Κυριακή, 05 Οκτωβρίου 2025 20:30

Η εξαφάνιση του μερικού και η εντρύφηση στο ανώτερο

Γράφτηκε από

Η εξαφάνιση του μερικού και η εντρύφηση στο ανώτερο

Του Φίλιππου Ζάχαρη (zachfil64@gmail.com)

Είναι που οι άνθρωποι δεν επιλέγουν να λογοδοτήσουν για την αδιαφορία και την απάθεια και πολύ περισσότερο για τον εναγκαλισμό με το τυχαίο που τους συμβαίνει καθημερινά και που μάλλον το επιδιώκουν ως προοπτική από την στιγμή που από καιρό έχουν πάψει να στηρίζονται στις ίδιες δυνάμεις.
Καταστρώνουν σχέδια που δεν υλοποιούν, καταστρατηγούν εμπνεύσεις που ανοίγουν οδούς προς την κάθε άλλη πλευρά πέραν της πεπατημένης, και μέσα στην εξέλιξή τους αρνούνται να καταφέρουν ένα συντριπτικό χτύπημα στην ανημπόρια τους.
Το παρόν δεν προσφέρει ποτέ νέα ανοίγματα, αυτά μάλλον διαφαίνονται και διαχέονται αχνά στο τέλος της καταιγίδας των διαφωνιών που συντελούν στην ολική ασυνεννοησία και απραγμοσύνη, βάζοντας την σφραγίδα του ανεπίστρεπτου και μη αποδεκτού στην ώριμη σκέψη.
Θέλουν λοιπόν οι άνθρωποι ενίοτε και από κάτι που τους αφορά, αλλά για κάποιο λόγο δεν προχωρούν και αφήνουν τις αιτίες κατά μέρους, αναβάλλοντας την αυτοκυριαρχία ή ανάγοντάς την στην καλύτερη περίπτωση σε ύστατη ελπίδα για μετάνοιες και επερχόμενες φτηνές ακροβασίες.
Ο άνθρωπος που μετανιώνει, είναι ο κομιστής της προσωρινής λύσης των προβλημάτων μέσα από την καταλήστευση του φαντασιακού, μια διαδικασία που προβαίνουν σχεδόν όλοι από την στιγμή που επιλέγουν την ενοχική και όχι συνειδητή σιωπή.
Την ίδια στιγμή αφήνουν κατά μέρος τα σημάδια εκείνα που υποδείκνυαν όχι την μέση οδό αλλά την ίδια την απορρόφηση του Όλου, την ταύτιση με το Ένα και μοναδικό σε τούτο τον περαστικό κόσμο, την αφομοίωση με το αδύνατο και μη εμπεριεχόμενο στην επιφανειακή εξήγηση της ζωής.
Οι λύσεις που επιλέγονταν ήταν πάντα προσβάσιμες στην στοιχειώδη σκέψη, δεν ακολουθούταν η διαδικασία της εμβάθυνσης του χωροχρόνου, δεν λειτουργούσε η έμπνευση και η καλολογική και εμβριθής εμπέδωση των στίχων από ποιήματα που αποκάλυπταν το ονειρικό αλλά ωστόσο ανιχνεύσιμο, αρκούσε πάντα η προσέγγιση της τωρινής εμπειρίας και όχι της μιας και το μακρινό ήταν πάντα μεταθετικά διασφαλισμένο.
Με αυτά και μ΄αυτά φτάσαμε χωρίς κόπο στο σήμερα που αδυνατεί να δει το αύριο μέσα από μια συλλογική μνήμη και όχι μεμονωμένες εξατομικευμένες εμπειρίες. Λένε δηλαδή πάντα οι άνθρωποι πως τους αρκεί το μερικό και διαπροσωπικό, το μη ενατενισμένο και ολικό διάστημα μιας μη ανακόλουθης και αστραποβολούσας φαντασίας που όλα τα ανακυκλώνει και αναδημιουργεί.
Θα έπρεπε λοιπόν να προχωρήσουν οι άνθρωποι σε μια ριζική αυτοβελτίωση όχι του ρόλου τους αλλά του μεριδίου που τους αναλογεί μέσα στο Είναι, την ίδια τους την Ύπαρξη και ιδιοσυστασία μάλλον ή ήττον.
