Τετάρτη, 05 Απριλίου 2017 17:23

Καταθέσεις μαρτύρων για το φόνο του δικηγόρου στην Κυπαρισσία

Καταθέσεις μαρτύρων για το φόνο του δικηγόρου στην Κυπαρισσία

Με την κατάθεση της συζύγου του δικηγόρου Σπύρου Ιωάννου, που δολοφονήθηκε με αποτρόπαιο τρόπο το βράδυ της 26ης Ιανουαρίου του 2009 μέσα στο γραφείο του στην Κυπαρισσία, ξεκίνησε χθες η δεύτερη μέρα της δίκης στο Μικτό Ορκωτό Εφετείο Καλαμάτας.

Η εκδίκαση της υπόθεσης ξεκίνησε από την αρχή στο δεύτερο βαθμό στις 9 Μαρτίου, μετά το αίτημα αναίρεσης στον Αρειο Πάγο του 41χρονου καταδικασθέντα για το έγκλημα Βορειοηπειρώτη κατά της απόφασης του Εφετείου στις 27 Φεβρουαρίου 2013. Στο εδώλιο κάθεται κατηγορούμενος και ένας 31χρονος Αλβανός που το αποτύπωμα που άφησε σε χαρτί, το οποίο βρέθηκε τσαλακωμένο πάνω στο γραφείο του Σπ. Ιωάννου, οδήγησε την Αστυνομία στην εξιχνίαση της υπόθεσης. 

Χθες κατέθεσε και ο δικηγόρος ο οποίος μπήκε στο γραφείο του Σπ. Ιωάννου και, βρίσκοντας τον άτυχο συνάδελφό του χτυπημένο, τον πήρε αγκαλιά και τον ρώτησε ποιος του είχε επιτεθεί. Επίσης κατέθεσαν ο λογιστής και προσωπικός φίλος του δολοφονηθέντα, που αντίκρισε πρώτος τον άγρια χτυπημένο στο κεφάλι δικηγόρο, καθώς και η γραμματέας του. 

Στη διάρκεια της δίκης δεν έλειψαν στιγμές έντασης και αμφισβήτησης, με την υπεράσπιση του Βορειοηπειρώτη να καταθέτει αιτήματα για την κατ' αντιπαράσταση εξέταση μαρτύρων και την προσαγωγή από το δικαστήριο για να καταθέσουν τόσο του ιατροδικαστή όσο και του τότε διοικητή του Α.Τ. Κυπαρισσίας και των αστυνομικών που πήγαν στο σπίτι του εντολέα τους, μετά το έγκλημα. Παρεμβάσεις για να απευθύνει και ο ίδιος ερωτήσεις στους μάρτυρες, έκανε και ο κατηγορούμενος Βορειοηπειρώτης ο οποίος ισχυρίζεται ότι είναι αθώος.

Η δίκη θα συνεχιστεί στις 3 Μαΐου με καταθέσεις μαρτύρων.  

 

