Πέμπτη, 11 Ιανουαρίου 2018 11:46

Πέθανε ο Τάκης Λουκανίδης

Πέθανε ο Τάκης Λουκανίδης

Φτωχότερο είναι από σήμερα το ελληνικό ποδόσφαιρο, καθώς έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 81 ετών ο Τάκης Λουκανίδης.

Ο εκλιπών υπήρξε ένας από τους κορυφαίους ποδοσφαιριστές που πέρασαν από την Ελλάδα, κάνοντας μεγάλη καριέρα με την Δόξα Δράμας και τον Παναθηναϊκό.

Οι πρώτες πληροφορίες αναφέρουν ότι ο θάνατός του προήλθε από έμφραγμα.

Θεωρείται ένας από τους πληρέστερους ποδοσφαιριστές που πέρασαν ποτέ από τα ελληνικά γήπεδα. Στην καριέρα του αγωνίστηκε σε αρκετές θέσεις, πλην αυτή του τερματοφύλακα!

Αγωνίστηκε στην ΑΕΚ Κομοτηνής και στη Δόξα Δράμας, ενώ το 1962 ο Αντώνης Μαντζαβελάκης τον έφερε στον Παναθηναϊκό, την φανέλα του οποίου φόρεσε για 7 χρόνια.

Έως το 1969 κατάκτησε 4 πρωταθλήματα και ένα Κύπελλο με το «τριφύλλι». Είχε 50 συμμετοχές και 13 γκολ με τη Δόξα Δράμας, ενώ σε 142 αγώνες στην Α΄Εθνική με τον Παναθηναϊκό σκόραρε 59 φορές και άλλες 12 στο Κύπελλο. Συμμετείχε σε 11 παιχνίδια στην Ευρώπη επιτυγχάνοντας 3 γκολ. Με τον Παναθηναϊκό κέρδισε 4 πρωταθλήματα (1962, 1964, 1965, 1969) και ένα κύπελλο (1967).

Έκλεισε την καριέρα του στον Άρη Θεσσαλονίκης, με τον οποίο έπαιξε σε 45 αγώνες και πέτυχε 8 γκολ, ενώ πανηγύρισε και το Κύπελλο το 1970.

Τίμησε και την φανέλα της Εθνικής, όπου σε 23 αγώνες πέτυχε 3 γκολ.

Είναι πατέρας της δημοσιογράφου Αντιγόνης, ενώ η οικογένειά του χτυπήθηκε από τη μοίρα τον Αύγουστο του 1998 όταν σκοτώθηκε σε τροχαίο ο μονάκριβος γιός του, Γιώργος Λουκανίδης, ο πιο γνωστός γυμναστής της χώρας την περίοδο εκείνη.

Δομάζος για Λουκανίδη: «Καλό ταξίδι αγαπημένε μου φίλε»

Στο άκουσμα της είδησης του θανάτου τού Τάκη Λουκανίδη, από τους πρώτους που έσπευσαν να συλλυπηθούν ήταν ο Μίμης Δομάζος συμπαίκτης του στον μεγάλο Παναθηναϊκό τη δεκαετία του 1960.

«Λόγια δεν υπάρχουν σε τέτοιες στιγμές. Καλό ταξίδι αγαπημένε μου φίλε», έγραψε στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης ο «στρατηγός»..

Η τελευταία συνέντευξη του Τάκη Λουκανίδη

Χειμώνας του 1961. Μια εποχή που η Ελλάδα ήταν ολότελα διαφορετική από την σημερινή. Έξι χρόνια πριν καταλύσει την δημοκρατία η χούντα. Τότε που η Ελλάδα αναστέναζε στα χωμάτινα γήπεδα ακόμα και στην μεγάλη κατηγορία της. Την Α΄ Εθνική. Μια μέρα σαν την σημερινή, 20 Δεκέμβρη, ο Τάκης Λουκανίδης, παιδί της βορειοελλαδικής επαρχίας, κατηφόριζε από την Δράμα για να γίνει το μεγάλο «αστέρι» του Παναθηναϊκού.

Ο Λουκανίδης, αυτό το μοναδικό και δυσεύρετο δείγμα Έλληνα ποδοσφαιριστή, έχει χαρακτηριστεί από ειδικούς και μη σαν ο πληρέστερος ποδοσφαιριστής που πέρασε από τα ελληνικά γήπεδα, καθώς ξεκίνησε από τη θέση του τερματοφύλακα, διέπρεψε σαν αμυντικός, ξεχώρισε σαν επιθετικός, αλλά καταξιώθηκε σαν μέσος σε όλες τις ομάδες, με τις οποίες αγωνίστηκε.

