Πέμπτη, 30 Σεπτεμβρίου 2021 13:32

Το πραγματικό αντίκρισμα της ανάπτυξης!

Γράφτηκε από την

Το πραγματικό αντίκρισμα της ανάπτυξης!

 

Του Γιάννη Διονυσόπουλου*

Η αύξηση του ΑΕΠ

Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής (ΕΛΣΤΑΤ) το ΑΕΠ στη χώρα μας μειώθηκε το δεύτερο τρίμηνο του 2020 κατά 15,2% και έφτασε στο 84,8% του ΑΕΠ του 2019. Το 84,8% του ΑΕΠ του 2020 αυξήθηκε κατά 16,2% το δεύτερο τρίμηνο του 2021 και έγινε 98,50% του ΑΕΠ του 2019, παραμένοντας δηλαδή μειωμένο έναντι του ΑΕΠ του 2019.

Το 16,2 % ρυθμός ανάπτυξης του ΑΕΠ του δευτέρου τριμήνου, δεν είναι προς το παρόν σίγουρο και λόγω της πανδημίας, ότι συνιστά συστηματική και μακροχρόνια άνοδο των βασικών συνιστωσών της οικονομίας ώστε να σπεύσουμε να το εκταμιεύσουμε με την πρώτη ευκαιρία, θα πρέπει να είμαστε προσεκτικοί αν πράγματι σηματοδοτεί μακροχρόνια βελτίωση ή απλώς μια πρόσκαιρη ανακούφιση.

Η αύξηση του ΑΕΠ πρέπει να εξετάζεται από το αν είναι ανοδική ή τουλάχιστον διατηρήσιμη μελλοντικά, αν δηλαδή οι συντελεστές αύξησης του ΑΕΠ θα συνεχίσουν να το αναπτύσσουν και, στα επόμενα χρόνια. Αυτό προϋποθέτει ότι οι συντελεστές της αύξησης του ΑΕΠ, δηλαδή της συνολικής εθνικής δαπάνης, μιας από τις τρεις προσεγγίσεις μέτρησης του ΑΕΠ, να οφείλονται σε αύξηση εισοδημάτων από δημιουργία πραγματικού πλούτο και όχι από περιοδικές επιδοματικές πολιτικές στήριξης εισοδημάτων, όπως καλώς έγινε το 2020 λόγω της πανδημίας του Covid-19, για συγκράτηση της συνολικής εθνικής δαπάνης.

Τα κεφάλαια που προέρχονται από ιδιωτικοποιήσεις κρατικών επιχειρήσεων, όπως πρόσφατα με ΔΕΔΔΗΕ και ΔΕΠΑ Υποδομών, που προορίζονται μόνο για πληρωμή υπαρχόντων χρεών των επιχειρήσεων και δεν διαχέονται στην κοινωνία, είναι δηλαδή χωρίς ουσιαστικό αναπτυξιακό αντίκτυπο.

Η πορεία των οικονομικών δεικτών

Όμως, η κυβέρνηση δεν πρέπει να αγνοεί και τους υπόλοιπους οικονομικούς δείκτες όπως το Χρέος, το Εμπορικό ισοζύγιο, την Ανεργία, την σχέση έμμεσης και άμεσης φορολογίας, πληθωρισμός που δείχνουν την πορεία μιας οικονομίας και την διάχυση του πλούτου στην κοινωνία.

Το πρώτο που πρέπει να προβληματίσει την κυβέρνηση είναι το δημόσιο χρέος που έχει φτάσει στο 205% του ΑΕΠ, ενώ το 2009 ήταν μόλις 127%, γι’ αυτό πρέπει να επικεντρωθεί στη σύνδεση των μέτρων με τους μεσοπρόθεσμους στόχους της οικονομικής πολιτικής και την αποτελεσματικότητα του και να αξιολογηθεί πως συνεισφέρουν ώστε σε βάθος δεκαετίας να επιτευχθεί μέσος ετήσιος ρυθμός ανάπτυξης πάνω από 2,5% και πως συνδέονται με δεσμεύσεις που έχει αναλάβει η χώρα.

Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, το έλλειμμα του Εμπορικού Ισοζυγίου κατά το πρώτο 7μηνο του 2020 ανήλθε σε 12.387,8 εκατ. ευρώ έναντι 10.582,3 εκατ. ευρώ το 7μηνο του 2020, παρουσιάζοντας αύξηση 17,1%.

Σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat, που δόθηκαν στη δημοσιότητα την 1/9/2021, τον Ιούλιο του 2021 το ποσοστό της ανεργίας στην Ελλάδα παραμένει σε υψηλά ποσοστά σε σχέση με το μέσο όρο στην Ευρωζώνη και της ΕΕ., στο 14,6%, έναντι  7,6%, και 6,9% αντίστοιχα.

Συγχρόνως η Ελλάδα, σύμφωνα με την Eurostat καταγράφει το υψηλότερο ποσοστό ανεργίας στους νέους στην ΕΕ, με την ανεργία των νέων να έχει αυξηθεί στο 37,6% στο 16,2% στην ΕΕ και στο 16,5% στην ευρωζώνη.

