Μια παράσταση που είναι βασισμένη στην ομώνυμη ταινία του Έτορε Σκόλα του 1977 και αναφέρεται στις παραμονές του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, στην Ιταλία, όπου επικρατούσε ο Μουσολίνι με το σκληρό του πρόσωπο. «Ένα πικρό σχόλιο για το τι σημαίνει φασισμός για όλους εμάς που ενδεχομένως το έχουμε ξεχάσει, για τη νέα γενιά που ίσως να μην έχει δει το πρόσωπο αυτό παρά μόνο μέσα από διηγήσεις. Ένα έργο μνήμης, ένα έργο που θέλει να φωτίσει το σκληρό και χυδαίο πρόσωπο του φασισμού», όπως επισήμανε σε συνέντευξή του στο Αθηναϊκό/Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων.
Εξέφρασε μάλιστα την άποψη ότι χρέος όλων των ανθρώπων που ασχολούνται με το θέαμα, είτε αυτό λέγεται ταινίες, είτε τηλεόραση, είτε θέατρο, είναι μέσα από αυτό που κάνουν να θυμίζουν στο κοινό πράγματα που στην πρόσφατη ιστορία έχουν πονέσει τον πολιτισμό μας και την ανθρώπινη φύση.
Ο δημοφιλής συγγραφέας, σκηνοθέτης και ηθοποιός αναφέρει -μεταξύ άλλων- πως αυτό που γαληνεύει την ψυχή του με οτιδήποτε κι αν ασχολείται στον τομέα του, είναι να αφηγείται ιστορίες στο κοινό που να τους προκαλούν συναισθήματα, ή να χαμογελάνε ή να συγκινούνται ή να προβληματίζονται.
Ο Αλέξανδρος Ρήγας πιστεύει πως θα επανέλθουν οι παραγωγές σε επίπεδο μυθοπλασίας στην τηλεόραση ενώ τονίζει πως η Ελλάδα αγαπάει το θέατρο και αυτό είναι κάτι που το βλέπουμε να κρατάει δυόμισι χιλιάδες χρόνια και σε δύσκολες εποχές.
Η συνέντευξη του Αλέξανδρου Ρήγα στον Νίκο Γιώτη για το Αθηναϊκό/Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων:
Ερ. Παρουσιάζετε τη θεατρική μεταφορά της κινηματογραφικής ταινίας «Μια ξεχωριστή μέρα». Για ποιο λόγο επιλέξατε τη συγκεκριμένη παράσταση;
Απ. Η παράσταση είναι βασισμένη στην ομώνυμη ταινία του Έτορε Σκόλα του 1977, η οποία θεωρείται μία από τις σπουδαιότερες ταινίες του ιταλικού νεορεαλισμού της δεκαετίας του ‘70 και είναι ενταγμένη μέσα σ΄ ένα ιστορικό πλαίσιο, ζοφερό, δύσκολο, μαύρο, τις παραμονές του Β' Παγκοσμίου Πολέμου στην Ιταλία, όπου επικρατούσε ο Μουσολίνι με το σκληρό του πρόσωπο, όπως και το πρόσωπο του Χίτλερ. Η συνάντηση των δύο αυτών ανδρών το 1938 στη Ρώμη, αφήνει στο περιθώριο της συγκεκριμένης ιστορίας δύο πρόσωπα, έναν αντιφρονούντα, διωγμένο από το καθεστώς δημοσιογράφο, ένα ελεύθερο πνεύμα, και μας περιγράφει τη συνάντησή του με μια γυναίκα απλή, ακαλλιέργητη, που δεν έχει πάει σχολείο, μια γυναίκα που έχει μάθει μόνο να μεγαλώνει παιδιά και να υποτάσσεται στις ορμές τού συζύγου της, ο οποίος είναι κομματικό στέλεχος του κυβερνώντος κόμματος του Μουσολίνι. Η συνάντησή τους φέρνει ένα πικρό σχόλιο για το τι σημαίνει