Κατηγορούμενοι είναι ένας 37χρονος Βορειοηπειρώτης, ο οποίος αρνείται κάθε ανάμειξη με το έγκλημα, και ένας 31χρονος Αλβανός που ισχυρίζεται ότι περίμενε έξω από το γραφείο του δικηγόρου τον Βορειοηπειρώτη και, όταν κατάλαβε πως η κατάσταση είχε ξεφύγει, μπήκε μέσα και τον τράβηξε για να φύγουν. Ετσι άλλωστε εξηγεί και το αποτύπωμα που άφησε σε χαρτί, το οποίο βρέθηκε τσαλακωμένο πάνω στο γραφείο του Σπ. Ιωάννου και οδήγησε την Αστυνομία στην εξιχνίαση της υπόθεσης.
Εν τω μεταξύ χθες οι συνήγοροι του κατηγορούμενου Βορειοηπειρώτη, Δημήτρης Γκαβέλας και Γιώργος Ράλλης, υποστήριξαν σε δηλώσεις τους ότι στη διάρκεια της δίκης θα αποκαλυφθούν νέα στοιχεία, που στηρίζουν τη θέση του εντολέα τους ότι δεν έχει καμία σχέση με αυτή την ιστορία. Και ο ίδιος ο κατηγορούμενος επανέλαβε χθες στο δικαστήριο πως «είμαι αθώος και θα το δηλώνω όσο ζω».
Η ΚΑΤΑΘΕΣΗ ΤΗΣ ΣΥΖΥΓΟΥ
Η δικαστής σύζυγος του δολοφονηθέντος δικηγόρου, Σοφία Ιωαννίδου, κατήγγειλε χθες στην κατάθεσή της πως ο κατηγορούμενος Βορειοηπειρώτης ήταν πληροφοριοδότης της Αστυνομίας. Οπως και στην πρώτη δίκη, κατηγόρησε την Αστυνομία της Κυπαρισσίας για προσπάθεια συγκάλυψης και κατέθεσε σίγουρη για την ενοχή των κατηγορούμενων. Η βεβαιότητά της -όπως είπε στο δικαστήριο- πηγάζει από το γεγονός ότι ο άντρας της έδωσε το δολοφόνο του με ένα "ναι" κι ένα νεύμα, όσο ήταν στο Νοσοκομείο της Κυπαρισσίας. Υποστήριξε πως με υπαιτιότητα του αστυνομικού που βρισκόταν το βράδυ της δολοφονικής επίθεσης στο νοσοκομείο με το σύζυγό της, τα ρούχα του συζύγου της κατέληξαν στη χωματερή και βρέθηκαν μετά από ενέργειες του τότε δημάρχου Κυπαρισσίας Γιώργου Σαμπαζιώτη, ο οποίος ειδοποίησε και τον εισαγγελέα. Είπε ακόμη πως ο σύζυγός της δεν γνώριζε τον Αλβανό κατηγορούμενο, ενώ ο Βορειοηπειρώτης ήταν αντίδικος με πελάτες του. Συγκεκριμένα, όφειλε χρήματα στους πελάτες του οι οποίοι του είχαν παραδώσει κάποιες επιταγές δικές του και αυτός είχε προχωρήσει σε προσημείωση του σπιτιού του ομογενή.
Στην κατάθεσή της η σύζυγος περιέγραψε και ένα περιστατικό το οποίο όπως είπε έμαθε εκ των υστέρων από τη γραμματέα του συζύγου της Τασία Παναγιωτοπούλου: Μια μέρα οι πελάτες και φίλοι του πέρασαν από το γραφείο και τον προειδοποίησαν πως ο Βορειοηπειρώτης απειλούσε ότι "όποιος πειράξει κεραμίδι από το σπίτι του θα φάει χώμα". Τότε η γραμματέας του τον είχε προειδοποιήσει: "Σπύρο δεν ξέρεις πού έχεις μπλέξει, θα φας κάνα βρωμόξυλο από αυτόν". Ανέφερε επίσης ότι ο σύζυγός της δεχόταν απειλές από έναν πρώην πελάτη του, ποτέ όμως από τον Βορειοηπειρώτη, αποδίδοντας τη δολοφονία του άντρα της στην προσημείωση του ακινήτου.
Η κατάθεσή της κ. Ιωαννίδου ολοκληρώθηκε σε κατάσταση ιδιαίτερης συγκινησιακής φόρτισης, καθώς λύγισε ψυχολογικά και τρέμοντας ξέσπασε λέγοντας «δεν μπορώ να νιώθω πίσω μου αυτούς τους ανθρώπους, που πόνεσαν τον άντρα μου», εννοώντας τους κατηγορούμενους.
