«Ψήθηκε» ο τόπος από τη ζέστη τις ημέρες που πέρασαν, αρχή είναι ακόμη, θα ακολουθήσουν και άλλα «κύματα» με την ελπίδα ότι θα μείνουμε στη ζέστη και δεν θα περάσουμε στους καύσωνες και πολύ περισσότερο ότι θα διαψευστούν τα εφιαλτικά σενάρια για θερμοκρασίες κοντά στους 50 βαθμούς Κελσίου. Παρακολουθώντας την ειδησεογραφία πολλοί έμειναν… εντυπωσιασμένοι από τη χρήση θερμικών καμερών που έδειξαν για παράδειγμα ότι η θερμοκρασία στη Λεωφόρο Αλεξάνδρας ήταν η διπλάσια από αυτή στο γειτονικό Πεδίο του Αρεως. Καμία έκπληξη βεβαίως για όσους παρακολουθούν την πορεία των πραγμάτων Οι πόλεις βράζουν και οι «πράσινες ανάσες» είναι σπάνιες στον αστικό ιστό. Κάτι που δεν δείχνει να ενδιαφέρει τους τοπικούς άρχοντες που επικεντρώνουν την προσοχή τους στην καλλιέργεια των… τραπεζοκαθισμάτων με όλα τα παρελκόμενα.
Πολύ… «κλιματική ουδετερότητα» πέφτει τον τελευταίο καιρό εκπορευόμενη από τις Βρυξέλλες ως απόληξη του «πράσινου καπιταλισμού», αν και η επί εδάφους εφαρμογή μέτρων θα κριθεί εν πολλοίς από την αλλαγή συσχετισμών σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ενωσης με την ενίσχυση της ακροδεξιάς που κινείται στον αντίποδα. Μια μεγάλη ιστορία που χρήζει ειδικής ανάλυσης αλλά να επιστρέψουμε στο θέμα μας για το πράσινο στην πόλη. Δυστυχώς οι τοπικοί άρχοντες εδώ και πάρα πολλά χρόνια έχουν υποκύψει στη γοητεία του… «καραφλού δημόσιου χώρου». Ακούμε ανάπλαση και σκεφτόμαστε αμέσως πόσο πράσινο θα θυσιαστεί ή πόσες θερμοελκυστικές επιφάνειες θα δημιουργηθούν χάριν του… μεγαλείου της πλακόστρωσης. Κάποτε οι πλατείες ήταν χώρος για «νυφοπάζαρο». Χιλιάδες άνθρωποι σε γιορτές και σκόλες φόραγαν τα καλά τους και έβγαιναν στην πλατεία για να μετρήσουν… χιλιόμετρα σέρνοντας τα πόδια τους. Αλλοτε για επίδειξη, άλλοτε για κοινωνικές γνωριμίες, άλλοτε προς αναζήτηση ή μακροσκοπική εξέταση μελλοντικών συζύγων, άλλοτε γιατί απλώς δεν είχαν τα διαθέσιμα για… σεράνο στο ζαχαροπλαστείο. Η εποχή αυτή παρήλθε ανεπιστρεπτί, οι κοινωνικές ανάγκες έχουν διαφοροποιηθεί πλήρως και κάθε παρέμβαση στο δημόσιο χώρο θα πρέπει να απαντά στο ερώτημα «γιατί» και «για ποιόν» θα γίνει. Εδώ και δεκαετίες έχει εντοπιστεί η ανάγκη για «αντίδοτο» στην πολυκατοικιούπολη που έχει στερήσει το πράσινο και την ευεργετική παρουσία του στην πόλη. Η πρώτη απάντηση αποδείχθηκε «σωτήρια» για την πόλη και δεν ήταν άλλη από το Πάρκο Σιδηροδρόμων που έδωσε πολλές ανάσες και αποτελεί μαζί με το γειτονικό Πάρκο Λιμενικού τον μοναδικό πνεύμονα πρασίνου στον αστικό ιστό. Θα μπορούσε να έχει δοθεί και δεύτερη απάντηση αλλά το πολιτικό προσωπικό της πόλης στο σύνολό του υπέκυψε (μηδέ του γράφοντος εξαιρουμένου) στον πειρασμό της οικοδομικής αξιοποίησης του παλιού στρατοπέδου που θα μπορούσε να είναι ένας χώρος πρασίνου τεράστιας αξίας για τη ζωή στην πόλη. Και όχι μόνον αυτό, αλλά και ό, τι έμεινε ο δήμος ασμένως σπεύδει να το παραχωρήσει σε ιδιώτη για «σχολή τουριστικών επαγγελμάτων» (άλλη ιστορία για την οποία δεν γίνεται καμία συζήτηση καθόσον περνάει κάπου στη σφαίρα της «υποχρέωσης» στους επενδυτές).
