Ονομάζομαι Αδρινέ Πριλαντή Παλαντζιάν κι έχω την τύχη να ανήκω στους παλιούς πρόσφυγες, αυτούς που δεν ντρέπονται να αναγνωρίζουν την ταυτότητά τους, που δεν αλλάζουν το επίθετό τους για να ταιριάξουν περισσότερο στη νέα τους πατρίδα. Νιώθω Ελληνίδα αλλά πάντα νιώθω και Αρμένισσα και μάλιστα το διαλαλώ! Ευτυχώς οι πρόγονοί μου έδειξαν ζήλο ώστε να τα καταφέρουν με τίμιο τρόπο και τώρα εμένα μου ανοίγονται διάπλατα οι πόρτες εξ’ αιτίας της καταγωγής μου.
Η μητέρα μου που μεγάλωσε σε νησί, δεν ένιωθε έτσι, ένιωθε ότι ήταν ξένη και προσπαθούσε να αποβάλλει το Αρμένικο στοιχείο που της απέδιδαν. Η γιαγιά μου, Πριλαντή Γαζαριάν, που γεννήθηκε στο Ικόνιο της Τουρκίας, μίλαγε τούρκικα, για να μην καταλάβουν πως ήταν Χριστιανή. Ακόμη και μέσα στο ίδιο τους το σπίτι μίλαγαν μια επίκτητη γλώσσα!
Κάθε Κυριακή μεσημέρι, πηγαίναμε στο σπίτι του παππού Ονίκ και της γιαγιάς Άντα. Η οικογένεια συγκεντρωνόταν και το Αρμένικο πνεύμα, η γλώσσα, το βαρύ παρελθόν, έβρισκαν τόπο να αναβλύσουν στην κουβέντα, έτσι για να μην ξεχνιόμαστε εμείς οι νεότεροι. Μας θύμιζαν να είμαστε περήφανοι, μας θύμιζαν να μην ξεχνάμε, μας θύμιζαν να μισούμε.
«Δεν το ήθελα το μίσος, δεν ήθελα να θυμάμαι και να γεμίζω με οίκτο, τρόμο κι αβεβαιότητα».
Δεν το ήθελα το μίσος, δεν ήθελα να θυμάμαι και να γεμίζω με οίκτο, τρόμο κι αβεβαιότητα. Ποια είναι η ταυτότητά μου, πού ανήκω εγώ; Μεγάλωσα σαν πολίτης του κόσμου, χωρίς σύνορα, χωρίς περιορισμό. Μπορούσα να ανήκω όπου ήθελα. Έχω συγγενείς σε όλο τον κόσμο. Αυτά είναι τα εφόδια μου και είναι πολύτιμα.
Έχω, όμως, κι ένα πολύτιμο δώρο από τη γιαγιά Άντα, η οποία φέτος διανύει τα 89. Πριν 5 μόλις χρόνια, νοσηλεύτηκε για πολλοστή φορά, μα τότε τρόμαξε και αποφάσισε να αποτυπώσει τις ιστορίες που είχε ακούσει από τον πεθερό της, από τον πατέρα της και φυσικά τη δική της, πριν χαθούν για πάντα. Ζήτησε μολύβι και τετράδιο και κατέληξε να χρησιμοποιήσει οκτώ τετράδια! Κάποιες ιστορίες τις θυμόμασταν από τα Κυριακάτικα απογεύματα, μας τις έλεγε για να μην ξεχνάμε τις ρίζες μας. Κάποιες άλλες μας τις έκρυβε γιατί κουβαλούσαν μεγάλο βάρος για να το εναποθέσεις σε παιδικά μυαλά.
Παραθέτω ένα απόσπασμα:
«Κάποια νύχτα χτυπούν δυνατά την πόρτα τους. Ποιος να είναι άραγε; Ανοίγουν τρομαγμένοι. Δυο ευγενέστατοι χωροφύλακες λένε στον Απραάμ: “Μας συγχωρείτε για την ενόχληση εφέντη μ’, αλλά σας ζητούν από το τμήμα να σας κάνουν μερικές ερωτήσεις”. Τι να κάνει ο άμοιρος, ντύνεται και λέει στην Τακουή: “ Σε μια ώρα θα έχω γυρίσει. Κοιμήσου τώρα που κοιμάται το μωρό μας”. Εκείνο το βράδυ μάζεψαν όλη την αφρόκρεμα του αρμένικου λαού. Δικηγόρους, γιατρούς, δημοσιογράφους. Το πρωί είχαν εξαφανιστεί όλοι. Τόσο εύκολο ήταν».
«Εκείνο το βράδυ μάζεψαν όλη την αφρόκρεμα του αρμένικου λαού. Δικηγόρους, γιατρούς, δημοσιογράφους. Το πρωί είχαν εξαφανιστεί όλοι. Τόσο εύκολο ήταν».
Έτσι χάθηκαν τα ίχνη του παππού της, το 1915. Κι έμεινε ο πατέρας της ορφανός, σύντομα κι από μητέρα, να ταξιδεύει στην Βουλγαρία κι έπειτα στην Αυστρία, όπου και μεγάλωσε η γιαγιά μου.
Το βιβλίο της ονομάζεται «Ο Κύκλος της Ζωής» και δεν διατίθεται από εκδοτικό οίκο.
* Ο Βαγγέλης Πάλλας είναι δημοσιογράφος, Freelancer. Διαπιστευμένος στην Ε.Ε. - Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και βραβευμένος για άρθρα του από την Ε.Ε.
Pallas.eu@gmail.com