Το κόστος των μέτρων για τον κορονοϊό έχει ήδη ξεπεράσει αυτό που υπολόγιζε ο προϋπολογισμός, την ίδια ώρα που το διεθνές οικονομικό περιβάλλον γίνεται ολοένα και πιο αβέβαιο.
Σε περιβάλλον έντονης δημοσιονομικής πίεσης αλλά και αβεβαιότητας για το πώς θα εξελιχθεί η πολιτική της ΕΕ για τα συσσωρευμένα «κορονοχρέη» των κρατών μελών το οικονομικό επιτελείο καλείται να διαχειριστεί μια πολύ δύσκολη κατάσταση στην αγορά, με χιλιάδες επιχειρήσεις σε κομβικούς κλάδους να βρίσκονται στο όριο επιβίωσης.
Ήδη ο λογαριασμός των μέτρων έχει πάει για φέτος στα 11,5 δισεκ. ευρώ δηλαδή 4 δισ. ευρώ περισσότερα από αυτά που προβλέπει ο προϋπολογισμός, ενώ ήδη για το πρώτο τρίμηνο έχουν δρομολογηθεί μέτρα με βάση τις κυβερνητικές εξαγγελίες που φτάνουν τα 5,9 δισεκατομμυρίων ευρώ. Οι χρηματοροές αυτές θα οδηγήσουν σε επιβάρυνση δημοσιονομικού ελλείμματος, ωστόσο είναι προφανές ότι είναι αναγκαίες για να μην ξεφύγει η κατάσταση και ακολουθήσει ένα τσουνάμι λουκέτων και ανεργίας.
Όμως το ερώτημα είναι για πόσο θα μπορεί το κράτος να σηκώνει το βάρος όταν τα «καμπανάκια» από το εξωτερικό ηχούν επικίνδυνα; Κι αυτό το ερώτημα γίνεται ακόμη πιο περίπλοκο όταν σκεφτεί κάποιος ότι η δυνατότητα αυτοτροφοδότησης του κρατικού ταμείου γνωρίζει μεγάλες δυσκολίες.
Είναι ενδεικτικό ότι τον Ιανουάριο από φόρους υπήρξαν έσοδα 3,66 δισ. ευρώ ενώ η πρόβλεψη ήταν για 3,986 δισ. ευρώ. Να σημειωθεί ότι πέρυσι στον αντίστοιχο μήνα είχαν μπει στο 4,26 δισ. ευρώ στο ταμείο, ενώ φέτος, με το πρώτο τρίμηνο ήδη να πηγαίνει σε μεγάλο βαθμό «στράφι» όπως λέει και ο λαός, ο στόχος για ετήσια έσοδα σχεδόν 49 δισεκ., αυξημένα κατά περίπου 5,5 δισ. ευρώ σε σχέση με το 2020, φαντάζει ιδιαίτερα δύσκολος.
Διπλάσιο το κόστος δανεισμού
Εναλλακτικός δρόμος για τη στήριξη της οικονομίας είναι ο δανεισμός. Όμως εδώ δεν πρέπει να παραβλέψει κανείς την εντεινόμενη συζήτηση για τον πληθωρισμό, μόνιμο ιστορικό φόβο των Γερμανών. Ήδη το κόστος δανεισμού έχει διπλασιαστεί για τη χώρα μέσα σε ένα σχεδόν μήνα λόγω της διεθνούς συγκυρίας και η ανησυχία για τυχόν αλλαγή στην πολιτική των κεντρικών τραπεζών με αύξηση των επιτοκίων για να «μαζευτεί» η ανοδική τάση του πληθωρισμού αρχίζει να εξαπλώνεται. Όπως είναι προφανές, ότι μια τέτοια συζήτηση σε μια εποχή όπου η συσσώρευση ιδιωτικού χρέους είναι τεράστια, μόνο «ίλιγγο» προκαλεί.
Το άνοιγμα της αγοράς
Στο πλαίσιο αυτό η κυβέρνηση παράλληλα με τη στήριξη θέλει να βάλει μπρος την οικονομία εξετάζοντας συνεχώς εναλλακτικά σενάρια, ώστε να μειωθεί και η ανάγκη ενισχύσεων καθώς το κρατικό ταμείο δεν έχει απεριόριστες δυνατότητες. Μιλώντας στην εκπομπή «MEGA Σαββατοκύριακο» ο Αναπληρωτής Υπουργός Οικονομικών, Θόδωρος Σκυλακάκης άφησε ανοικτό το ενδεχόμενο να ανοίξει η αγορά στις 16 Μαρτίου πριν ακόμη και από τα σχολεία.
