Στο άρθρο μεταξύ άλλων σημειώνεται: “Το θέμα των σχέσεων Εκκλησίας και Πολιτείας, δύο κορυφαίων θεσμών της χώρας, όμως επιβεβαιώνεται και μέσα από την ιστορική και πολιτισμική διαχρονία του ίδιου του ελληνισμού”, ενώ σε άλλο σημείο ο κ. Χρυσόστομος τονίζει: “Η οποιαδήποτε αναθεώρηση των σχέσεων Εκκλησίας και Πολιτείας δεν μπορεί να υπαγορεύεται από επιπόλαιους ενθουσιασμούς ή αυθορμητισμούς επικοινωνιακού τύπου”.
Ολόκληρο το άρθρο έχει ως εξής:
Τον τελευταίο καιρό στο δημόσιο λόγο εμφανίστηκε και πάλι το αφήγημα της αναθεώρησης των σχέσεων Εκκλησίας και Πολιτείας. Ενα θέμα αρκετά δύσκολο και δυσεπίλυτο, το οποίο για τον λόγο αυτό δεν μπορεί να τίθεται τόσο επιπόλαια για επικοινωνιακούς και μόνο σκοπούς, για αποπροσανατολισμό της κοινής γνώμης ή για ιδιοτέλειες, κομματικές ή και ιδεολογικές. Επιπλέον το ζήτημα της αναθεώρησης των σχέσεων Εκκλησίας και Πολιτείας, έτσι όπως προβάλλεται από τους διαφόρους δημοσιογραφικούς κύκλους και έντυπα ενημέρωσης, μάλλον δυσχεραίνει την όλη προσέγγιση παρά διευκολύνει την οποιαδήποτε προσπάθεια έναρξης μιας εποικοδομητικής διαδικασίας, η οποία θεωρώ ότι αποτελεί και τον μόνο τρόπο για να ξεκινήσουμε να συζητάμε μια τέτοια πρόταση. Η δυσχέρεια αυτή γίνεται ακόμη πιο έντονη όταν προσπαθούν κάποιοι κύκλοι να προκαλέσουν εκ των προτέρων ένταση ή και πόλωση μεταξύ δύο θεσμών.
Για τους λόγους αυτούς δεν θα πρέπει να μας διαφεύγει ότι το θέμα αναθεώρησης των σχέσεων Εκκλησίας και Πολιτείας, όπως και ολόκληρη η διαδικασία προς μια τέτοια αναθεώρηση απαιτεί ωριμότητα θέσεων και προτάσεων, οι οποίες φαίνεται όμως ότι δεν είναι ακόμη εφικτές ούτε και σε επίπεδο κοινοβουλευτικό. Αυτό αποτελεί ένα ακόμη πρόσκομμα στην όλη διαδικασία, η οποία ως γνωστόν και με τα μέχρι σήμερα ισχύοντα, απαιτεί μια ισχυρή συναίνεση, τουλάχιστον στο επίπεδο το κοινοβουλευτικό, και δεν είναι απλά μια διαδικασία διαβούλευσης. Απαιτεί επίσης έναν διάλογο, για τον οποίο επίσης θεωρώ ότι δεν υπάρχει ακόμη αρκετή ενημέρωση των διαφόρων θεσμικών φορέων, προκειμένου να μπορέσει να ξεκινήσει και να έχει αποτελέσματα.
Ετσι λοιπόν τίθενται τα βασικά ερωτήματα για τα οποία δεν υπάρχει ακόμη κάποια συγκεκριμένη προσδιοριστική προσέγγιση. Τι θα είναι αυτή η αναθεώρηση; Τι θα εκφράζει; Ποια μορφή σχέσεων θα οριοθετεί; Μέχρι ποιου σημείου θα μπορούμε να θεωρούμε ότι θα υπάρχει η έννοια της “συναλληλίας” και σε ποιους τομείς; Ποιο θα είναι το περιεχόμενο των λεγόμενων “διακριτών ρόλων” και τι θα αφορούν;
Δεν θα πρέπει να ξεχνάμε ότι σε ένα ολόκληρο νομοθετικό πλαίσιο, που αφορά σχεδόν όλους τους τομείς του δημοσίου βίου, η “συναλληλία” και οι “διακριτοί ρόλοι” χρησιμοποιούνται εναλλακτικά κάθε φορά, κατά το δοκούν του “ισχυρού νομοθέτη” ή του “επιδέξιου” συντάκτη των νομοθετημάτων(!), προκειμένου να εξυπηρετήσουν και να ενισχύσουν κάποιες ιδεολογικές αντιλήψεις δικαιωματικής δήθεν αξίωσης ή να ικανοποιήσουν ομάδες, εν ονόματι δήθεν του σεβασμού των “ατομικών δικαιωμάτων”. Τις περισσότερες φορές μάλιστα κρίνονται «προκλητικά» και οι θέσεις της Εκκλησίας όταν αυτές είναι αντίθετες προς το όλο σκεπτικό των νομοθετικών ρυθμίσεων. Από αυτόν τον τρόπο έκδοσης των νομοθετικών ρυθμίσεων επιβεβαιώνεται ότι ούτε αυτός ο χρησιμοποιούμενος συνταγματικός όρος «επικρατούσα θρησκεία» αποτελεί δέσμευση για την οποιαδήποτε νομοθετική και εκτελεστική εξουσία, αφού το ίδιο το κράτος νομοθετεί ερήμην της λεγομένης «επικρατούσας θρησκείας» (δηλαδή της Ορθόδοξης Εκκλησίας) εν ονόματι μάλιστα της έννοιας της ελευθερίας.