Από τις αρχές της δεκαετίας του 1990 όσοι κινούνταν στο κέντρο της πόλης έβλεπαν την ανάγκη της φυσικής σκίασης. Περπατούσες από τη Νομαρχία μέχρι την Κεντρική Αγορά και έβγαζες τη μπέμπελη κατά τη λαϊκή τους καλοκαιρινούς μήνες. Κάπου εκεί ο υπογραφόμενος έριξε την ιδέα που πολλοί καλοδέχτηκαν αλλά κανένας δεν τόλμησε να εφαρμόσει: Μια μεγάλη αλέα (δεντροστοιχία στα… γαλλικά) που θα ξεκινούσε από το Πάρκο Σιδηροδρόμων και θα έφτανε μέχρι την Κεντρική Αγορά με διπλή σειρά από πλατάνια όπου ήταν δυνατόν και μικρότερης… όχλησης δέντρα (άσπερμες μουριές) εκεί που θα έπρεπε να διακοπεί. Μια όαση δροσιάς στην καλοκαιρινή κάψα αλλά αυτό ήταν έξω από τα σχέδια αρχόντων και ειδικών (δεν βάζω εισαγωγικά για να μην παρεξηγηθώ με τους μελετητές που βλέπουν μάρμαρα μεγαλοπρεπείας – ανεξαρτήτως αν έγιναν στην πορεία κινέζικες πλάκες αναποδογυρισμένες για να μην… γλιστράνε σαν μάρμαρα). Εξαίρεση επιβεβαίωσης της ορθότητας τα πλατάνια στο Διοικητήριο που προσφέρουν απίστευτη δροσιά των ώρα που η άσφαλτος βράζει. Αργότερα τα πλατάνια άρχισαν να παίρνουν θέση στην πόλη αλλά αντί να φυτευτούν σε διπλή σειρά στην πλατεία φυτεύτηκαν στο ανατολικό πεζοδρόμιο της Αριστομένους έτσι για να κοροϊδεύουν την «ξεβράκωτη» (σε πράσινο) πλατεία. Εύκολη και φθηνή σχετικά λύση (ευτυχώς) απλώθηκαν και σε άλλα σημεία αλλά δεν αποτέλεσαν ποτέ επιλογή για τις πλατείες παρά το γεγονός ότι τόσο αυτά, όσο και η μουριά θα μπορούσαν να είναι τα εμβλήματα της πόλης λόγω και της παραποτάμιας θέσης της και της συμβολής τους στην «οικονομική άνθηση».
