… κι ήρθα ως εδώ, για να σου μεταφέρω χαρούμενη πληροφορία .
‒ …δηλαδή;
‒ Να… Κυρία, εκεί, για πρώτη φορά στη ζωή μου , βρέθηκα πάνω στον τόπο της θανατικής αναμέτρησης, που, ς χτές, όλα είχαν τελειώσει και η άτιμη τούρκικη φάρα είχε αποδεκατιστεί… Εκεί, ξέχασα τη μοναστική μου ησυχαστική ζωή κι ήθελα να είχα κι εγώ πολεμήσει στη μάχη, αδιάφορο αν ζούσα ή πέθαινα… Όμως, τελικά κέρδισα: ΄Ενας από τους αρχηγούς ,ο Νίκος Πετμεζάς, θλιμμένος για το θάνατο του μεγάλου Στριφτόμπολα, με δέχτηκε αμίλητος… κι ήταν μιλημένος για μένα… και, κοφτά, μου είπε: «Καλά, ωρέ, αφού τόσο το θες, έμπα στο κλέφτικο… Μονάχα πρόσεχε ωρέ , είσαι μικρός ακόμα…». Αυτό ήταν βέβαια , δική σου μεσολάβηση κι ήρθα πετώντας, να σε ευχαριστήσω…
Εκείνη δεν σχολίασε, μόνον του είπε:
‒ Θα σου δώσω να φας, και, ύστερα, μείνε στο σπίτι όσο θέλεις, να ξεκουραστείς…
Άλλο που δεν ήθελε το νεαρό μας αγόρι, καθώς οι ορμές του τον ωθούσαν όλο και πιο κοντά στο θηλυκό άρωμα … Και, το παιδί κάθισε στο τραπέζι και άρχισε να τρώει με λαιμαργία, όταν η μοδίστρα, ενώ του έβαζε λίγο κρασί στο ποτήρι, τον ρώτησε:
‒ Καλά… το έχεις σκεφτεί πόσο παράτολμη είναι η παρουσία σου σε τέτοια φονικά αιματοκυλίσματα; ΄Ισως, άσχημα έκαμα και εγώ που μεσολάβησα…
‒ Καθόλου άσχημα, Κυρία, καθόλου… Σου το έχω ξαναπεί: Εγώ, θα ορμάω σαν σίφουνας στο μακελειό κάθε μάχης… Είναι η ζωή μου αυτή… ένα χρέος στους σφαγμένους γονείς μου… Το ξέρω πως μέσα στο μέτωπο, ο θάνατος στέκεται δίπλα μας αλλά, και εγώ, ένα απρόσωπο καλογεροπαίδι, τι περιμένω από τη ζωή μου; Και… τι θα χαθεί αν τη χάσω;
Εκεί, σταμάτησε για λίγο το φαγητό, και η μοδίστρα προσπάθησε να τον γαληνέψει, να του δώσει κουράγιο…
‒ Κι όμως… Όταν λευτερωθούμε, θα ιδείς πόσο πολύτιμη είναι η ζωή μας, και πιστεύω πως η ΄Αγια Μέρα δεν είναι μακριά.. .