Η ΚΑΤΑΘΕΣΗ ΤΗΣ ΣΥΖΥΓΟΥ 

Η δικαστής σύζυγος του δολοφονηθέντα δικηγόρου κατηγόρησε την Αστυνομία της Κυπαρισσίας για προσπάθεια συγκάλυψης και κατέθεσε σίγουρη για την ενοχή των κατηγορουμένων. Ανέφερε μάλιστα ότι 7 ημέρες μετά την κηδεία του συζύγου της, ο αστυνομικός του Α.Τ. Κυπαρισσίας ο οποίος αρχικά ανέλαβε τη διερεύνηση του αποτρόπαιου εγκλήματος, έτρωγε και έπινε στο Καλό Νερό με τον αδελφό του Βορειοηπειρώτη. Περιέγραψε δε στο δικαστήριο την ενοχική στάση του τότε διοικητή του τοπικού τμήματος, ο οποίος έπιασε το μεγάλο της γιο και του ζήτησε συγγνώμη για τις παραλείψεις του υφισταμένου του αστυνομικού. Η μάρτυρας εξέφρασε ακόμα τη βεβαιότητά της για την αδιάσειστη ενοχή του Βορειοηπειρώτη, που όπως είπε στο δικαστήριο πηγάζει από το γεγονός ότι ο άντρας της έδωσε το δολοφόνο του με ένα "ναι" κι ένα νεύμα, όσο ήταν στο Νοσοκομείο Κυπαρισσίας. Υποστήριξε πως με υπαιτιότητα του αστυνομικού που βρισκόταν το βράδυ της δολοφονικής επίθεσης στο νοσοκομείο με το σύζυγό της, τα ρούχα του συζύγου της κατέληξαν στη χωματερή και βρέθηκαν μετά από ενέργειες του τότε δημάρχου Κυπαρισσίας, ο οποίος ειδοποίησε και τον εισαγγελέα. Είπε ακόμη πως ο σύζυγός της δεν γνώριζε τον Αλβανό κατηγορούμενο, ενώ ο Βορειοηπειρώτης ήταν αντίδικος με πελάτες του. Συγκεκριμένα, όφειλε χρήματα στους πελάτες του οι οποίοι του είχαν παραδώσει κάποιες επιταγές δικές του και αυτός είχε προχωρήσει σε προσημείωση του σπιτιού του κατηγορουμένου. 

Στην κατάθεσή της η σύζυγος περιέγραψε και ένα περιστατικό το οποίο όπως είπε έμαθε εκ των υστέρων από τη γραμματέα του συζύγου της: Μια μέρα ο ένας εκ των δύο πελατών του, που είχαν παραδώσει τις επιταγές του κατηγορουμένου, πέρασε από το γραφείο και τον προειδοποίησε πως ο Βορειοηπειρώτης απειλούσε ότι όποιος πειράξει κεραμίδι από το σπίτι του “θα φάει χώμα”. Τότε η γραμματέας του τον είχε προειδοποιήσει: "Σπύρο δεν ξέρεις πού έχεις μπλέξει, θα φας κάνα βρομόξυλο από αυτόν". Ανέφερε επίσης ότι ο σύζυγός της δεχόταν απειλές από έναν πρώην πελάτη του, ποτέ όμως από τον Βορειοηπειρώτη, αποδίδοντας τη δολοφονία του άντρα της στην προσημείωση του ακινήτου. 

 

ΤΟ ΒΡΑΔΥ ΤΟΥ ΕΓΚΛΗΜΑΤΟΣ

Σύμφωνα με τα στοιχεία της δικογραφίας η δολοφονία έγινε μετά τις 10 το βράδυ. Η σύζυγός του κατέθεσε πως εκείνο το βράδυ ο Σπύρος Ιωάννου την πήρε τηλέφωνο τελευταία φορά λίγα λεπτά μετά τις 10. Οταν δεν γύρισε σπίτι, τον αναζήτησε στο τηλέφωνο χωρίς αποτέλεσμα -και καθώς ετοιμαζόταν να πάει να τον βρει, της τηλεφώνησε ένας συνάδελφος του άντρα της να πάει στο νοσοκομείο. 

Οταν έφτασε, ο άντρας της ήταν στο Ακτινολογικό και επειδή είχε σπασμούς ήταν μαζί του ένας αστυνομικός (σ.σ. αυτός ο οποίος σύμφωνα με τη χήρα έτρωγε και έπινε με τον αδελφό του κατηγορούμενου) και ένας άνδρας που δεν είχε -σύμφωνα με την ίδια- καμία δουλειά να περάσει εκείνο το βράδυ από το γραφείο και να πάει στο νοσοκομείο, καθώς και ο λογιστής του και φίλος του, που ήταν και ο άνθρωπος που πρωτοαντίκρισε το δικηγόρο μέσα στα αίματα στο γραφείο του. 