Στο σημείο αυτό μπαίνω στον πειρασμό της αναδημοσίευσης ενός κειμένου ηλικίας… 17 χρονών (κοιτάξτε πόσα… 7, έχει δημοσιευθεί στις 17/7/2007 στην «Ελευθερία» και στη στήλη που κρατούσα «Καλημέρα κύριε Δήμαρχε», την οποία άλλοι αποδέκτες διάβαζαν και άλλοι… σιχτίριζαν): «Οι υψηλές θερμοκρασίες σε συνδυασμό με την καταστροφή της Πάρνηθας έφεραν στο προσκήνιο με ορμητικό τρόπο το πρόβλημα του πρασίνου στις πόλεις. Αν παρακολουθήσει κάποιος τα δημοσιεύματα των αθηναϊκών εφημερίδων θα διαπιστώσει ότι υπάρχει μια έντονη κινητικότητα γύρω από το ζήτημα αυτό σε σημείο να εμφανίζεται και η έκφραση “πράσινες καρφίτσες”. Η αξιοποίηση δηλαδή των διαθέσιμων κοινόχρηστων χώρων μικρής έκτασης έτσι ώστε να αυξηθεί η αναλογία πρασίνου σε σχέση με τη δομημένη επιφάνεια.
Θα ήταν λάθος να πιστέψει κανείς ότι το ζήτημα αυτό είναι πρόβλημα το οποίο αφορά μόνο μια μεγάλη πόλη. Αφορά κάθε πόλη-θύμα της τσιμεντοποίησης και η Καλαμάτα δυστυχώς δεν αποτελεί την εξαίρεση. Αντιθέτως εμφανίζεται δραματική μείωση του περιαστικού πρασίνου με την τεράστια επέκταση του σχεδίου, ενώ από την πυκνά δομημένη με πολυκατοικίες περιοχή εξαφανίζονται και οι τελευταίες νησίδες πρασίνου. Δημιουργείται έτσι ένας συμπαγής όγκος τσιμέντου με αμελητέο πράσινο και μοναδικούς ελεύθερους χώρους τους δρόμους που βράζουν, οι οποίοι επιπλέον κατακλύζονται από αυτοκίνητα (και φυσικά καυσαέρια).
Η αύξηση της θερμοκρασίας και των ρύπων στην πόλη έρχεται ως φυσική συνέπεια των εξελίξεων αυτών και η ανάγκη να δούμε ως πολίτες και δήμος με “φρέσκια ματιά” την υπόθεση του πρασίνου, καθίσταται επιτακτική. Δυστυχώς όμως συμβαίνει το αντίστροφο. Η κεντρική πλατεία της πόλης που μπορούσε και θα έπρεπε να γίνει ένας μεγάλος πνεύμονας πρασίνου, μετατρέπεται σε θερμοκήπιο με χαρακτηριστικά μικροκλίματος. Το αντιλαμβάνονται όσοι αποφασίσουν να σταθούν για λίγο στο περίφημο σιντριβάνι με το λευκό μάρμαρο καθώς η θερμοκρασία ανεβαίνει αφού ο χώρος λειτουργεί ως… θερμοπομπός. Το νερό στο συντριβάνι και οι 5-6 μανόλιες ελάχιστα θα μειώσουν το φαινόμενο, αφού αυτοί που σχεδίασαν την ανάπλαση της περιοχής (προ αμνημονεύτων χρόνων) δεν πήραν υπόψη τους καμία περιβαλλοντική παράμετρο. Το ενδιαφέρον τους εστιάστηκε στην αισθητική του πράγματος (του καθενός ασφαλώς είναι διαφορετική), αλλά αυτές είναι πρακτικές για… μακέτες και όχι για εφαρμογή επί εδάφους.