Ξεκίνησε το ποδόσφαιρο σε ηλικία 16 ετών, εκεί, στο Μεσοχώρι Παρανεστίου του Νομού Δράμας, όπου γεννήθηκε το 1937. Αισίως 80 ετών σήμερα, κατοικεί στην Αθήνα ζώντας με τις αναμνήσεις. Θυμάται, χαίρεται και αφουγκράζεται το παρόν, με αφετηρία τις τεράστιες εικόνες που συγκέντρωσε σαν ένας χαρισματικός ποδοσφαιριστής, προερχόμενος από αγροτική πολύτεκνη οικογένεια, με την οποία έζησε στιγμές δύσκολες στα παιδικά και εφηβικά χρόνια του, αφού στην ηλικία των πέντε ετών έχασε τον πατέρα του, που απαγχονίστηκε από τις βουλγαρικές δυνάμεις κατοχής το 1942.

Οι δυσκολίες της ζωής ανάγκασαν τη χήρα μητέρα του να τον στείλει στο ορφανοτροφείο Δράμας και από εκεί στη Γεωπονική Σχολή Κομοτηνής, στην ομάδα της οποίας ξεκίνησε ως τερματοφύλακας. Στη συνέχεια έπαιξε ως αμυντικός ή επιθετικός για να καταλήξει σαν μέσος, αφού, ξεκινώντας το ποδόσφαιρο στην ηλικία των 16 ετών από την Αθλητική Ένωση Κομοτηνής, έκανε τα πρώτα βήματά του παρακολουθώντας κάτω από τα γκολπόστ τους συμπαίκτες του να αγωνίζονται.

Στην συνέχεια ήρθε στη Δόξα Δράμας το 1956 σε ηλικία μόλις 19 ετών και ξεκίνησε την επαγγελματική καριέρα του, μαζί με εκείνη την εξαιρετικά σημαντική ομάδα για τα χρόνια της δεκαετίας του ΄50 με συμπαίκτες σαν τον Αντώνη Γεωργιάδη, τον Παύλο Γρηγοριάδη, τον Ιωάννου, τον αδερφό του τον Θανάση, τον Πιστικό.

Είχε ως πρότυπο τον Λάμπη Κουιρουκίδη, τον διεθνή σέντερ φορ του ΠΑΟΚ που κι αυτός ήταν Δραμινός και ποδοσφαιριστής της Δόξας, πριν καταλήξει στον «Δικέφαλο» της Θεσσαλονίκης.

Οι εξαιρετικές εμφανίσεις του στη Δόξα Δράμας στην πενταετία 1956-1961 προκάλεσαν από εκείνη την περίοδο κιόλας το ενδιαφέρον μεγάλων ομάδων που ήθελαν να τον αποκτήσουν. Τον κέρδισε ο Παναθηναϊκός το 1961 και μία μέρα σαν τη σημερινή, 20 του Δεκέμβρη 1961, σε ηλικία 24 ετών κατεβαίνει στην Αθήνα για να γίνει ένας ποδοσφαιριστής-σύμβολο. Ήταν ο πρώτος άλλωστε που κλήθηκε στην εθνική ομάδα εκτός ΠΟΚ, φορώντας ακόμα τη φανέλα της Δόξας Δράμας. Η ποδοσφαιρική περιήγησή του πριν καταλήξει στον Παναθηναϊκό περιλάμβανε και ένα μικρό πέρασμα από τον κυπριακό ΑΠΟΕΛ, αφού ήταν η μόνη λύση για να μπορέσει να πάρει μεταγραφή, σαν ενδιάμεσος σταθμός, για τους «πράσινους» της Αθήνας.

Στον Παναθηναϊκό αγωνίστηκε ως το 1969 κατακτώντας τέσσερα πρωταθλήματα και ένα κύπελλο και ολοκλήρωσε τη συνεργασία του με άδοξο για το ταλέντο και την αξία του τρόπο, έχοντας έρθει σε ρήξη το 1967 με τον τότε προπονητή Στέφαν Μπόμπεκ.

Ο τελευταίος τον είχε θέσει στο περιθώριο, λόγω διαφωνιών, και η μόνη λύση ήταν να φύγει από την Αθήνα. Ανηφόρισε στη Θεσσαλονίκη, όπου τον ήθελε ο τότε πρόεδρος του Άρη και ισχυρός παράγων της εποχής, Νίκος Καμπάνης, για ν' αγωνιστεί στους «κιτρινόμαυρους» μόλις μία σεζόν και να κερδίσει με την ομάδα της Θεσσαλονίκης τον τελικό του κυπέλλου 1970, που παραμένει ο μόνος τίτλος που κατέκτησε ο Άρης, από την καθιέρωση του εθνικού ποδοσφαίρου το 1959. Ο ίδιος δεν είχε την ευτυχία να αγωνιστεί στον τελικό του Κυπέλλου στο Καυτανζόγλειο στάδιο, καθώς είχε αποβληθεί στον ημιτελικό σε ένα παιχνίδι κόντρα στον Ολυμπιακό.

