Οι αποδείξεις για μια ζωή χωρίς αντίκρισμα θεωρητικά υπάρχουν και σαν γεγονότα εμπλουτισμένα με εικόνες και σαν στιγμές όπου το απαύγασμα της μελαγχολίας συνυφαινόταν με την συνεχή απογοήτευση για την εξέλιξη ετούτου του κόσμου.
Ήταν μια συνεχής αναμέτρηση με το περιστασιακό και ενδημικό της άρνησης για θεμελίωση της ύπαρξης του Όντος αλλά και της σύνθλιψης της εκφραστικής ελευθερίας υπό το βάρος μιας παρατεταμένης υποκρισίας που πήγαζε από την δεξαμενή ενός ζωτικού ψεύδους, μιας υποκρισίας που θόλωνε τις επιλογές μιας ουσιαστικά άστατης ζωής.
Πάντα ξημέρωνε με την ελπίδα της γονυπετούς και έρπουσας ανεμελιάς και πάντα νύχτωνε με τον προβληματισμό για την αυθεντικότητα των εξελισσόμενων πραγμάτων και γεγονότων, ενώ στην πραγματικότητα όλα αυτά δεν ήταν παρά μια ελλειμματική παράσταση για πολλούς αλλά εν κατακλείδι μη υλοποιήσιμη για λίγους, αν θεωρηθεί πως η ουσία ήταν αυτή που πάντα για τους λίγους αποτελούσε τον ποθητό αλλά μη προσεγγίσιμο στόχο.
Μοιραία η ζωή ως εικόνα από παλιά αποστερούσε τις ευκαιρίες και δεν έδινε εξαρχής την ώθηση εκείνη ώστε να ανοίξει κανείς τα φτερά του και να ξεναγηθεί στα πελάγη της ελάχιστης στοχαστικής ευτυχίας και εμπειρίας, την οποία πλήρωνε αδρά ενώπιον της θέας του τιμήματος της μετάλλαξης των πολλών.
Μοιραίες αποστάσεις και απομακρύνσεις λοιπόν που προδίκαζαν ένα περίπου αναμενόμενο μέλλον από την στιγμή που πέτρωναν οι αισθήσεις και παγιωνόταν η επανάπαυση στο άγνωστο αλλά μάλλον σκοτεινό μέλλον, που καραδοκούσε και εδραιωνόταν όσο επενδυόταν σταθερά στο αύριο η αναστολή της άμεσης υλοποίησης των ιδεών και των οραμάτων.
Ήταν και παραμένει δηλαδή ένα παιχνίδι των συλλογισμών και μια αναμέτρηση με το μακρινό αλλά περίπου ιδεατό από την άποψη ότι πάντα τα μεγάλα πράγματα απομακρύνονται σαν χάσκει κανείς μακριά στον ορίζοντα.
Τα λάθη λοιπόν και οι άκαιρες εκτιμήσεις οδηγούσαν πάντα στην επιστροφή και καθήλωση στην ιταμή μετριότητα, που ούτως ή άλλως εγκλωβίζει και περιορίζει τις μάζες στην ψευδαίσθηση της ικανοποίησης στα όρια του εφικτού.
Το ελλειμματικό κυνήγι της ευτυχίας και η ρητή – συνειδητή υποβάθμιση των αξιών που θα μπορούσαν να λειτουργήσουν ως σημαντικός και καίριος -υποβοηθούμενος μοχλός ή κρίκος για το ταξίδι αλλά πάνω απ΄όλα την αποκαλυπτική ευόδωση της γόνιμης σκέψης, όλα αυτά σηματοδοτούσαν το ανεφάρμοστο του φαντασιακού μέσα από φτηνές παραστάσεις της προηγούμενης στιγμής που χάνονταν χωρίς τα παραμικρά ίχνη και σημάδια.
Το ανώτερο δηλαδή σε σχέση πάντα με τις δυνατότητες του ανθρώπου παρέμενε στην θεωρητική του διάσταση αν σκεφθεί και αναλογιστεί κανείς το πόσα μερόνυχτα έχει ξοδέψει για να πάρει μια σημαντική όσο και καταλυτική απόφαση για την δημιουργική συνέχιση της ζωής του. Αναβολές δηλαδή και αναθέσεις σε μελλοντικές υπαγορεύσεις του ιδεατού τοπίου, ένας κόσμος που χανόταν στις νωχελικές αντιδράσεις και αποτυχημένες στοχεύσεις της καταλυτικής επίτευξης, μια πυξίδα που γύριζε ιλιγγιωδώς χωρίς να βρίσκει ποτέ τα σημάδια του ορίζοντα.