φασισμός για όλους εμάς που ενδεχομένως το έχουμε ξεχάσει, για τη νέα γενιά που ίσως να μην έχει δει το πρόσωπο αυτό παρά μόνο μέσα από διηγήσεις. Θέλει να μας θυμίσει πώς λίγα χρόνια πριν, άνθρωποι διώκονταν και καθεστώτα συνέθλιβαν ψυχές, μυαλά, ελευθερία σκέψης, ακόμα και φυσικές υποστάσεις. Είναι ένα έργο μνήμης, ένα έργο που θέλει να φωτίσει όλο αυτό το σκληρό και χυδαίο πρόσωπο του φασισμού και να το κρίνει, αλλά πάνω απ' όλα να δώσει και την ελπίδα ότι πάνω απ' όλα αυτά η ζωή μας, μας ανήκει ακόμη και σε δύσκολες καταστάσεις και πως μπορούμε να τη διαχειριστούμε είτε ως σκουπίδι είτε ως πολύτιμο λίθο. Ακόμα κι εκεί η αντίσταση του καθενός στις μικρές δικτατορίες που ζούμε όλοι μας είναι καθήκον απέναντι στη φύση και στον Θεό που μας έδωσε τη ζωή να την τιμήσουμε.
Ερ. Η επιλογή της συγκεκριμένης παράστασης έχει σημειολογικό χαρακτήρα;
Απ. Θα ήθελα, πιστέψτε με, να ήταν τα πράγματα αλλιώς -και δεν εννοώ μόνο στη χώρα μας αλλά σε παγκόσμιο επίπεδο- και να μην υπήρχε ανάγκη να παρουσιάζονται ξανά τέτοια έργα. Θα ‘θελα αυτά τα πλαίσια που συνθλίβουν τους ανθρώπους και τις ζωές τους να μην υπήρχαν παρά μόνο σε αφηγήματα, σε έργα τέχνης, σε μυθιστορήματα και σε ταινίες. Δυστυχώς βλέπουμε ότι στον δυτικό κόσμο -γιατί στον υπόλοιπο κόσμο δεν σταμάτησαν ποτέ- υπάρχει μια αναζωπύρωση, για μένα επικίνδυνη. Αλλά το πιο επικίνδυνο κατά τη γνώμη μου είναι -όχι ότι υπάρχει αναζωπύρωση ολοκληρωτικών ή φασιστικών ιδεών αλλά- ότι υπάρχει ένα «μούδιασμα» του ευρωπαϊκού κοινού απέναντι σ' αυτά τα καθεστώτα και σ' αυτές τις λογικές. Και χειρότερο από το «μούδιασμα» είναι το γεγονός ότι γίνονται πολλά τα σημαιάκια στις πλατείες... Χρέος όλων των ανθρώπων που ασχολούμαστε με το θέαμα, είτε αυτό λέγεται ταινία, είτε τηλεόραση, είτε θέατρο, είναι μέσα από αυτό που κάνουμε να θυμίζουμε στο κοινό πράγματα που στην πρόσφατη ιστορία έχουν πονέσει τον πολιτισμό μας και την ανθρώπινη φύση.
Ερ. Είστε σεναριογράφος, σκηνοθέτης, ηθοποιός. Τι σας εκφράζει περισσότερο;
Απ. Θα σας μιλήσω γενικά αλλά πολύ αληθινά: αυτό που γαληνεύει την ψυχή μου και με κάνει να νιώθω ότι το περπάτημά μου σ' αυτήν τη ζωή έχει κάποιο νόημα είναι οτιδήποτε κι αν κάνω, είτε τηλεοπτικό, είτε θεατρικό, είτε είμαι απ' την πλευρά του ηθοποιού ή του συγγραφέα, είτε του σκηνοθέτη, να αφηγούμαι ιστορίες στο κοινό, που να τους προκαλώ συναισθήματα, ή να χαμογελάνε ή να συγκινούνται ή να προβληματίζονται ή να κουβαλάνε κάτι μαζί τους φεύγοντας. Δεν μ' ενδιαφέρει ποιος τομέας θα είναι. Σίγουρα όμως η συγγραφή και η σκηνοθεσία μου δίνουν μεγαλύτερη χαρά, γιατί μου δίνουν τη δυνατότητα να φτιάχνω τις ιστορίες.
