Συνελήφθησαν 13 μέλη της οργάνωσης, μεταξύ των οποίων και το ηγετικό της στέλεχος, και συγκεκριμένα ο πρόεδρος, ο διευθυντής πωλήσεων και 10 ιατρικοί επισκέπτες φαρμακευτικής εταιρείας, καθώς και μια ιδιοκτήτρια ιατρικού κέντρου.
Σε βάρος τους σχηματίστηκε δικογραφία για -κατά περίπτωση- εγκληματική οργάνωση, πλαστογραφία, ψευδείς ιατρικές πιστοποιήσεις, δωροληψία και δωροδοκία υπαλλήλου, ψευδή βεβαίωση, νόθευση, απάτη, δωροληψία και δωροδοκία στον ιδιωτικό τομέα και παράβαση της νομοθεσίας προσωπικών δεδομένων.
Κατά τη διερεύνηση της υπόθεσης προέκυψε ότι το κύκλωμα είχε αναπτύξει δίκτυο συνεργαζόμενων ιατρών, τόσο του Δημοσίου όσο και ιδιωτών, και φαρμακοποιών, πραγματοποιώντας κατευθυνόμενες και ψευδείς συνταγογραφήσεις σκευασμάτων της εταιρείας τους.
Με τον τρόπο αυτό οι ιατροί λάμβαναν αντίστοιχα «ανταποδοτικά» χρηματικά ποσά - αθέμιτα ωφελήματα. Η εταιρεία αποκόμιζε κέρδος από τις πωλήσεις των σκευασμάτων της και οι φαρμακοποιοί αποκόμιζαν κέρδος από την εκτέλεση των συνταγών στα φαρμακεία τους, επιβαρύνοντας τον Εθνικό Οργανισμό Παροχής Υπηρεσιών Υγείας (ΕΟΠΥΥ) και ζημιώνοντας κατ’ επέκταση το Ελληνικό Δημόσιο.
Οπως ανακοίνωσε η Ελληνική Αστυνομία:
“Για την επίτευξη της εγκληματικής τους δραστηριότητας χρησιμοποιούσαν τον ακόλουθο τρόπο δράσης (modus operandi):
• Στοχευμένη - κατευθυνόμενη συνταγογράφηση συγκεκριμένων σκευασμάτων της εν λόγω εταιρείας σε πραγματικά περιστατικά ασθενών,
• Ψευδείς συνταγογραφήσεις σε Αριθμούς Μητρώου Κοινωνικής Ασφάλισης (ΑΜΚΑ), εν αγνοία των κατόχων τους, τους οποίους (ΑΜΚΑ) το προαναφερόμενο δίκτυο έχει αλιεύσει από διάφορες πηγές,
• Ψευδείς συνταγογραφήσεις σε ΑΜΚΑ ατόμων του συγγενικού και κοινωνικού τους κύκλου, εις γνώση και με την συναίνεση αυτών, και
• Αλλαγή των συνταγών από τους συνεργαζόμενους φαρμακοποιούς, κατά την εκτέλεση αυτών στα φαρμακεία τους, διαδικασία κατά την οποία χορηγούν στον ασθενή έτερο φάρμακο από το τυχόν αναγραφόμενο στη συνταγή («κλειδωμένες συνταγές»), προκαλώντας, στη συνέχεια, τη συνταγογράφηση από συνεργαζόμενο ιατρό, του φαρμάκου το οποίο ήδη χορήγησαν, χωρίς να εκτελούν ποτέ την αρχική συνταγή που προσκόμισε ο ασθενής πελάτης τους, αλλά τη μετέπειτα εκδοθείσα.
Βασική επιδίωξη της οργάνωσης ήταν η αλίευση των αποκαλούμενων «μηδενικών» ΑΜΚΑ, δηλαδή ΑΜΚΑ οι κάτοχοι των οποίων δεν είναι υπόχρεοι σε καταβολή συμμετοχής κατά την προμήθεια φαρμακευτικών σκευασμάτων, με τον ΕΟΠΥΥ να επιβαρύνεται εξ ολοκλήρου με το συνολικό ποσό του φαρμάκου και την οργάνωση να μεγιστοποιεί τα κέρδη της.