Και, σαν απόφαγε, αισθανόταν κατάκοπος, νυσταγμένος και…τόλμησε:
‒ Κυρία, συχωρέστε με… Επειδή νυστάζω πολύ, να ξαπλώσω κάπου στο…πάτωμα για έναν υπνάκο… Είμαι πολύ κουρασμένος…
‒ Μα, τι λες; Θα σου ετοιμάσω ένα ντιβάνι…
‒ Ευχαριστώ αλλά, δεν πρέπει… Δεν θέλω να σας δημιουργώ φασαρίες…
‒ ΄Ακουσε Δήμο μου… Εγώ δεν έχω οικογένεια και μόνον ο Θεός γνωρίζει αν θα αξιωθώ να κάμω… Μέχρι τώρα, ζούσα ολομόναχη… Κι ήρθες εσύ, έτσι ανεπάντεχα, ένα κλεφτόπουλο στη ζωή μου , μαζί με μία τιμή απερίγραπτη… Ναι: Σου το ομολογώ: Μιάς και συ μεγάλωσες χωρίς γονείς, άφησέ με να σε θεωρώ ως ένα… ξαδερφάκι μου … Και, με αυτό το νόημα, θα ήθελα να με αποκαλείς όχι Κυρία, αλλά Γιώτα… Και…κάτι ακόμη: Σκέφτηκα πως τούτο το γιλέκο που φοράς, είναι φθαρμένο, ξεθωριασμένο… Σκέφτηκα λοιπόν, να σου ράψω ένα καινούργιο, που θα σου χαρίζει λεβέντικη ομορφιά, όπως ακριβώς σου ταιριάζει… Μόνο θα χρειαστεί αρκετό χρόνο μέχρι να ετοιμαστεί… Ισως θα χρειαστεί να έρθεις για μια -δυό πρόβες, θα σε ειδοποιήσω όταν έρθει η ώρα… Τότε, το αγόρι γονάτισε μπροστά της, άπλωσε τα χέρια του και ύψωσε το κεφάλι του, αναζητώντας τα μάτια της :
‒ Σ’ αγαπάω …Γιώτα… τόσο πολύ… ναι: Κοίταξε τα μάτια μου… Θα σου το πούν ανεμπόδιστα…
Έτρεμε ολόκληρος… είχε κοκκινίσει… Και, φλεγόταν από ένα πρωτόγνωρο πόθο για το κορμί της, μια πρώτη ερωτική εμπειρία στη ζωή του… Και, μόλις ψιθυριστά, έκλεισε το πρόσωπο με τις παλάμες και ψέλλισε: «Μα, τι σόϊ αγάπη είναι αυτή;» και συνέχισε, πολύ διστακτικά:
‒ Θα ήθελα να σε φιλήσω… όχι σαν… ξαδερφάκι, αλλά…
‒ Αλλά;…
‒ Να…έτσι…
Και… σαν η μοδίστρα δεν απάντησε, ο Δήμος τινάχτηκε πάνω και την έσφιξε μέσα στ’ ατσάλινα μπράτσα του. Και, όταν της φύτεψε άγριο φιλί στο στόμα, της είπε:
‒ Τώρα, μου πέρασε κάθε κούραση… Τώρα πρέπει να φύγω… μακριά, όπου νάναι… Είμαι άντρας… δεν φοβάμαι τίποτε…ούτε το βόλι, ούτε ….την καρδιά μου…
Και όρμησε στην πόρτα. Κι όταν βρέθηκε στο δρόμο δεν έφυγε αμέσως: Στάθηκε για λίγο στο απέναντι πεζοδρόμιο, σχεδόν ακίνητος, σήκωσε το κεφάλι και παρατηρούσε το σπιτικό της μοδίστρας… Κι αφού πήρε βαθιά αναπνοή, έφυγε προς άγνωστη κατεύθυνση…
Κι ήταν αρχές του Ιούνη, όταν το παιδί πάτησε πάλι το σπίτι της Γιώτας.