Ερ. Κι ως ηθοποιός πάντως έχετε σημαντική παρουσία. Πώς νιώθετε όταν παίζετε και μάλιστα σε παραστάσεις τη σκηνοθεσία των οποίων δεν την έχετε κάνει εσείς;
Απ. Νιώθω πάρα πολύ ωραία επειδή δεν έχω την ευθύνη, γιατί ως ηθοποιός έχεις την ευθύνη να φέρεις εις πέρας το ρόλο σου κι αυτό που ο σκηνοθέτης επιτάσσει- και είναι κάτι πολύ ξεκούραστο και χαίρομαι πάρα πολύ όταν γίνεται αυτό.
Ερ. Κι όσον αφορά το θέατρο και την τηλεόραση στην περίοδο αυτή της οικονομικής κρίσης, πώς βλέπετε το παρόν και το μέλλον τους;
Απ. Οι καναλάρχες ή οι άνθρωποι που διευθύνουν το τηλεοπτικό τοπίο τα τελευταία τρία τέσσερα χρόνια έχουν δώσει το βάρος τους σε άλλες μορφές ψυχαγωγίας. Καλά κάνουν αφού αυτή είναι η απόφασή τους. Η μυθοπλασία βλέπουμε να βρίσκεται σε δεύτερη, τρίτη, τέταρτη μοίρα και όχι στην πρώτη όπως ήταν κατά τις δεκαετίες που δούλευα στην τηλεόραση, δηλαδή του ‘90 και του 2000. Πιστεύω ότι κύκλους κάνουν τα πράγματα και σε συνδυασμό με την οικονομική δυσπραγία που βιώνουμε όλοι, ίσως είναι και μία κατάσταση που για κάποια χρόνια ακόμη θα την έχουμε στο τηλεοπτικό μας τοπίο. Από κει και πέρα τα πράγματα πιστεύω πως θα επανέλθουν και θα ‘θελα πολύ να βλέπω παραγωγές σε επίπεδο μυθοπλασίας στην τηλεόραση και δεν εννοώ μόνο δικές μου...
Ερ. Αισιοδοξείτε;
Απ. Ναι πολύ, γιατί πιστεύω ότι θα το επιβάλλει με τον μαγικό τρόπο που ξέρει να επιβάλλει το κοινό.
Ερ. Κι όσον αφορά το θέατρο;
Απ. Το θέατρο αιώνες τώρα έχει αποδείξει ότι ειδικά στις δύσκολες εποχές έχει έναν τελείως επιθετικό και αναρχικό χαρακτήρα, και θέλει να βγαίνει μπροστά και να επικοινωνεί με το κοινό μ' έναν ανεξήγητο τρόπο. Κι αν οι άνθρωποι που κάνουμε θέατρο συντονιστούμε στις ανάγκες των καιρών πιστεύω πως το θέατρο δεν κινδυνεύει. Όλες του οι μορφές: Τόσο οι κωμωδίες του που είναι πιο εύπεπτες και το κοινό ξέρει ότι θα πάει για δυο ώρες να ξεχαστεί, αλλά και έργα άλλου τύπου και άλλου προβληματισμού όπως το «Μια ξεχωριστεί μέρα» ή άλλα εναλλακτικά έργα που ανεβαίνουν. Υπάρχει πάντα ένα κοινό. Η Ελλάδα το αγαπάει το θέατρο και αυτό ευτυχώς είναι κάτι που το βλέπουμε να κρατάει δυόμισι χιλιάδες χρόνια και σε δύσκολες εποχές και χαίρομαι γι αυτό.