Έτσι το καλοκαίρι του 1970 ολοκλήρωσε την ποδοσφαιρική καριέρα του σε ηλικία 33 ετών. Μολονότι ο ίδιος ήταν πρόθυμος και ικανός να συνεχίσει, δεν του έγινε πρόταση ανανέωσης και με πίκρα αποσύρθηκε από την ενεργό ποδοσφαιρική δράση.

Το Αθηναϊκό-Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων (ΑΠΕ-ΜΠΕ) μίλησε με τον Τάκη Λουκανίδη, ο οποίος εκμυστηρεύτηκε στιγμές από την περιπετειώδη και πολύκροτη ποδοσφαιρική διαδρομή του. «Ξεκίνησα σαν τερματοφύλακας, αλλά, όταν αγωνιζόμουν στην ομάδα της Κομοτηνής, είχαμε καλή ομάδα και έβλεπα τους συμπαίκτες μου να παίζουν και εγώ ήμουνα άπραγος κάτω από τα γκολπόστ. Είχα μικρή συμμετοχή στη διάρκεια ενός παιχνιδιού και μου κακόφαινόταν, δεν ήθελα να παρακολουθώ τους συμπαίκτες μου στον αγωνιστικό χώρο. Έτσι έδωσα εντολή στον εαυτό μου ότι από την επόμενη εβδομάδα θα ζητήσω από τον προπονητή να με χρησιμοποιήσει σε θέση μέσα στον αγωνιστικό χώρο, όπως και έγινε. Του το ζήτησα, το αποδέχθηκε και με έβαλε να παίξω μέσα στον αγωνιστικό χώρο σε όποια θέση είχε πρόβλημα η ομάδα. Όταν η ομάδα είχε πρόβλημα στην άμυνα μου, έλεγε να καθίσω πίσω. Αν είχε πρόβλημα στην επίθεση, με ένα νεύμα μου έκανε να προχωρήσω στην επίθεση. Αντίθετα, όταν χρειαζόταν παίκτη στο κέντρο, με καθοδηγούσε να παίξω εκεί. Αυτό ήταν και ένα βίωμα για μένα και αυτό στη συνέχεια το αντέγραψα σε κάθε ομάδα που πήγα και αγωνίστηκα».

ΕΡ: Στις τρεις ομάδες της μεγάλης κατηγορίας, στις οποίες αγωνιστήκατε, στη Δόξα Δράμας, τον Παναθηναϊκό και τον Άρη, τι σας έμεινε περισσότερο;

«Αυτό που μου έμεινε περισσότερο ήταν ο Παναθηναϊκός, γιατί ήταν μία ομάδα που διεκδικούσε τίτλους. Κέρδισα τέσσερα πρωταθλήματα και ένα κύπελλο μαζί του και ήταν έντονα χρόνια, έπαιξα στην εθνική ομάδα, καταξιώθηκα, έγινε γνωστός σε όλο το ποδοσφαιρικό κοινό και πίστευα ότι μπορούσα να κάνω ακόμα μεγαλύτερη καριέρα».

ΕΡ: Πως ήταν τα χρόνια εκείνα;

«Τα χρόνια εκείνα ήταν δύσκολα, δεν παίρναμε ουσιαστικά χρήματα, κάποιο χαρτζιλίκι μας έδιναν μετά από κάποια παιχνίδια όταν κάναμε νίκες, δεν ξέραμε κιόλας τι ποσό θα πάρουμε, απλά παίζαμε για να κερδίσουμε και όταν κερδίζαμε μας έδιναν ένα χρηματικό ποσό».

ΕΡ: Ο τελευταίος τίτλος της καριέρας σας ήταν το 1970 με τον Άρη κατακτώντας το κύπελλο Ελλάδας απέναντι στον ΠΑΟΚ. Τι θυμάσθε από εκείνη την εποχή;

«Ηταν μία πολύ μεγάλη επιτυχία, ήθελα να κερδίσω ένα κύπελλο με τον Άρη και το κύπελλο αυτό έδωσε πολύ μεγάλη χαρά στους οπαδούς και φιλάθλους του Άρη. Παίξαμε για να φτάσουμε στην επιτυχία και νομίζω ότι αυτός ήταν ο στόχος και όχι αν θα είχαμε κάποιο πριμ για τη μεγάλη μας νίκη».

