Το έντεχνο τραγούδι είναι ο συνδυασμός ορχηστρικής μουσικής που βασίζεται σε παραδοσιακό ρυθμό και μελωδία με στίχους από έργα μεγάλων Ελλήνων ποιητών. Προέκυψε στα τέλη της δεκαετίας του '50 και βασίστηκε στα ακούσματα του ρεμπέτικου που είχε διαφοροποιηθεί τότε, κυρίως από τους Βασίλη Τσιτσάνη και Μανώλη Χιώτη. Οι πρώτοι συνθέτες που έβαλαν το έντεχνο τραγούδι στην καθημερινότητα ήταν ο Μάνος Χατζιδάκις, ο Αργύρης Κουνάδης και ο Μίκης Θεοδωράκης.
Ο Μάνος Χατζιδάκις ήταν κορυφαίος συνθέτης, ποιητής, τραγουδοποιός, πιανίστας και μαέστρος. Με το συνθετικό και το θεωρητικό έργο του είναι ο πρώτος που κατάφερε να συνδέσει τη λαϊκή μουσική παράδοση με τη λόγια μουσική. Γεννήθηκε στην Ξάνθη στις 23 Οκτωβρίου 1925. Ο πατέρας του ήταν νομικός σύμβουλος σε καπνικές εταιρείες της Θράκης, κάτι που έδινε σημαντική οικονομική ευχέρεια στην οικογένεια. Ο μικρός Μάνος ξεκίνησε να μαθαίνει την μουσική παιδεία του από την ηλικία των τεσσάρων ετών. Έπαιρνε μαθήματα πιάνου και ταυτόχρονα εξασκούνταν στο ακορντεόν και το βιολί. Κι ενώ όλα εξελίσσονταν ομαλά, όταν ο Μάνος έγινε επτά χρονών, οι γονείς του χώρισαν και μαζί με την μητέρα και την αδελφή του βρέθηκε στην Αθήνα. Μετά από έξι χρόνια, το 1938, ο πατέρας του σκοτώθηκε σε αεροπορικό δυστύχημα. Έτσι και μετά και την έκρηξη του Β’ παγκόσμιου πολέμου η οικονομική δυσχέρεια τους έπνιξε. Ο δεκαπεντάχρονος Μάνος βρέθηκε να δουλεύει για το μεροκάματο από φορτοεκφορτωτής στο λιμάνι, παγοπώλης στο εργοστάσιο του Φιξ, μέχρι υπάλληλος σε φωτογραφείο και βοηθός νοσοκόμος στο 401 στρατιωτικό νοσοκομείο.
Παρά τις δυσκολίες συνέχισε και τις μουσικές σπουδές του. Έκανε μαθήματα με τον μουσουργό Μενέλαο Παλλάντιο από το 1940 μέχρι το 1943 και ταυτόχρονα παρακολουθούσε μαθήματα στη Φιλοσοφική σχολή. Τότε γνώρισε πολλούς άλλους μεγάλους καλλιτέχνες και λόγιους της γενιάς του 30. Γκάτσος, Ελύτης, Σικελιανός, Τσαρούχης, Σεφέρης έγιναν ο κύκλος του. Ο Κάρολος Κουν έμελλε να είναι αυτός που του έδωσε την ευκαιρία να παρουσιάσει το μουσικό ταλέντο του. Το 1944, το νεοσύστατο θέατρο Τέχνης ανέβασε στο θέατρο Πάρκ, την κωμωδία «ο τελευταίος Ασπροκόρακας» του Αλέξη Σολωμού και ο δεκαεννιάχρονος Χατζιδάκις είχε τη μουσική επιμέλεια. Στην περίοδο της κατοχής ανακάλυψε το ρεμπέτικο τραγούδι και ήταν από τους πρωτοπόρους στη μελέτη και την αξιολόγησή του.
Το 1950 συνεργάστηκε με τη Ραλλού Μάνου στην ίδρυση του «Ελληνικού Χοροδράματος» και ανέλαβε καλλιτεχνικός διευθυντής του. Εκεί άρχισε να παρουσιάζει έργα του κυρίως για μπαλέτο. Στη συνέχεια συνεργάστηκε με την Μαρίκα Κοτοπούλη με μουσική για το αρχαίο δράμα. Από το 1955 άρχισε η η μεγάλη δημιουργική φάση της ζωής του. Το θέατρο και ο κινηματογράφος γίνονται λαμπρά πεδία για τις δημιουργίες του. Η «Στέλλα», ο «Δράκος», η «λατέρνα φτώχεια και φιλότιμο» είναι ταινίες που η μουσική του κυριαρχεί.
Ανάμεσα στα έργα του ήταν και «τα παιδιά του Πειραιά» στην ταινία του Ζιλ Ντασέν «Ποτέ την Κυριακή». Στο τραγούδι απονεμήθηκε το «Όσκαρ καλύτερου πρωτότυπου τραγουδιού». Ο Χατζιδάκις δεν παραβρέθηκε στην απονομή και το βραβείο του αποστάλθηκε. Δεν το παρέλαβε όμως ποτέ αφού χάθηκε στη διαδρομή.
Οι δημιουργίες του ξεπέρασαν τα σύνορα και έφτασαν παντού. Το 1964 ίδρυσε την πειραματική Ορχήστρα Αθηνών. Το 1966 εγκαταστάθηκε στη Νέα Υόρκη στο πλαίσιο της συνεργασίας του με τον Ντασέν. Γυρίζοντας στην Ελλάδα το 1972 έδωσε το πιο ώριμο κομμάτι της καλλιτεχνικής παραγωγής του. Δεν είχε κομματικές εξαρτήσεις και πολλές φορές διατύπωνε τις απόψεις με προκλητικό τρόπο. Έγινε διευθυντής της Κρατικής Ορχήστρας Αθηνών και άφησε το στίγμα του στο Τρίτο πρόγραμμα της ΕΡΤ. Το έργο του εκεί μνημονεύεται ακόμα και σήμερα. Το 1989 ίδρυσε την Ορχήστρα των Χρωμάτων.
Έχοντας φτάσει στο απόγειο της δόξας του, ο Μάνος Χατζιδάκις πέθανε στην Αθήνα στις 15 Ιουνίου 1994.