‒ Ω! Τι έκπληξη κι αυτή; Πώς ήρθες εδώ; Πάντως ήρθες σε κατάλληλη στιγμή… Θα σου κάμω την πρώτη πρόβα…
Μιλούσε τυπικά, ωσάν τίποτε να μην είχε προηγηθεί. Το ίδιο και εκείνος. Κι ενώ η μοδίστρα του περνούσε προσεκτικά το ωραίο γιλέκο και τα λεπτά της τα δάχτυλα ακουμπούσαν στο στήθος του, εκείνος έτρεμε από συγκίνηση, από ατίθαση αναστάτωση… Τέλος πάντων, όταν η πρόβα τελείωσε, ο νεαρός μας ο άντρας, κάθισε σε ένα κάθισμα και άρχισε να διηγείται στην «ξαδέρφη» τα νεώτερα επαναστατικά πράγματα:
‒ ΄Υστερα περίπου από μήνα, τα τάγματά μας θα κυκλώσουν την Τριπολιτσά, θα την κυκλώσουν ασφυκτικά και, με τη βοήθεια του Θεού, κατά το Σεπτέμβρη θα την καταλάβουν… Και, είμαι απόλυτα βέβαιος γι’ αυτό, γιατί αρχηγός μας θα είναι ο λεβέντης της επανάστασης ο Κολοκοτρώνης… Και, με τούτη τη σκέψη, η καρδιά μου γεμίζει υπερηφάνεια …
‒ Δηλαδή, θα πολεμήσεις κι εσύ; Σκέψου το αγόρι μου… Οι δυνάμεις σου δεν είναι ακόμη ώριμες για ένα τόσο παράτολμο κίνημα…
‒ Κι όμως: Τίποτε δεν μπορεί να με σταματήσει… Σε τέτοιες στιγμές, η θέση μου δεν είναι στο Μοναστήρι, αλλά, πάνω στα τείχη της Τριπολιτσάς… Εξ άλλου, σου το είπα: Η ζωή μου είναι τόσο ασήμαντη, δεν με νοιάζει ό,τι και αν συμβεί… Όμως , η δική σου ζωή, είναι στενά δεμένη με τούτο εδώ το άγιο σύμβολο…. Και δεν πρέπει να πάθει κακό… Επειδή η επίθεση θα είναι καταστροφική, θα σου έλεγα να εγκαταλείψεις την πόλη… θα χαθεί πολύς κόσμος…
‒ Όχι αγόρι μου… Θα μείνω στην πόλη μου… Θα μείνω εδώ και, αν είμαι ζωντανή, θα σε περιμένω να ρθείς … Ως τότε, θα σου έχω έτοιμο το γιλέκο και… ( με κομμένη φωνή) την καρδιά μου…
Το παλικάρι δεν είπε τίποτε, δεν είχε τη δύναμη να μιλήσει… Στο σταυροδρόμι της αγάπης προτεραιότητα παίρνουν τα μάτια, ακολουθούν οι καρδιές και…. καταϊδρωμένα, τα λόγια…
Και με τούτο το μοτίβο, το παλικάρι, ύστερα από σύντομο δισταγμό, τη ζύγωσε φλογιστικά, μα, εκείνη αποτραβήχτηκε και, δακρυσμένη, πρόβαλε αντίσταση:
‒ Όχι αγόρι μου, δεν πρέπει.. Λυπήσου με την άμοιρη… Λυπήσου την καρδιά μου… Τούτη η ικεσία, ολοφάνερο σημάδι ερωτικής αμηχανίας, μιλούσε ενοχικά στον μοναστικό ψυχισμό του παιδιού… Τότε, αφού τη φίλησε «ξαδερφικά» στο μέτωπο, χάθηκε σαν σίφουνας στα διάσελα της Αρκαδίας… Και, στο Μοναστήρι, το νεαρό καλογεροπαίδι, πάλευε να απωθήσει κάθε λογισμό σχετικό με τη μοδίστρα, που η μορφή της, δεν έλεγε να ξεκολλήσει από πάνω του…. Και προσευχόταν, και αγωνιζόταν, και πάσχιζε μ’ όλες του τις δυνάμεις να υποτάξει κάθε νυχτερινό ερωτικό ξάφνιασμα… Κι όταν εκείνη τον κάλεσε για την τελευταία πρόβα, κόπηκαν τα γόνατά του… καθώς ήξερε πως οι δυνάμεις του, θα τον πρόδιναν συνωμοτικά με το πάθος… Και ξεκίνησε μ’ ένα συμπέρασμα: «Μην τα βάζεις με την αγάπη, γιατί θα νικηθείς»…
