Οι ερευνητές, με επικεφαλής τον ανοσολόγο δρα Ότο Γιανγκ της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου της Καλιφόρνιας στο Λος Άντζελες (UCLA), οι οποίοι έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο περιοδικό mBio της Αμερικανικής Εταιρείας Μικροβιολογίας, επεσήμαναν ότι «δεν είναι όλα τα αντισώματα ίδια». Για παράδειγμα, όσοι αρρώστησαν στην αρχή της πανδημίας και ανέπτυξαν αντισώματα στη συνέχεια ή όσοι έκαναν προ μηνών κάποιο εμβόλιο μπορεί σήμερα ο οργανισμός τους να μην είναι ικανός να αποτρέψει μία λοίμωξη από ένα νέο στέλεχος του κορονοϊού, όπως π.χ. η παραλλαγή Όμικρον. Εκείνοι, όμως, που έχουν «υβριδική» ανοσία, επειδή στο παρελθόν και νόσησαν και εμβολιάστηκαν, συγκριτικά βρίσκονται σε καλύτερη θέση.
«Όχι μόνο η ποσότητα των αντισωμάτων αλλά και η ποιότητά τους μπορεί να βελτιωθεί με το πέρασμα του χρόνου», δήλωσε ο Γιανγκ. Όπως ανέφερε, καθώς η πανδημία εξελίσσεται και νέες παραλλαγές του κορονοϊού αναδύονται, τα αντισώματα που έχει κάποιος από παλαιότερη λοίμωξη πιθανώς δεν τον προστατεύουν επαρκώς έναντι μίας νεότερης παραλλαγής του ιού, σύμφωνα με το ΑΠΕ-ΜΠΕ.
Η νέα μελέτη, η οποία ανέλυσε δείγματα αίματος ανθρώπων που είχαν νοσήσει στο παρελθόν με Covid-19 (πριν τον Μάιο του 2020), επιβεβαίωσε ότι τα αντισώματά τους έχουν μειωμένη αποτελεσματικότητα έναντι των κατοπινών παραλλαγών. Όταν, όμως, αυτοί οι άνθρωποι εμβολιάστηκαν μετά από έναν χρόνο, τα αντισώματά τους είχαν πλέον καλύτερη ποιότητα και ήταν εξίσου αποτελεσματικά και έναντι των πιο πρόσφατων στελεχών του κορονοϊού.
«Είχαμε προβλέψει ότι τα αντισώματα θα συνέχισαν να εξελίσσονται και να γίνονται καλύτερα μετά από πολλαπλές εκθέσεις στον ιό, αλλά δεν περιμέναμε αυτό να συμβεί τόσο γρήγορα«, τόνισε ο Γιανγκ.