Όλα αυτά λοιπόν χάθηκαν μέσα σε ένα σύννεφο ομίχλης του απραγματοποίητου όσο και μη ανιχνεύσιμου βάθους της σκέψης και ήταν αυτή ακριβώς η έλλειψη πρωτοβουλίας για την υλοποίηση των οραμάτων μέσα από την αποτυχημένη αναγωγή σε ένα διαρκές παρελθόν που αν και δοξασμένο, δεν χάριζε σχεδόν ποτέ πόντους στην εκτεταμένη δράση του παρόντος που με την σειρά του έπεφτε στο κατοπτεύσιμο μαλακό αλλά στην πραγματικότητα ακανθώδες υπογάστριο του μέλλοντος.
Οι άνθρωποι λοιπόν χάνουν ενίοτε από πολύ μικρή ηλικία τον ειρμό της σκέψης και ενώ ονειρεύονται ως νέοι, αναβάλλουν διακαώς ως ώριμοι την ευτυχία μέσα από την πεισματική ενασχόληση με την επιδιωκόμενη ποιοτική ανασύσταση του κόσμου, χάνοντας οριστικά το στοίχημα του δημιουργικού παρόντος και μέλλοντος σε αναπόδραστες θεωρητικές συστάδες και εικασίες για τους νοητικούς παραδείσους που δεν προσεγγίζονται ποτέ.
Κολασμένοι δηλαδή και πένητες από ιδέες, οι άνθρωποι στην πλειοψηφία τους αναζητούν την άνεση μέσα στο βολικό και εύκολα προσεγγίσιμο, θεωρώντας πως αυτή είναι και η μοναδική αλήθεια.
Αποτέλεσμα όλων αυτών η μη διάνοιξη στοχαστικών στοχεύσεων και η απονοηματοδότηση μέσα από την αποσάρθρωση των στιλιστικών πυλώνων της εκφραστικής δεινότητας.
Με λίγα λόγια, η υποβάθμιση της εννοιολογικής συνθετότητας και η απαξίωση του αναζητούμενου νοήματος που προκύπτει πάντα από την φραστική αναζωογόνηση και σπερματογόνο διεύρυνση των λέξεων.
Τι διδασκόμαστε από όλα αυτά; Ότι το να τοποθετεί κανείς το Υψηλό σε μελλοντική και μη κατοπτεύσιμη άγνωστη Αρχή λόγω αδιάλειπτης πνευματικής διεργασίας που ανασυνθέτει και αναπλάθει τις έννοιες, αν μη τι άλλο δεν αναδιατάσσει την σκέψη αλλά την διασπά σε κομμάτια που για να ανασυσταθεί, θα πρέπει να συνενώσει εκ νέου τις σκόρπιες νοητικές ψηφίδες.
Ότι το να εκδιώκει το παρόν της σκέψης μακριά από την επόμενη επικείμενη δράση που προέρχεται από την ένταση των ενορμήσεων μέσω των επικοινωνιακών υφάνσεων της επερχόμενης στιγμής, αν μη τι άλλο μεταθέτει αορίστως την εμβάθυνση και άντληση των γονιμοποιών δικλείδων ασφαλείας από τις λέξεις και προτάσεις που συνθέτουν δημιουργικά τον διάλογο αλλά κυρίως την σκεπτική ανέλιξη μέσα από τα δύσβατα μονοπάτια του Νου.
Όλα λοιπόν έχουν παρόν και μέλλον και δεν αποδίδουν όταν βυθίζονται στο παρελθόν, το λημέρι όλων των γερασμένων γενεών.
Κάτι σαν μια παράσταση του παραλόγου και του ανοίκειου με την ίδια τη ρέουσα ζωή που συνεχίζει να υπάρχει μέσα από το διαρκές παρόν του Είναι.
Ένα Γίγνεσθαι που ανασυνδέει τα οράματα χωρίς να ενέχει και να εμπερικλείει κινδύνους για την βασική ανθρωπική Αρχή πως προερχόμαστε και κατευθυνόμαστε από και προς το Χάος.
Πως κάθε τι που ζήσαμε, χάθηκε ως γεγονός ανεξάρτητα αν υπάρχουν ακόμη ζωντανές εικόνες.
Πως η ίδια η τωρινή σκέψη και η εμβάθυνση του Όντος είναι η μια και μοναδική απόδειξη πως η ζωή είναι ένας γόνιμος και δημιουργικός λαβύρινθος.
zachfil64@gmail.com