Απέναντι σε όλα αυτά οι άνθρωποι επιλέγουν την απάθεια ως ασφαλές λημέρι ιδιοτελών στόχων και σκοπών, την υιοθετούν και την αποδέχονται ως ύστατη ελπίδα και προσμονή.
Αν εκείνη ακριβώς την στιγμή άλλαζαν τον τρόπο και επέλεγαν άλλο αγκυροβόλιο, αν στη θέση της οκνηρής και άκαμπτης αδιαφορίας προς την ψύχραιμη και σιωπηρή αντίληψη των πραγμάτων που δεν οδηγεί όπως η οργή σε αιματηρές επαναστάσεις, αλλά αναδιατάσσει τους όρους και κανόνες ζωής, αν με λίγα λόγια ερχόμασταν στην θέση του απολογητή και όχι απολογούμενου για τα όποια επαναλαμβανόμενα λάθη, ίσως τότε και μόνο τότε να βιώναμε την απαρχή και την προέλευση του είδους μέσα από την ακολουθούμενη αντίληψη της ακροτελεύτιας και στερνής διάρκειας ετούτου του βίου που όλα τα σβήνει μέσα σε μια και μόνη στιγμή μακράν του ύστερα και του μετά.
Αυτή τη στιγμή που άλλοι την αποκαλούν θάνατο και άλλοι λύτρωση, άλλοι την αναμένουν και άλλοι την τρέμουν, αυτήν ακριβώς την στιγμή είμαστε για πρώτη και τελευταία φορά απολογητές χωρίς να δίνουμε λόγο για το κάθε πριν.
Υπάρχει πάντα ένα σημείο μέσα από το οποίο κορυφώνεται η Ύπαρξη μέσα από την εξαφάνισή της, το σημείο εκείνο όπου τα πάντα περνούν σαν από Ιερά εξέταση χωρίς καύσεις μαγισσών, σα να πρόκειται να λογοδοτήσουμε με ουδέτερο τρόπο για τις παραλείψεις μέσα από την στερνή σκέψη, ανάσα και εικόνα.
Στην διάρκεια της ζωής αυτή η εικόνα αποκαλείται ενοχή ή στην καλύτερη περίπτωση οδηγεί στην μετάνοια. Έπεται ως είθισται στο κατόπι η αδιαφορία και η απάθεια. Αυτά όμως δεν λυτρώνουν παρά εγκλωβίζουν περαιτέρω.
Η στιγμή της ολικής εξαφάνισης λειτουργεί απαξιωτικά για το Εγώ αλλά επάξια νομοτελειακώς για το Όλον που γίνεται μηδέν στην ατομική συνείδηση λίγο πριν το οριστικό τέλος.
Αν αυτήν ακριβώς την στιγμή την έκαναν κτήμα τους οι άνθρωποι δεν θα μιλήσουμε για το Άτομο παρά για την κοινωνία που εμπεριέχει το άτομο όχι όμως ενδόξως υπερατομικά. Κοινωνία που συλλογάται την αρχή και το τέλος της.
Η στιγμή της οριστικής εξόδου θα έπρεπε να λειτουργούσε ως είσοδος στην συμπαντική μνήμη του Παντός, η καταβύθιση στο τίποτε που είναι κενό εξατομικευμένης εμπειρίας. Η απαλλαγή από το Εγώ και το Εμείς οδηγεί νομοτελειακά στο Εκείθεν όπου τα πάντα είναι όλα.
Ο άνθρωπος ως απολογητής της μικρής και σύντομης ζωής του δεν είναι αυτοτιμωρός παρά παραβάτης που ξεγλιστρά στιγμιαία από το Πάντα και το Όλον.
Η απολογητική του συνέπεια έγκειται ακριβώς στην αναγωγή του σε ανώτερα επίπεδα σκέψης.
Και σνώτερο είναι η Ενδελέχεια ως εκπλήρωση της φύσης ενός Όντος σε έναν βιωματικό συνειρμό που δεν σχετίζεται με το μερικό και το καθορισμένο. Χωρίς την υφαρπαγή των φυσικών κανόνων της θνητότητας.