Οπως περιέγραψε στο δικαστήριο η μάρτυρας, κάποια στιγμή έφτασε και η γραμματέας του συζύγου της, η οποία της είπε πως ο δολοφόνος είναι ο Βορειοηπειρώτης. Η σύζυγος του δολοφονηθέντα τόνισε δε πολλές φορές στο δικαστήριο πως ο αστυνομικός δεν αμφισβήτησε και δεν είπε “δεν άκουσα” όταν βγήκε από το Ακτινολογικό και ακολούθησε ο λογιστής λέγοντας "τον έδωσε ο Σπύρος" -αλλά, σύμφωνα με την ίδια, είπε να τον αφήσουν να συνέλθει και όταν ξημερώσει να τους τα πει καλύτερα. Μέσα, λίγο νωρίτερα και παρουσία του αστυνομικού, ο λογιστής είχε ζητήσει από τον χτυπημένο δικηγόρο να του κάνει νεύμα για το ποιος τον χτύπησε και εκείνος επιβεβαίωσε θετικά δύο φορές το όνομα του Βορειοηπειρώτη, βγάζοντας ένα υποτονικό "ναι" -σύμφωνα πάντα με την μαρτυρία της συζύγου του-, μαζί με το κούνημα του κεφαλιού του. 

Επιπλέον, η σύζυγος ισχυρίστηκε ότι έξω από το γραφείο του ανακριτή ο Αλβανός κατηγορούμενος της είχε ζητήσει συγγνώμη και είχε δικαιολογηθεί για την πράξη του λέγοντας ότι δεν τον σκότωσε αυτός, αλλά ο Βορειοηπειρώτης και πως θα τα πει όλα στο δικαστήριο. 

 

Η ΚΑΤΑΘΕΣΗ ΤΟΥ ΛΟΓΙΣΤΗ

Ο λογιστής και προσωπικός φίλος του Σπύρου Ιωάννου ήταν ο άνθρωπος που πρωταντίκρισε τον άτυχο δικηγόρο πεσμένο στο πάτωμα του γραφείου του μέσα στα αίματα. Κατέθεσε ότι από το ισχυρό σοκ παρέλυσε και κάλεσε στο τηλέφωνο έναν κοινό τους φίλο δικηγόρο. Ο μάρτυρας δεν είχε βρει τη δύναμη να μπει στο γραφείο, περιέγραψε όμως το χώρο και είπε πως παντού υπήρχαν αίματα, δόντια στο πάτωμα και αναποδογυρισμένα έπιπλα, ενώ ο Σπ. Ιωάννου βογγούσε, σπαρταρούσε και τα μάτια του ήταν πεταγμένα προς τα έξω από το πρήξιμο. 

Ο λογιστής ανέφερε, όπως και στις προηγούμενες δίκες, πως ο Σπ. Ιωάννου είχε δώσει το όνομα του Βορειοηπειρώτη με δύο θετικά νεύματα στο νοσοκομείο. Ο μάρτυρας συνεχίζοντας την κατάθεσή του ανέφερε και τους λόγους που στις πρώτες καταθέσεις δεν είχε πει με σιγουριά ότι ο Σπ. Ιωάννου ήταν σε θέση να υποδείξει το δολοφόνο του. Ισχυρίστηκε ότι όλοι τον είχαν φοβίσει και προτρέψει να μην πάρει μια τόσο σημαντική μαρτυρία πάνω του αν ο αστυνομικός δεν επιβεβαιώσει πως ο άτυχος δικηγόρος πράγματι έκανε τα θετικά νεύματα. 