ΤΟ ΒΡΑΔΥ ΤΗΣ ΔΟΛΟΦΟΝΙΑΣ
Σύμφωνα με τα στοιχεία της δικογραφίας η δολοφονία έγινε μετά τις 10 το βράδυ. Η σύζυγός του κατέθεσε πως εκείνο το βράδυ ο Σπύρου Ιωάννου την πήρε τηλέφωνο τελευταία φορά λίγα λεπτά μετά τις 10. Οταν δεν γύρισε σπίτι, τον αναζήτησε στο τηλέφωνο χωρίς αποτέλεσμα - και καθώς ετοιμαζόταν να πάει να τον βρει, της τηλεφώνησε ο συνάδελφος του άντρα της Γιώργος Βαρβαρίγος να πάει στο νοσοκομείο.
Οταν έφτασε, ο άντρας της ήταν στο Ακτινολογικό και επειδή είχε σπασμούς ήταν μαζί του ένας αστυνομικός, ένας άνδρας που δεν είχε -σύμφωνα με την ίδια- καμία δουλειά να περάσει εκείνο το βράδυ από το γραφείο και να πάει στο νοσοκομείο, καθώς και ο οικογενειακός τους φίλος κ. Ψιλόπουλος που ήταν και ο άνθρωπος που βρήκε το δικηγόρο μέσα στα αίματα στο γραφείο του.
Κάποια στιγμή έφτασε η γραμματέας Τ. Παναγιωτοπούλου και άρχισε να φωνάζει: "Ο Αλβανός τον έφαγε!". Ο αστυνομικός βγήκε αμέσως από το Ακτινολογικό και ακολούθησε ο κ. Ψιλόπουλος λέγοντας "τον έδωσε ο Σπύρος". Στο μεταξύ, μέσα, παρουσία του αστυνομικού, ο κ. Ψιλόπουλος είχε ζητήσει από τον χτυπημένο δικηγόρο να του κάνει νεύμα για το ποιος τον σκότωσε και εκείνος επιβεβαίωσε θετικά δύο φορές στο όνομα του Βορειοηπειρώτη, βγάζοντας ένα βραχνό "ναι"- σύμφωνα πάντα με την μαρτυρία της συζύγου του-, μαζί με το κούνημα του κεφαλιού του.
Επιπλέον, η σύζυγος ισχυρίστηκε ότι έξω από το γραφείο του ανακριτή ο Αλβανός κατηγορούμενος της είχε ζητήσει συγγνώμη και είχε δικαιολογηθεί για την πράξη του λέγοντας ότι δεν τον σκότωσε αυτός, αλλά ο Βορειοηπειρώτης, και πως θα τα πει όλα στο δικαστήριο.
Ο ΑΔΕΛΦΟΣ ΤΟΥ ΘΥΜΑΤΟΣ
Ο Παναγιώτης Ιωάννου, αδελφός του άτυχου δικηγόρου και συνήγορος πολιτικής αγωγής, επικαλέστηκε στην κατάθεσή του για την ενοχή του Βορειοηπειρώτη ένα τηλεφώνημα που είχε δεχτεί περίπου 10 μέρες νωρίτερα από τον Σπ. Ιωάννου - στο οποίο εκείνος ανέφερε το όνομα του Βορειοηπειρώτη και είπε πως θα έχει μπλεξίματα μ' αυτόν, αλλά τα δύο αδέλφια δεν είπαν τίποτα περισσότερο. Κατέθεσε επίσης ότι τα στοιχεία που συνθέτουν το παζλ της δολοφονίας δείχνουν την αδιαμφισβήτητη ενοχή του κατηγορούμενου Βορειοηπειρώτη, όπως και του Αλβανού κατηγορούμενου. Σημείωσε δε πως ο αδελφός του είχε ένα επίπεδο συνείδησης όταν υπέδειξε το δολοφόνο του, και αυτό το στήριξε σε μαρτυρίες ανθρώπων που άκουσαν τον αδελφό του να λέει σε νοσηλευτή "αφήστε με" κατά τη μεταφορά του στο νοσοκομείο.
Και ο Π. Ιωάννου κατηγόρησε για αδράνεια την Αστυνομία Κυπαρισσίας και είπε μάλιστα ότι χρειάστηκε να κινηθούν οι δικηγόροι της Κυπαρισσίας για να αναλάβουν την υπόθεση από την Αστυνομική Διεύθυνση Μεσσηνίας και κλιμάκιο του Τμήματος Ανθρωποκτονιών από την Αθήνα.
Η δίκη συνεχίζεται σήμερα με τις ερωτήσεις των συνηγόρων υπεράσπισης στον Παν. Ιωάννου και τις καταθέσεις των μαρτύρων που βρήκαν τον άτυχο δικηγόρο χτυπημένο και τον μετέφεραν στο Νοσοκομείο Κυπαρισσίας.