Το μεγάλο πρόβλημα είναι πως στην ίδια μελέτη περιλαμβάνεται και το σύνολο της κεντρικής πλατείας, στην οποία το υψηλό πράσινο έχει κατέβει δραματικά με διάφορα προσχήματα χωρίς να αντικαθίσταται. Και θα χρειαστεί ο Δήμος Καλαμάτας να επανεξετάσει συνολικά τη μελέτη για να διαπιστωθεί κατά πόσον αυτή ανταποκρίνεται στις σύγχρονες αντιλήψεις για τους ελεύθερους χώρους και το πράσινο στην πόλη. Πού δε περισσότερο στις ανάγκες των πολιτών. Κάθε ενέργεια στο επόμενο διάστημα θα πρέπει να έχει ως βασικό προσανατολισμό να δημιουργηθεί ένας πνεύμονας πρασίνου σε μια περιοχή η οποία περιβάλλεται από πολυκατοικίες. Και αυτός ο προσανατολισμός θα πρέπει να δοθεί και στις επεμβάσεις που προγραμματίζονται στην πλατεία Υπαπαντής, όπου ο χαρακτηρισμός “κρανίου τόπος” ανταποκρίνεται απολύτως στη θέση του πρασίνου σε αυτό τον τεράστιο χώρο. Νησίδες, πεζοδρόμια, μικροί ελεύθεροι χώροι θα πρέπει να γίνουν “πράσινες καρφίτσες” στο χάρτη του τσιμέντου και να δώσουν ανάσα στην πόλη. Το πράσινο δεν είναι αίτημα των “ψωνισμένων” με το περιβάλλον αλλά των “ψυλλιασμένων” για τις εξελίξεις που έρχονται. Ελπίζουμε στο δήμο να κατοικοεδρεύουν ακόμη μερικοί παράγοντες αυτής της κατηγορίας».
Μετρήστε λοιπόν χώρους στην πόλη από τους οποίους έχει εκδιωχθεί το υψηλό πράσινο και μαζί οι πολίτες που θα μπορούσαν να δροσίζονται ως περίοικοι, ως περιπατητές αλλά και ως επισκέπτες στα καθιστικά που έπρεπε να τους συνοδεύουν, αν άρχοντες και ειδικοί δεν έβλεπαν τη «μεγαλοπρέπεια» αλλά την ανάγκη των πολιτών και του «ποιμνίου» (κατά περίπτωση): Κεντρική πλατεία, πλατεία 23ης Μαρτίου, πλατεία Υπαπαντής, πλατεία Ταξιαρχών και όσο πάμε παραπέρα ο αριθμός αυξάνεται. Αλλά να θυμηθούμε και το περίφημο περιαστικό άλσος στη Βελανιδιά που απορρόφησε σημαντικά κονδύλια αλλά στην πορεία εξαφανίστηκε, ενώ θα μπορούσε να είναι καταπληκτικός προορισμός. Να θυμηθούμε ότι η πόλη τυπικά προβλέπεται να «ενωθεί» με τον Ταΰγετο μέσα από το περιαστικό πάρκο πάνω από την Κεντρική Αγορά στο οποίο συγκεντρώνονται όλο και περισσότερες περιβαλλοντικά οχλούσες χρήσεις, αντί να είναι στην κορυφή του ενδιαφέροντος και της επιδίωξης για χρηματοδότηση.
Η «κλιματική ουδετερότητα» δεν μπορεί παρά να περιλαμβάνει ως «δομικό στοιχείο» το αστικό και περιαστικό πράσινο. Χρησιμοποιώ σε εισαγωγικά τις λέξεις ως αντίστιξη σε έργα που σχεδιάζονται στις Βρυξέλλες με βάση τις επιδιώξεις των λόμπι (που μπορεί απλώς να εφάπτονται και με την ποιότητα ζωής στην πόλη) και τις πραγματικές κοινωνικές ανάγκες. Ποιότητα ζωής και γιατί όχι, προσέλκυση επισκεπτών σε μια πόλη που θα είναι πράσινη καταπράσινη κυριολεκτικά και όχι τεχνητά. Φυσικά και όχι… μεταφορικά, έτσι για να θυμηθώ αείμνηστο φίλο αντιδήμαρχο που παρότι φανατικά «γαλάζιος» ο τότε δήμαρχος τον όρισε υπεύθυνο… πρασίνου δίνοντας για πρώτη φορά τέτοια αρμοδιότητα. Πάρτε το και ως… κουίζ.