ΕΡ: Σε όλη την καριέρα σας αγωνιστήκατε σε διαφορετικές θέσεις. Ποια σας καλύπτει περισσότερο, ποια σας εξέφραζε;

«Έπαιξα σε πολλές διαφορετικές θέσεις, εκεί που είχε ανάγκη η ομάδα. Πολλές φορές από μόνος μου και χωρίς την εντολή του προπονητή άλλαζα θέση, γιατί εκεί "πονούσε" η ομάδα. Σε ορισμένες περιπτώσεις ζητούσα από τους συμπαίκτες μου να παίξουν πιο μπροστά από μένα, καθώς, θέλοντας να κρατήσουμε το αποτέλεσμα, γύριζα σαν «λίμπερο» και προσπαθούσα να εξουδετερώσω κάθε αντίπαλη επίθεση. Αλλες φορές πάλι, όταν δεν κερδίζαμε, αναγκαζόμουν να πάω στην επίθεση, επειδή είχα και το σωματικό μου ύψος, για να διεκδικήσω κεφαλιές, να παίξω μπροστά, να πετύχω γκολ, να κάνω οτιδήποτε για να βοηθήσω την ομάδα μου. Δεν είχα κάποια θέση που είχα συνηθίσει μόνο σε αυτήν για να παίζω. Βέβαια, τα περισσότερα χρόνια μου έπαιξα σαν μέσος και ειδικά στον Παναθηναϊκό, αλλά θυμάμαι ότι και ο Στέφαν Μπόμπεκ, αλλά και ο Χάρι Γκέιμ, οι προπονητές μου, πολλές φορές με φώναζαν από τον πάγκο με το όνομα μου, «Τάκης», και έκαναν νεύμα πού να πάω και ποια θέση να καλύψω. Ήμουν ένας παίκτης για όλες τις θέσεις μέσα στο γήπεδο».

ΕΡ: Από τους παλιούς συμπαίκτες σας τι θυμάστε, τι ξεχωρίζετε, τι ίνδαλμά είχατε στους αγωνιστικούς χώρους;

«Ήθελα πολύ να μοιάζω με τον Λάμπη Κουιρουκίδη, που έπαιζε στη Δόξα Δράμας και ήταν ένας μεγάλος ποδοσφαιριστής. Ήθελα να τον αντιγράψω, πολλές φορές «το κουβεντιάζαμε με τον εαυτό μου» μετά τα παιχνίδια, έλεγα πως θέλω να γίνω σαν τον Λάμπη και για το λόγο αυτό έκανα περισσότερο προπόνηση από τους άλλους συμπαίκτες μου και, όταν τελείωνε το πρόγραμμα της προετοιμασίας, ακόμα και στον Παναθηναϊκό, εγώ συνέχιζα ανεβοκατεβαίνοντας τα σκαλοπάτια στην κερκίδα 13, αρκετές φορές 40 λεπτά ή μία ώρα περισσότερο, για να αποκτήσω καλύτερη φυσική κατάσταση και ταχύτητα, ώστε να γίνω ένας ποδοσφαιριστής τόσο σημαντικός σαν τον Λάμπη Κουιρουκίδη».

ΕΡ: Παρακολουθείτε σήμερα το ελληνικό ποδόσφαιρο, τις προηγούμενες ομάδες σας, τον Παναθηναϊκό, τη Δόξα Δράμας τον Άρη;

«Τις παρακολουθώ τις ομάδες μου και με πολύ σεβασμό και συμπάθεια. Δεν πηγαίνω πλέον στο γήπεδο ή πηγαίνω πολύ αραιά, αλλά έχω πάρα πολύ καλές σχέσεις με όλους τους ανθρώπους αυτούς που βρίσκονται και σήμερα, αλλά και τα προηγούμενα χρόνια στις διοικήσεις των ομάδων. Έχω πολύ καλές αναμνήσεις και από τον κόσμο, τόσο του Παναθηναϊκού όσο και της Δόξας Δράμας και του Άρη. Τα προηγούμενα χρόνια πήγαινα σε τακτά διαστήματα στη γενέτειρά μου, στο Μεσοχώρι Παρανεστίου Δράμας, εκεί στο σπίτι το πατρικό μας, στην τελευταία γειτονιά ανηφορικά στο χωριό, για να δω τους ανθρώπους που ακόμα θα μπορούσα να γνωρίζω, τους γείτονες, τους φίλους. Πήγαινα και στην πόλη της Δράμας, αλλά τα χρόνια πέρασαν και τώρα περισσότερο παρακολουθώ από την τηλεόραση».

ΕΡ: Για το σημερινό ελληνικό ποδόσφαιρο τι άποψη έχετε;

«Το ελληνικό ποδόσφαιρο και η εθνική ομάδα, από όσο παρακολουθώ, είναι σε πιο χαμηλό επίπεδο αυτά τα χρόνια».

ΑΠΕ-ΜΠΕ