‒ Λοιπόν, το γιλέκο σου είναι αξεπέραστο, θα έλεγα το ομορφότερο της περιοχής… Ελα τώρα, βγάλε το παλιό για να διορθώσω κάποιες ατέλειες… Βέβαια, έχει ακόμη κάμποση δουλειά… Σκέπτομαι στη ράχη του, να κεντήσω το δικέφαλο αετό…
‒ Μα την Αλήθεια… Τι τώθελα το γιλέκο… μου μάτωσε την καρδιά… Γιώτα, θα φύγω από το Μοναστήρι… δεν με χωράει πλέον… Και ενώ η μοδίστρα τρέμοντας, του περνούσε προσεκτικά το ωραίο γιλέκο, εκείνος την αγκάλιασε με ασίγαστο πάθος, όμως εκείνη, αποτραβήχτηκε και, ζαλισμένη, σωριάστηκε σε κάθισμα και σχεδόν μονολογούσε:
‒ Μακάρι να μη σε είχα συναντήσει στη ζωή μου… μακάρι ποτέ να μη γίνω αιτία να χάσεις τον μοναστικό εαυτό σου … Δεν ξέρω τι μαγνήτη κουβαλάς, δεν ξέρω πόσες καρδιές θα κατακάψεις…
‒ Περί τις είκοσι του Σεπτέμβρη, ορμάμε στην πόλη καταστροφικά… δεν θα μείνει τίποτε όρθιο… κι αν δεν με φάει μαύρο βόλι, θα πετάξω εδώ… δίπλα σου, για να μου δώσεις το γιλέκο…
‒ … και τη ζωή μου…
‒ Αδέρφια χτυπάτε αλύπητα τα σκυλιά.. Τούτη η απόκοσμη κραυγή έβγαινε σαν σίφουνας από κάθε ραγιά, ακόμη κι όταν θανάσιμα πληγωμένος, παράδινε την ψυχή του… Κι ήταν 23 του Σεπτέμβρη που η Τριπολιτσά φλεγόταν, παραδομένη στο ξέσπασμα της κλεφτουριάς… και ολόκληρη η περιοχή χαροπάλευε ανάμεσα σε φωτιές, σε όλμους, σε κραυγές , σε θρήνους , αλλά και σε θριαμβικές αναφωνήσεις, ένα τραγικό συναπάντημα «οιμωγής τε και ευχολής, ανδρών ολλύντων και ολλυμένων ( Όμηρος) .
Και, όταν η πόλη, ελεύθερη πλέον, άχνιζε ακόμη από αιματικά ρέματα, ο Κολοκοτρώνης και όσοι πολεμιστές σώθηκαν, μετρούσαν με πόνο τους χαμένους συντρόφους που άνοιξαν με τη ζωή τους το δρόμο της Λευτεριάς… Και όλοι τους, έκλαψαν το άγουρο καλογεροπαίδι που, την ύστερη στιγμή, κατάπεσε κατάστηθα καταματωμένο… Και, το πικρό το μαντάτο, βρήκε τη μοδίστρα γονατιστή να προσεύχεται…για κείνον…αλλά και για την ίδια… Και , αβάσταχτα ξέσπασε :
‒ Όχι, Δήμο μου, όχι αγόρι μου… Εγώ φταίω για όλα… Εγώ, η ανόητη σου έκλεισα την πόρτα στο ξύπνημα της νιότης σου… εκεί που η καρδιά σου αποζητούσε την δική μου μ’ ένα φιλί…κι αυτό σου το αρνήθηκα… γιατί ήξερα πως θα σε έζωναν οι τύψεις ύστερα από μία «παράβαση» της μοναστικής αγνότητας…
Και, ύστερα από λίγες ημέρες, ξεκρέμασε το μισο-έτοιμο γιλέκο, και συνέχιζε την ραπτική της. Και, κάθε ημέρα, το τελειοποιούσε, και, τελικά κέντησε στη ράχη το δικέφαλο…Και, ενώ το δούλευε, το φιλούσε και μονολογούσε:
