Οι κατηγορίες σε βάρος των δύο, για τα αδικήματα της παθητικής και ενεργητικής δωροδοκίας αντίστοιχα, αφορούν συμφωνία που φέρονται να έκαναν το 2013, ώστε ο πρώην βουλευτής να καταθέσει ερώτηση στη Βουλή που θα ευνοούσε τα συμφέροντα του επιχειρηματία, έναντι ποσού 7.000 ευρώ.
Απολογούμενος, ο κ. Μιχελάκης αρνήθηκε την κατηγορία αμφισβητώντας τα στοιχεία που τον έφεραν στο εδώλιο, λέγοντας: «Γράφει κάποιος κάπου ένα ποσό και το όνομά μου και μετά λέμε ότι έκανα ερώτηση για να πάρω λεφτά».
Ο κατηγορούμενος υποστήριξε, ουσιαστικά, ότι ο ίδιος συνέχισε επί μίας ήδη κατατεθημένης ερώτησης συναδέλφου του στην Βουλή, την οποία ο συγκατηγορούμενός του θεωρούσε «στημένη» από αντίδικο του επιχειρηματία. Τόνισε, δε, ότι αντικείμενο της υπόθεσης αποτελεί μία ερώτηση που ο κ. Πάλλης θεωρούσε ότι δεν λειτουργούσε υπέρ του.
Ο κ. Μιχελάκης δέχθηκε σωρεία ερωτήσεων από έδρας, προκειμένου να εξηγήσει πώς βρέθηκε έγγραφο στην οικία του κ. Πάλλη, στο οποίο περιέχονταν η ερώτηση στην Βουλή και δίπλα στο όνομα Μιχελάκης ήταν σημειωμένος ο αριθμός 7.000. Ο κατηγορούμενος ανέφερε ότι δεν μπορεί να ξέρει και πρόσθεσε: «Ερχόταν πολύς κόσμος στο πολιτικό γραφείο να παίρνει τις ερωτήσεις μας. Τα φωτοτυπικά ήταν έγχρωμα. Μπορεί να δόθηκε κατά λάθος το πρωτότυπο αντί του αντιγράφου... Μπορώ κι εγώ να γράψω σε χαρτί ό,τι θέλω. Ειδικά αν δε μου αρέσει μία ερώτηση».
Στο δικαστήριο κατέθεσε υπάλληλος του κ. Πάλλη, ο οποίος υποστήριξε πως ήταν παρών στο ραντεβού μεταξύ του κ. Μιχελάκη και του εργοδότη του, τον Φεβρουάριο του 2013: «Κάποια στιγμή ο Πάλλης μού ζήτησε κάποιο φάκελο με χρήματα, το ποσό ήταν 7.000 χιλιάδες. Μου είπε "τοποθέτησε σε έναν φάκελο 7.000 και φέρτον". Τα χρήματα υπήρχαν στον χώρο του πάρκινγκ, εκεί τα φύλασσε. Τα παρέδωσα στα χέρια του Πάλλη. Ο κ. Μιχελάκης ήταν στον ίδιο χώρο αλλά πιο δίπλα».
Και στους δύο κατηγορουμένους αναγνωρίσθηκε από το δικαστήριο το ελαφρυντικό του πρότερου έντιμου βίου.
ΑΠΕ-ΜΠΕ