Επιπλέον, τα παρανόμως συνταγογραφηθέντα φαρμακευτικά σκευάσματα «μεταπωλούνταν» σε τιμές λιανικής, διαδικασία από την οποία το κύκλωμα πολλαπλασίαζε τα κέρδη του, καθώς για ένα φαρμακευτικό σκεύασμα εισέπραττε έσοδα τόσο από τον ΕΟΠΥΥ όσο και από την παράνομη μεταπώληση.
Για τις ανάγκες λειτουργίας και επίτευξης των στόχων της, η εγκληματική οργάνωση είχε πυραμιδική δομή, με διακριτούς ρόλους, και είχε χωρίσει την ελληνική επικράτεια σε βόρειο και νότιο τομέα, όπου στον κάθε τομέα προΐστατο ως τομεάρχης υπάλληλος της εταιρείας και είχε υπό την εποπτεία του έναν αριθμό ιατρικών επισκεπτών. Εκείνοι είχαν ως αρμοδιότητα την στρατολόγηση ιατρών, προκειμένου να προβαίνουν σε κατευθυνόμενη - παράνομη συνταγογράφηση σκευασμάτων συμφερόντων της εταιρείας, διαδικασία από την οποία αποκόμιζαν οικονομικό όφελος και τα μέλη της εγκληματικής οργάνωσης και οι συνεργαζόμενοι ιατροί.
Περαιτέρω, τα επιφορτισμένα μέλη της εγκληματικής οργάνωσης συνέλεγαν σε μηνιαία βάση τα στατιστικά συνταγογραφήσεων των συνεργαζόμενων ιατρών («εκτυπώσεις»), τα οποία εξάγονταν μέσω εξειδικευμένων ιατρικών λογισμικών συνταγογράφησης - προγραμμάτων, τα οποία χρησιμοποιούσαν οι ιατροί. Ακολούθως, οι συνταγές παραδίδονταν από τους ιατρικούς επισκέπτες στους τομεάρχες, οι οποίοι τις ήλεγχαν και υπολόγιζαν τα χρηματικά ποσά - αθέμιτα ωφελήματα που πρέπει να καταβληθούν στους συνεργαζόμενους ιατρούς.
Στη συνέχεια οι τομεάρχες λάμβαναν από την διεύθυνση της εγκληματικής οργάνωσης τα αντίστοιχα χρηματικά ποσά - αθέμιτα ωφελήματα, τα οποία κατά κύριο λόγο αποστέλλονταν ως ασυνόδευτα δέματα με λεωφορεία των ΚΤΕΛ ή παραλαμβάνονταν σε διά ζώσης συναντήσεις στην έδρα της εταιρείας, και με τη σειρά τους τα παρέδιδαν στους ιατρικούς επισκέπτες, οι οποίοι τα κατέβαλλαν στους τελικούς αποδέκτες, τους συνεργαζόμενους ιατρούς.
Από τις έρευνες που πραγματοποιήθηκαν σε οικίες, εργασιακούς χώρους και οχήματα των συλληφθέντων, μεταξύ άλλων, βρέθηκαν και κατασχέθηκαν: 123.300 ευρώ, 12 βιβλιάρια καταθέσεων, 54 φορητές ηλεκτρονικές συσκευές (laptop, tablets, κινητά, usb), 5 μαχαίρια, χιλιάδες εκτελεσμένες συνταγές φαρμακευτικών σκευασμάτων, 2.340 φαρμακευτικά τεμάχια σκευασμάτων, λίστες με συνεργάτες ιατρούς, 393 Έντυπα Μηνιαίων Συνταγογραφήσεων Ιατρών και ατζέντες με χειρόγραφες σημειώσεις.
Οι συλληφθέντες, με τη δικογραφία που σχηματίστηκε σε βάρος τους, οδηγήθηκαν στην αρμόδια εισαγγελική αρχή”.