Σήμερα οι άνθρωποι, για μιαν ακόμη φορά, ζουν στην σκιά πολύνεκρων πολέμων. Ζουν την έξαρση της βίας και τον θάνατο χιλιάδων ανθρώπων από την πείνα και τις στυγερές δολοφονίες στις πρωτεύουσες των θεωρουμένων πολιτισμένων και προηγμένων κρατών. Ζουν επίσης συντριπτικά καιρικά φαινόμενα, όπως πλημμύρες, σεισμούς, πυρκαγιές και άλλα δυστυχήματα και ατυχήματα.
Η τραγικότητα της ανθρώπινης ύπαρξης είναι δυσερμήνευτη αν αναλογιστούμε ότι πολλές από τις παραπάνω συγκρούσεις και συρράξεις γίνονται στο όνομα του ιδίου του Θεού, γίνονται για την διεκδίκηση της ίδιας περιοχής, της ίδιας πόλης, του ίδιου αέρα, του ίδιου νερού, επειδή κάποιοι νομίζουν ότι τα δώρα αυτά χαρίστηκαν περισσότερο σε κάποιους και λιγότερο σε κάποιους άλλους.
Η παρουσία του κακού σε επίπεδο τόσο εθνικό όσο και διεθνές, στις διαπροσωπικές σχέσεις με όλα τα παράγωγά του όπως θάνατο, ασθένεια, γηρατειά, πόλεμο, διακρίσεις, άνιση μεταχείριση, άνιση κατανομή των υλικών αγαθών, πείνα, καταφαίνεται ότι κυριαρχεί και βασιλεύει παντού.
Για τους διοικούντες κοσμικούς άρχοντες ή λύτρωση από αυτά τα φαινόμενα αναζητείται στην πολιτική, στρατιωτική και διπλωματική ισχύ. Στην ισχύ βεβαίως και το δίκαιο του δυνατοτέρου. Όμως κάθε ισχύς βασίζεται στον εξαναγκασμό απο μέρους του εξουσιαστή, γι’ αυτό και δεν πρόκειται ποτέ να υπάρξει λύση στα ανθρώπινα προβλήματα, τα οποία θα συνεχίζονται όσο η φύση των ανθρώπων είναι η ίδια.
Εντός αυτής της πραγματικότητας η ορθόδοξη εκκλησιαστική σύναξη εορτάζει και πάλι την Ανάσταση του Χριστού.
Η απάντηση του Χριστού στο πρόβλημα του κακού και της ιστορίας ήταν, είναι και θα είναι άλλης τάξεως και προελεύσεως. Δεν προέρχεται και δεν ταυτίζεται με την κοσμική αντίληψη διευθετήσεως των προβλημάτων. Η κοσμική αντίληψη δεν είναι για την Εκκλησία Του ούτε καλή ούτε κακή. Η απάντηση του Χριστού δεν έρχεται μέσω στρατιάς αγγέλων. Δεν υπακούει στην λογική της ετυμηγορίας της πολιτικής εξουσίας και σε λογικές εκσυγχρονισμού ανάλογα με τα κρατούντα και τα δεδομένα κάθε εποχής.
Υπακούει στο γεγονός της ταφής, καταδέχεται να ταφεί ο «αχώρητος παντί». Εκεί που όλοι νομίζουν ότι η κοσμική εξουσία τον νίκησε, ότι νίκησε την ζωή τότε καινά γίνονται τα πάντα. Ο Χριστός δεν αρνείται τον θάνατο, δεν αντιμάχεται τον θάνατο επείγεται να τον συναντήσει να διαλεχθεί μαζί του. Δεν τον παραγνωρίζει αλλά τον αντιμετωπίζει εν Πατρί διά Πνεύματος. Δεν τον ωραιοποιεί, δεν τον αποδυναμώνει. Η ζωή ανέτειλε διά του τάφου και του Σταυρού. Η λύτρωση που προσφέρει ο Χριστός δεν έχει να κάνει με καμμία πολιτική ή εθνική ανεξαρτησία, με κοινωνική ευδαιμονία ή ατομική ευτυχία. Η Ανάσταση του Χριστού είναι πλέον πραγματικότητα αλλά το πλήρωμα αυτής δεν έχει έρθει ακόμα. Για τούτο οι χριστιανοί ζουν μέσα στην αντινομία του φωτός και του σκότους, αλλά ζουν ως έχοντες ελπίδα. Αυτή είναι η ειδοποιός διαφορά στο τρόπου που αντιλαμβάνεται η Εκκλησία τον κόσμο.
Η οικείωση του γεγονότος της Αναστάσεως από τον κάθε άνθρωπο γίνεται με ελεύθερη ανταπόκριση, με την άσκηση και την αγάπη μεταξύ των ανθρώπων και πάντοτε βεβαίως με την συμμετοχή στο τραπέζι της Θείας Ευχαριστίας. Η συμμετοχή στην Ανάσταση είναι πραγματική μόνο στον βαθμό που καθρεπτίζεται στις ανθρώπινες σχέσεις, αλλιώς θα παραμείνει μια ουτοπία που θα υπάρχει πάντοτε στην ιστορική διαδρομή της ανθρωπότητας.