‒ Θα ξανάρθεις…κι όταν ξανάρθεις, εγώ θα σου το έχω έτοιμο… Και θα το φορέσεις, και θα είσαι όμορφος, φωτεινός σαν τον ήλιο… κι εγώ, θα σε φιλώ ατέλειωτα, και θα σου χαρίσω την καρδιά και το κορμί μου… όλα δικά σου… Κι όταν το τελείωσε, το άπλωσε στο ντιβάνι και το σκέπασε με ολόλευκο σεντόνι. Και έμεινε εκεί χρόνια και χρόνια… και η μοδίστρα έφυγε με την ελπίδα να τον συναντήσει εκεί ψηλά… Και το γιλέκο έμενε στο σπίτι, όμως, κάποια στιγμή, εξαφανίστηκε, νικημένο από του χρόνου τη σάρωση…


Η μάχη

Τη νύχτα της 13ης προς 14η Απριλίου, οι Τούρκοι, με αναπτερωμένο το ηθικό, μετά τις προηγούμενες νίκες τους, εξόρμησαν κατά του στρατοπέδου στο Λεβίδι, με 3.000 περίπου πεζούς και ιππείς[1]. Όταν έγιναν αντιληπτοί από τις ελληνικές φρουρές, οι επαναστάτες ζήτησαν βοήθεια από το γειτονικό στρατόπεδο στο Διάσελο της Αλωνίσταινας. και από τον Ασημάκη Σκαλτσά, στο Κακούρι (σημ. Αρτεμίσιο). Ταυτόχρονα, ο Χαραλάμπης με ισχυρό σώμα ενόπλων, και ο Στριφτόμπολας, κατέλαβαν θέσεις πάνω από το χωριό ώστε να εμποδίσουν την είσοδο των Τούρκων. Ωστόσο, οι περισσότεροι παράτησαν τις θέσεις τους όταν εμφανίστηκε το τουρκικό ιππικό, ενώ μάταια προσπαθούσαν να τους μεταπείσουν οι Χαραλάμπης, Θεοχαρόπουλος, Αρβάλης.[2] Έμειναν 70 πολεμιστές υπό τους Πετμεζαίους, Σολιώτη, Στριφτόμπολα και Καρασπύρο, οι οποίοι οχυρώθηκαν, όπως-όπως, σε σπίτια του χωριού. Οι Τούρκοι επιτέθηκαν με ορμή αλλά και οι Έλληνες αντιστάθηκαν με επιτυχία. Έξω από το σπίτι όπου είχε οχυρωθεί ο Στριφτόμπολας έγινε η αιματηρότερη συμπλοκή, όπου σκοτώθηκαν οι περισσότεροι Τούρκοι, και εκεί έπεσε ηρωικά και ο Στριφτόμπολας.[2]
Τελικά, άρχισαν να φτάνουν στο σημείο της μάχης οι ενισχύσεις από τα άλλα ελληνικά στρατόπεδα, με επικεφαλής τους Δημήτρη Πλαπούτα, Ηλία Τσαλαφατίνο, Νικόλαο Πετμεζά, καθώς και ο Σκαλτσάς. Με τις ενισχύσεις αυτές ενώθηκαν και οι άνδρες των Χαραλάμπη, Θεοχαρόπουλου, Αρβάλη, οι οποίοι βρίσκονταν στα γύρω υψώματα. Οι Τούρκοι βρέθηκαν ανάμεσα σε δύο μέτωπα και αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τη μάχη, πανικόβλητοι, για να κλειστούν στην Τριπολιτσά.[2]
Απολογισμός της μάχης


Άλωση της Τριπολιτσάς[1] ή σφαγή της Τριπολιτσάς[2][3][4][5] ονομάζεται στη νεότερη ελληνική ιστορία η κατάληψη της πόλης της Τρίπολης στις 23 Σεπτεμβρίου 1821, έξι μήνες μετά από την έναρξη της επανάστασης του 1821. Για το ίδιο γεγονός χρησιμοποιείται ο συνοπτικός τίτλος Απελευθέρωση της Τριπολιτσάς.[6][7]
Η πολιορκία (από τις αρχές Ιουνίου 1821) και εν τέλει η άλωση (23 Σεπτεμβρίου 1821)[8] της Τριπολιτσάς αποτέλεσαν καθοριστικό σταθμό στην πορεία της Ελληνικής Επανάστασης, δεδομένου ότι είχαν ως αποτέλεσμα τη σταθεροποίησή της και την επικράτηση των Ελλήνων σε όλη την Πελοπόννησο, πλην ορισμένων φρουρίων.


NEWSLETTER