Στην Ελλάδα ο αντικαπνιστικός νόμος έχει… καταντήσει σύντομο ανέκδοτο και ξαφνικά επανέρχεται (και σωστά) από τον ίδιο τον υπουργό Υγείας Θάνο Πλεύρη διχάζοντας την κοινή γνώμη.
Οι φανατικοί του καπνίσματος, ιδιώτες ή καταστηματάρχες, προκλητικά αγνοούν ότι η καλή υγεία είναι ανθρώπινο δικαίωμα. Άρα είναι υποχρέωση της Πολιτείας να παρεμβαίνει για να προστατέψει τους πολίτες από ό,τι απειλεί το μέγιστο αυτό αγαθό για κάθε άνθρωπο. Αυτό δεν σημαίνει ότι απαγορεύεται το κάπνισμα. Όποιος όμως θέλει να καπνίσει μπορεί να το κάνει κάπου όπου κανένας δεν υποχρεούται να εισπνέει τον καπνό του τσιγάρου του. Κατά συνέπεια πρέπει και οφείλει να είναι απαγορευμένο σε όλους τους κοινόχρηστους κλειστούς χώρους, χωρίς καμία απολύτως εξαίρεση. Κατά συνέπεια, οι καπνιστές δεν μπορούν να καπνίζουν ελεύθερα στους χώρους διασκέδασης, προκαλώντας προβλήματα υγείας σε άλλους ανθρώπους. Και το παθητικό κάπνισμα είναι ένα τεράστιο θέμα δημόσιας υγείας -το οποίο στη χώρα μας φαίνεται να προσλαμβάνει χαρακτηριστικά κοινωνικής σύγκρουσης. Άλλωστε, ο αντικαπνιστικός νόμος στην Ελλάδα (σ.σ. ο αντικαπνιστικός νόμος υφίσταται στην Ελλάδα από το 1856) με την ευθύνη για την καθυστέρηση εφαρμογής να βαρύνει κυρίως τους επαγγελματίες της εστίασης και της νυχτερινής διασκέδασης, ξεκίνησε να εφαρμόζεται μόλις πριν 3 χρόνια -ενώ στα νυχτερινά κέντρα διασκέδασης μάλλον δεν εφαρμόστηκε ποτέ!
Κι όπως πολύ επιτυχημένα το έθεσε μιλώντας στο κεντρικό δελτίο ειδήσεων της ΕΡΤ1 ο πνευμονολόγος - εντατικολόγος και πρόεδρος της Επιτροπής Εμπειρογνωμόνων του υπουργείου Υγείας για τον έλεγχο του καπνίσματος, καθηγητής Παναγιώτης Μπεχράκης, η αναμέτρηση πάνω στο θέμα του παθητικού καπνίσματος στη χώρα μας, είναι κατ’ ουσία “μία αναμέτρηση της προόδου με τον αναχρονισμό…”. Όταν μάλιστα η Ευρώπη θέτει ως στόχο να μειωθούν οι καπνιστές στο 5% του πληθυσμού μέχρι το 2040, όσοι επιχειρούν το αντίθετο καταστρατηγούν τις αρχές προστασίας της δημόσιας υγείας από το παθητικό κάπνισμα, και δεν μπορεί παρά να προσβλέπουν σε μία αναχρονιστική Ελλάδα προ του 2019.