Στην Καλαμάτα τις τελευταίες μέρες διαδραματίζεται ένα ιδιόρρυθμο παιχνίδι ουσίας και εντυπώσεων με τη δημοτική αρχή να αποφασίζει μια πολύ σημαντική παρέμβαση, την αμφιδρόμηση της οδού Βασιλέως Γεωργίου (από τη Φαρών έως την Αριστομένους), ενώ οι τεχνικές υπηρεσίες του δήμου διαφωνούν με αυτή την απόφαση.
Το γεγονός ότι επιδιώκονται μονοδρομήσεις και πεζοδρομήσεις στα κέντρα των σύγχρονων πόλεων στο πλαίσιο της πολιτικής αστικής κινητικότητας δεν αποτελεί πανάκεια και υπό κατάλληλες προϋποθέσεις μπορεί μια αμφιδρόμηση να έχει θετικά χαρακτηριστικά αρκεί να έχει εξεταστεί εξονυχιστικά ως προς τις συνέπειες που θα επιφέρει στην ευρύτερη περιοχή.
Τα τελευταία χρόνια η δημοτική αρχή, σωστά, ακολουθεί ένα σχέδιο αποσυμφόρησης του κέντρου και "ηπιοποίησης" της κυκλοφορίας στην Αριστομένους. Ωστόσο, με την παρούσα απόφαση καταλήγει σε μια επικίνδυνη αντίφαση, δεδομένου ότι η οδός Αριστομένους θα αποτελεί τον μοναδικό τροφοδότη του νέου ρεύματος της οδού Βασιλέως Γεωργίου, επομένως αν μελλοντικά η κυκλοφορία στην οδό Αριστομένους αποκτήσει ακόμα πιο ήπια χαρακτηριστικά, η αμφιδρόμηση της Βασιλέως Γεωργίου θα πρέπει να επανεξεταστεί και ενδεχομένως να καταργηθεί.
Για να υλοποιηθεί η αμφιδρόμηση της Βασιλέως Γεωργίου είναι απαραίτητο να πραγματοποιηθούν μια σειρά παρεμβάσεων: θα κλείσει η νησίδα στην οδό Αριστοδήμου, θα γίνουν εργασίες διαμόρφωσης των κρασπέδων, θα τροποποιηθούν τα προγράμματα σηματοδότησης στις διασταυρώσεις, θα απαγορευτεί η στάθμευση σε επιμέρους δρόμους κ.α. Ωστόσο, είναι προφανές ότι η εγκεκριμένη μελέτη δεν έχει αντιμετωπίσει πλήρως τις συνέπειες μια τέτοιας απόφασης. Πιο συγκεκριμένα, η πρόταση δε βασίζεται σε κάποια μοντέλα προσομοίωσης της κυκλοφορίας ούτε καν φαίνεται να έχουν γίνει αναλυτικές μετρήσεις για τα διερχόμενα οχήματα από κάθε κόμβο ο οποίος θα επηρεαστεί από την ενδεχόμενη αμφιδρόμηση.
Επιπρόσθετα, το κλείσιμο της οδού Αριστοδήμου με νησίδα, και με δεδομένο ότι οι οδοί Αριστομένους και Αριστοδήμου εξυπηρετούν μια παράλληλη ροή οχημάτων, είναι δεδομένο ότι θα φορτίσει την Αριστομένους ιδιαίτερα τις ώρες αιχμής.
Η οδός Βασιλέως Γεωργίου δεν είναι τοπικής σημασίας, αλλά αποτελεί βασικό άξονα στο σύστημα κυκλοφορίας της πόλης και μια αλλαγή στη λειτουργία της θα επηρεάσει σημαντικά τις συνθήκες κυκλοφορίας. Το πρόβλημα δεν αντιμετωπίζεται εκτενώς και για μια παρέμβαση τέτοιου μεγέθους είναι απαραίτητη μια συνολικότερη μελέτη. Η οριστική απόφαση δεν πρέπει να είναι πολιτική, αλλά στρατηγική ως προς το χαρακτήρα της κυκλοφορίας στο κέντρο της πόλης και να ληφθεί βασιζόμενη σε μετρήσεις και κυκλοφοριακά μοντέλα.
Παναγιώτης Παπαντωνίου
Πολιτικός Μηχανικός ΕΜΠ, MSc
Συγκοινωνιολόγος, Υπ. Διδάκτωρ
http://www.nrso.ntua.gr/ppapant