Οι φοροελαφρύνσεις που ανακοίνωσε ο κ. Μητσοτάκης στη ΔΕΘ θα διευρύνουν τις ανισότητες καθώς διαμορφώνουν τη σχέση έμμεσης και άμεσης φορολογίας στο 1,5 προς 1, συνεχίζοντας το δρόμο που χάραξε ο κ. Τσίπρας που παράλαβε τη σχέση αυτή στο 1,23 προς 1 και την παρέδωσε στο 1,42 προς 1.

Οι εξαγγελίες και υποσχέσεις που δόθηκαν πριν λίγες μέρες στην ΔΕΘ, από τον κ. Μητσοτάκη, ήταν πολλές και πολυέξοδες, ήταν βασικά χρηματοδότηση της απασχόλησης και εισοδηματικές ενισχύσεις οι οποίες σκοπεύουν στην διατήρηση της αγοραστικής δύναμης ενόψει του επερχόμενου πληθωρισμού.

Μέχρι σήμερα από την κυβέρνηση δεν υπάρχει αναφορά ή σχέδιο αντιμετώπισης του πληθωρισμού που να αφορά τους παραγωγούς αγαθών.

Η απαξίωση της μικρομεσαίας επιχείρησης

Το σχέδιο «Ελλάδα 2.0» της κυβέρνησης οδηγεί στην Ελλάδα των δύο ταχυτήτων και των κοινωνικών ανισοτήτων, καθότι οι πόροι του Ταμείου Ανάκαμψης έχουν ήδη «φωτογραφηθεί» και οδεύουν σε μεγάλες επιχειρήσεις, δεν υπάρχει πρόβλεψη για την ενίσχυση της εγχώριας παραγωγής, των Μικρομεσαίων Επιχειρήσεων.

Η μικρομεσαία τάξη στη χώρα μας είναι έργο και δημιούργημα των κυβερνήσεων του ΠΑΣΟΚ, τα τελευταία όμως χρόνια μην έχοντας τη στήριξη της πολιτείας με ευθύνη των πολιτικών που ακολούθησε ο κ. Τσίπρας και συνεχίζει κ. Μητσοτάκης φθίνει και τείνει προς εξαφάνιση με όλα τα επακόλουθα που συνεπάγεται αυτό στη ανάπτυξη της χώρας  και στην ανεργία.

Η κυβέρνηση της ΝΔ συστηματικά υπονομεύει και αφαιρεί τη δυνατότητα πρόσβασης των μικρομεσαίων επιχειρήσεων σε τραπεζική χρηματοδότηση και στις επικείμενες νέες δυνατότητες που προσφέρει το Ταμείο Ανάκαμψης.

Με το ιδιωτικό χρέος να διογκώνεται, τα ληξιπρόθεσμα σε εφορία και ταμεία να αυξάνονται κάθε μήνα και τον πτωχευτικό κώδικα να οδηγεί σε μαζικές ρευστοποιήσεις, πολλές μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις θα οδηγηθούν σύντομα σε κλείσιμο.

Όταν πολλά χρήματα πάνε σε λίγα χέρια και για έργα που θα αφήσουν μικρό αποτύπωμα στην ελληνική κοινωνία, με τα περισσότερα των χρημάτων να μοιράζονται σε πολυεθνικές εταιρείες, τα κέρδη σε έλληνες μεγαλοεπιχειρηματίες και οι θέσεις εργασίας που θα δημιουργηθούν θα είναι λίγες και ευκαιριακές, πράγμα που σημαίνει ότι τα χρήματα που θα μείνουν για να ανακυκλωθούν και να πολλαπλασιαστούν στην πραγματική ελληνική οικονομία θα είναι μηδαμινά, που  σημαίνει διεύρυνση της ανισότητας, υποβάθμιση της κοινωνικής συνοχής, εγκλωβισμό της ελληνικής οικονομίας σε ένα παρωχημένο οικονομικό μοντέλο, χαμηλή απορροφητικότητα, αλλά και απώλεια της ευκαιρίας να δομηθεί μια καινοτόμα, αποτελεσματική και βιώσιμη οικονομία.

Με άλλα λόγια ενώ προβλέπεται, όπως τόνισε και ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδας κ. Στουρνάρας, στη συνέντευξη του στις 21/9/2021, ότι φέτος η αύξηση του ΑΕΠ θα ξεπεράσει το 6%, εν τούτοις ο όποιος πλούτος παραχθεί δεν θα κατευθυνθεί στους πολλούς που έχουν και τις περισσότερες ανάγκες, αλλά αποκλειστικά στους λίγους μεγάλους και ισχυρούς.

Για να επουλωθεί το χάσμα της από-επένδυσης στη χώρα μας προϋπόθεση είναι τα χρήματα του Ταμείου Ανάκαμψης να κατευθυνθούν στη χρηματοδότηση επενδύσεων παραγωγής και κρίσιμων υποδομών και όχι στην κατανάλωση και τις εισαγωγές αγαθών, γιατί αν δεν βοηθήσεις την εθνική σου παραγωγή, η εισαγόμενη κατανάλωση δεν πρόκειται ποτέ να σου φέρει μακροχρόνια ανάπτυξη και χαμηλό πληθωρισμό.

* Ο Γιάννης Διονυσόπουλος είναι Διδάκτωρ Οικονομικών Επιστημών, Αν. Γραμματέας Τομέα Επιστημόνων Κινήματος - ΠΑΣΟΚ, Μέλος ΣτΑ Οικονομικού Επιμελητηρίου Ελλάδας