Η Καλαμάτα ανήκει επίσημα στις 100 κλιματικά ουδέτερες και έξυπνες πόλεις της Ευρωπαΐκής Ένωσης έως το έτος 2030. Στις όχθες του ποταμού Νέδοντα, θα δημιουργηθεί - σύμφωνα με τις ανακοινώσεις της δημοτικής αρχής- σύγχρονο Περιβαλλοντικό πάρκο. Το περιβαλλοντικό όμως πάρκο, από μόνο του, δεν θα προσελκύσει επισκέπτες και δεν θα επιτευχεί ο κύριος στόχος μετάδοσης της αγάπης προς το περιβάλλον (μάλιστα χωρίς φύλαξη, το πάρκο θα καταντήσει αργά ή γρήγορα στέκι ανομίας και τοξικομανών). Ως πράσινη πόλη, η Καλαμάτα θα πρέπει να πρωτοτυπήσει, ακόμα και εάν χρειαστεί η συνεργασία της Περιφέρειας Πελοποννήσου ή του υπουργείου περιβάλλοντος. Θα πρέπει να δημιουργηθεί το Ευρωπαΐκό Μουσείο Περιβάλλοντος Καλαμάτας, ακριβώς δίπλα από το ανοιχτό θέατρο Καλαμάτας, στην αρχή του σχεδιαζόμενου πάρκου περιβάλλοντος . Ένα μουσείο περιβάλλοντος πρότυπο, που θα επισκέπτονται μαθητές, φοιτητές, τουρίστες, επισκέπτες και κάτοικοι της Καλαμάτας. Δηλαδή το μουσείο θα προσελκύσει κόσμο στην περιοχή και θα μεταδίδει στους επισκέπτες την ανάγκη να αγαπήσουμε όλοι το περιβάλλον, σε συνδυασμό με την παγκόσμια κλιματική αλλαγή. Το μουσείο περιβάλλοντος θα βρίσκεται πολύ κοντα στην πόλη( ακριβώς δίπλα από το ανοιχτό θέατρο) και πολύ κοντά στις ομορφιές της φύσης( ποταμός Νέδοντας, θέα ο Ταϋγετος, στην αρχή του σχεδιαζόμενου περιβαλλοντικού πάρκου κλπ). Για μία διαφορετική Καλαμάτα, θωρακισμένη απέναντι στην κλιματική αλλαγή, με φυσιογνωμία και χαρακτήρα που θα την καταστήσουν ελκυστικό τόπο για να ζεις, αλλά και πόλη - πρότυπο σε Ευρωπαϊκό επίπεδο, με αυξημένη επισκεψιμότητα, δίδοντας το καλό παράδειγμα και ως προς το περιβάλλον.
Οφείλουμε όλοι, να ανταποκριθούμε στην πρόκληση αυτή με συνεργασία, σύνθεση, ολοκληρωμένο σχεδιασμό, συστηματική και συνεχή προσπάθεια και να αποδείξουμε στην πράξη ότι εννοούμε κάθε σημασία της πράσινης πόλης, της πράσινης Καλαμάτας.
Το Μουσείο Περιβάλλοντος , που επιδιώκει να καταδείξει την αλληλεξάρτηση ανθρώπου και φύσης, εστιάζει στην αρμονική συνύπαρξή τους .
Στόχος του Μουσείου Περιβάλλοντος είναι η οικολογική ευαισθητοποίηση του κοινού και η διάσωση της γνώσης για την παραδοσιακή τεχνολογία της περιοχής. Στην Στυμφαλία, η επιδίωξη αυτή αποτυπώνεται μουσειολογικά με την ανάπτυξη της έκθεσης σε δύο ενότητες: η πρώτη αφορά το περιβάλλον της περιοχής, ενώ η δεύτερη αποτυπώνει τον τρόπο με τον οποίο αυτό επηρέασε την ανάπτυξη της ανθρώπινης δραστηριότητας, και ειδικότερα των παραδοσιακών επαγγελμάτων.
Αξιοποιώντας τη γραμμικότητα του εκθεσιακού χώρου και την απρόσκοπτη θέα προς τη λίμνη, η πρώτη ενότητα, αυτή του περιβάλλοντος, δίνει τη δυνατότητα άμεσης γνωριμίας με το φυσικό περιβάλλον, που αποτελεί και το αντικείμενο των υπό ανάπτυξη επιμέρους ενοτήτων. Στην πρώτη υποενότητα παρουσιάζονται τα ιδιαίτερα γεωλογικά χαρακτηριστικά της περιοχής, η γη και το νερό, και η αξιοποίησή τους από τον άνθρωπο, στην πορεία των αιώνων. Η δεύτερη υποενότητα παρουσιάζει τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των βιοτόπων της λίμνης και του βουνού, δίνοντας ιδιαίτερη έμφαση στη χλωρίδα και την πανίδα. Καταλήγει με την παρουσίαση της ανθρώπινης κατοίκησης στην περιοχή, από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα, εισάγοντας το ανθρώπινο στοιχείο στη μουσειακή αφήγηση. Σημαντική για την ανάπτυξη αυτής της ενότητας υπήρξε η αρωγή της ΛΖ΄ ΕΠΚΑ, της 25ης ΕΒΑ και του Καναδικού ινστιτούτου.
Η δεύτερη ενότητα παρουσιάζει τα παραδοσιακά επαγγέλματα που αναπτύχθηκαν στην περιοχή, σε άμεση συνάφεια με το περιβάλλον. Αποτελείται από τρεις υποενότητες, που ορίζουν έμμεσα και το χώρο δράσης των ανθρώπων: τη λίμνη, τον κάμπο και το βουνό. Κεντρικό έκθεμα, η Τομή της Λίμνης, φέρνει μέσα στο Μουσείο την πραγματική χλωρίδα και πανίδα της λίμνης και τονίζει τον ρόλο της ως κινητήριου μοχλού οποιασδήποτε ανθρώπινης δραστηριότητας στην περιοχή. Στην πρώτη υποενότητα παρουσιάζεται το κυνήγι και η αλιεία, στη δεύτερη η γεωργία και η αμπελουργία, στην τρίτη η κτηνοτροφία, η μελισσοκομία και οι μεταφορές με υποζύγια. Το μουσείο αναδεικνύει ζητήματα όπως η αναγκαιότητα της οικολογικής ισορροπίας και του σεβασμού στο περιβάλλον.