Μάλιστα για την οικονομική στήριξη επιχειρήσεων και εργαζομένων έδωσε το στίγμα για το τι έρχεται λέγοντας πως «το διαθέσιμο ποσό είναι πεπερασμένο και με αυτό θα πορευτούμε». Εξέφρασε την ελπίδα πως δε θα χρειαστεί να τεντωθεί άλλο το σκοινί της οικονομίας με πρόσθετες παρατάσεις. Αναφορικά με το λιανεμπόριο, υποστήριξε πως το κομμάτι εκείνο της αγοράς που είναι ανοικτό δείχνει καλά νούμερα και η εικόνα των εσόδων είναι καλύτερη από εκείνη του Ιανουαρίου. «Συνεπώς υπάρχει μια πιθανότητα ανάκαμψης της οικονομίας αρκετά δυναμική», συμπέρανε.
Αλλαγή δημοσιονομικών κανόνων
Την ίδια ώρα διακαής πόθος της ελληνικής πλευράς είναι η αλλαγή συνολικά ρότας της ΕΕ και η μη επανάληψη της λογικής της σκληρής λιτότητας που επιβλήθηκε στην Ελλάδα τα χρόνια των μνημονίων. « Όταν τελειώσει αυτή η κρίση, σε όλες τις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, θα ξεκινήσει η ανασυγκρότηση και ανάταξη, με σταδιακή προσαρμογή των δημοσιονομικών μας.
Η προσαρμογή αυτή θα πρέπει να είναι εναρμονισμένη σε ευρωπαϊκό επίπεδο» τόνισε στην Καθημερινή της Κυριακής ο υπουργός Οικονομικών Χρήστος Σταϊκούρας λέγοντας ότι «η ταχύτητα της προσαρμογής θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη το διαφορετικό μέγεθος του πλήγματος που δέχθηκαν οι εθνικές οικονομίες, κάτι που συναρτάται άμεσα με την προϋπάρχουσα διάρθρωσή τους. Ο πυρήνας της θα πρέπει να έχει ισορροπημένο μίγμα ανάμεσα σε δύο στοιχεία. Πρώτο, την μέγιστη δυνατή υποστήριξη της ανάκαμψης. Προς την κατεύθυνση αυτή, πρέπει να συνεχίσουμε να προσφέρουμε υποστήριξη στην πλευρά της προσφοράς, ώστε να επιτύχουμε την όσο το δυνατόν ομαλότερη μετάβαση από το στάδιο της κρίσης στο στάδιο της κανονικότητας.
Δεύτερο, τη λελογισμένη, αποδοτική – αποτελεσματική, δίκαιη και διαφανή αξιοποίηση των, σε κάθε περίπτωση ανεπαρκών, δημοσιονομικών πόρων. Είμαι ρεαλιστικά αισιόδοξος για την έκβαση της προσπάθειας, παρ’ όλες τις αναμφίβολες δυσκολίες.
Ανιχνεύω ότι όλοι στην Ευρώπη, διδαγμένοι από τη διαχείριση της προηγούμενης κρίσης, είμαστε εμπειρότεροι και σοφότεροι, στη διαχείριση οικονομικών κρίσεων.»
Πέρα από την αλλαγή του Συμφώνου Σταθερότητας που πλέον και πολιτικοί της κεντροδεξιάς ζητούν σε αντίθεση με το πρόσφατο παρελθόν, και οι διαγραφές χρέους έχουν ήδη τεθεί όπως και οι αλλαγές πολιτικής σε θέματα δημόσιων επενδύσεων και κρατικής παρέμβασης . Με μία κοινή διακήρυξη εκατό οικονομολόγων- μεταξύ αυτών ο Γάλλος Thomas Piketty - καλείται η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) να διαγράψει το δημόσιο χρέος που η ίδια έχει διακρατήσει μέσω του προγράμματος αγοράς ομολόγων της ευρωζώνη (PEPP).
«Τα ποσά αυτά ανέρχονται σήμερα, για το σύνολο της Ευρώπης, σε σχεδόν 2,5 τρισεκατομμύρια ευρώ», σύμφωνα με την έκκληση που δημοσιεύθηκε μεταξύ άλλων από τις Le Monde (Γαλλία), El Pais (Ισπανία), La Libre Belgique (Βέλγιο), Der Freitag (Γερμανία) και l' Avvenire (Ιταλία).
Οι υπογράφοντες υποστηρίζουν πως «η διαγραφή δεν απαγορεύεται ρητά από τις ευρωπαϊκές συνθήκες» και πως «η ιστορία μας έχει δείξει πολλές φορές ότι οι νομικές δυσκολίες εξαφανίζονται μπροστά στις πολιτικές συμφωνίες».
Ανήσυχοι μπροστά σε μια ενδεχόμενη επιστροφή των πολιτικών λιτότητας που περιλαμβάνουν μειώσεις του δημόσιου χρέους, όπως αυτές που έγιναν από το 2015 μέχρι την αρχή της κρίσης της Covid-19, οι πανεπιστημιακοί καλούν επίσης για «μια νέα ευρωπαϊκή διακυβέρνηση, κυρίως με την υιοθέτηση της αυξημένης πλειοψηφίας όσον αφορά τα δημοσιονομικά ζητήματα».
Πηγή: news247.gr