Ο εν λόγω μάρτυρας συνόδευσε στο νοσοκομείο τον βαριά χτυπημένο Σπ. Ιωάννου και μπήκε μαζί του στο Ακτινολογικό για να τον κρατά, επειδή είχε σπασμούς. Μαζί μπήκαν ο κοινός τους φίλος και δικηγόρος, ένας που η χήρα είχε "φωτογραφίσει" νωρίτερα στην κατάθεσή της ως ύποπτη την παρουσία του δίπλα στον άντρα της και ο αστυνομικός που καταγγέλθηκε από τους μάρτυρες ότι έδειξε αδράνεια. Ο λογιστής ρώτησε τον Σπ. Ιωάννου αν αυτός που του επιτέθηκε ήταν ο άνθρωπος που τον απειλούσε και του ζήτησε να κάνει ένα νεύμα. Το νεύμα ήταν αρνητικό και όπως είπε χαρακτηριστικά ο μάρτυρας, συνοδεύτηκε από έναν φθόγγο που έμοιαζε με "όχι". Επίσης, ρώτησε αν ήταν Αλβανοί και ο μάρτυρας είπε πως αντέδρασε με τον ίδιο τρόπο "όχι". Οταν όμως -καθ' υπόδειξιν του αστυνομικού- ρώτησε αν ο δράστης ήταν ο Βορειοηπειρώτης, έκανε ένα θετικό νεύμα με το κεφάλι κι έβγαλε ένα φθόγγο που έμοιαζε με "ναι". Επανέλαβε δεύτερη φορά την ερώτηση και αφού πήρε την ίδια απάντηση γύρισε στον αστυνομικό και του είπε: "Στον έδωσε".

 

Η ΚΑΤΑΘΕΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΗΓΟΡΟΥ

Ο δικηγόρος επιβεβαίωσε ως μάρτυρας στο δικαστήριο πως αυτός ήταν που προέτρεψε τον λογιστή να μην μιλήσει για τα νεύματα αν δεν τα επιβεβαιώσει πρώτα ο αστυνομικός. Ο ίδιος είπε ότι ο άτυχος συνάδελφός του ήταν πολύ άσχημα χτυπημένος και είχε την αίσθηση πως δεν ήταν σε κατάσταση να πει το οτιδήποτε, αφού "χόρευε" όλος από τους σπασμούς. Κατήγγειλε δε τον συγκεκριμένο αστυνομικό και την Αστυνομία της Κυπαρισσίας για φοβερές παραλείψεις και απειρία, καθώς και τον ερασιτεχνικό τρόπο που έδρασαν κατά τη συλλογή των στοιχείων, καταθέτοντας χαρακτηριστικά πως το γραφείο του Σπ. Ιωάννου είχε μείνει με την πόρτα ανοιχτή, αφύλακτο, και ο καθένας θα μπορούσε να είχε μπει και να αλλοιώσει ή να καταστρέψει στοιχεία. 

Αναφορικά με το περιστατικό στο νοσοκομείο, όπου ο λογιστής κατέθεσε πως πείστηκε για τη συνειδητότητα του Σπ. Ιωάννου, ο μάρτυρας είπε πως ο ίδιος δεν είχε τη νηφαλιότητα να αντιληφθεί τι ακριβώς συνέβαινε γιατί από το σοκ που είχε υποστεί, τα έβλεπε όλα θολά. Επιβεβαίωσε πάντως ότι από την πρώτη στιγμή ο λογιστής είχε την αίσθηση πως ο Σπ. Ιωάννου του έκανε νεύμα, ενώ άκουσε τη φράση του "στον έδωσε" που απηύθυνε προς τον αστυνομικό. Ακόμη είπε πως στο διάδρομο τους είδε να διαφωνούν (λογιστή και αστυνομικό), με τον πρώτο να επιμένει ότι ο Σπύρος Ιωάννου έδωσε το δράστη της επίθεσης. 

Χθες κατέθεσε και η γραμματέας του άτυχου δικηγόρου, η οποία είπε πως ο ένας εκ των δύο εντολέων του εργοδότη της που είχαν επιταγές του κατηγορούμενου, πέρασε μια μέρα από το γραφείο και προειδοποίησε τον δικηγόρο πως ο Βορειοηπειρώτης πήγε στο μαγαζί του και τον απείλησε. Συγκεκριμένα, ανέφερε ότι ο Βορειοηπειρώτης είχε πει: "Οποιος τα βάλει με την περιουσία μου θα τον φάει το μαύρο χώμα".