Οσο λοιπόν εύκολο είναι να μιλά κάποιος και να προτείνει μια αναθεώρηση των σχέσεων Εκκλησίας και Πολιτείας φαίνεται ότι είναι τόσο δύσκολο όχι μόνο να την πραγματοποιήσει αλλά ακόμη και να ανοίξει τη συζήτηση, και τούτο γιατί η αναθεώρηση των σχέσεων Εκκλησίας και Πολιτείας δεν είναι αποτέλεσμα μιας στιγμιαίας ενέργειας ή αναθεώρησης κάποιων συγκεκριμένων άρθρων του Συντάγματος, ούτε το αποτέλεσμα κάποιων ιδεολογικών προσανατολισμών, κατευθύνσεων ή κινήτρων, επειδή ακριβώς οι σχέσεις αυτές έχουν ήδη διαμορφωθεί και παγιωθεί από το 1850 έως και σήμερα, και το οποιοδήποτε πλέγμα τους δεν μπορεί να αναθεωρηθεί με όση ευκολία διακηρύσσεται ή με τόση χρονική ταχύτητα όπως αφήνουν κάποιοι να εννοηθεί ότι είναι δυνατόν να επιτευχθεί.
Το θέμα των σχέσεων Εκκλησίας και Πολιτείας, δύο κορυφαίων θεσμών της χώρας, όμως επιβεβαιώνεται και μέσα από την ιστορική και πολιτισμική διαχρονία του ίδιου του ελληνισμού. Είναι ένα θέμα περίπλοκο, ευαίσθητο, πολυδιάστατο και πολυσήμαντο με εθνικές διαστάσεις που αφορά το ίδιο το γένος των Ελλήνων αλλά και προσδιορίζει την ιδιοπροσωπία και ιδιοτροπία του ίδιου του ελληνισμού, ως παράγοντα προόδου και πολιτισμού, ιστορίας και ήθους, ακόμα και εκτός των συνόρων της πατρίδας μας. Επιπλέον στο ήδη διαμορφωμένο πλαίσιο των σχέσεων Εκκλησίας και Πολιτείας η οποιαδήποτε ιδεολογική παρέμβαση δεν θα προκαλέσει δυσλειτουργία μόνο στη σχέση των θεσμών αλλά θα αλλοιώσει και τη λειτουργία του καθενός θεσμού, η οποία με βεβαιότητα δεν θα έχει και τις αναμενόμενες θετικές συνέπειες ως προς τη λειτουργία του κράτους, γιατί όχι μόνο το γεγονός της συνταγματικής αναθεώρησης αλλά και αυτή η θεσμική λειτουργία του κράτους αποτελεί έκφραση μιας θεσμικής “συναλληλίας”, η οποία αφορά και τις ίδιες τις λειτουργίες των θεσμικών οργάνων του και δεν είναι αποτέλεσμα κάποιων μεμονωμένων πολιτικών ή κυβερνητικών συμφωνιών, ενεργειών, αποφάσεων ή συμβιβασμών, όπως κάποιοι λανθασμένα πιστεύουν.
Ακόμη η οποιαδήποτε αναθεώρηση των σχέσεων Εκκλησίας και Πολιτείας δεν μπορεί να υπαγορεύεται από επιπόλαιους ενθουσιασμούς ή αυθορμητισμούς επικοινωνιακού τύπου. Απαιτεί σοβαρό και πραγματικό προβληματισμό, προϋποθέτει την ύπαρξη εμπιστοσύνης μεταξύ των διαλεγομένων κορυφαίων θεσμών, εν προκειμένω της Εκκλησίας και της Πολιτείας (κράτους), τον αμοιβαίο σεβασμό, την ειλικρίνεια των προθέσεων και επίσης την αξιοποίηση όλων εκείνων των ιστορικών, κοινωνικών, πολιτισμικών δεδομένων, τα οποία έχουν συνθέσει και διαμορφώσει διαχρονικά όλο αυτό το πλαίσιο των συγκεκριμένων σχέσεων.
Τα προβαλλόμενα επιχειρήματα για “θρησκευτική ουδετερότητα” του κράτους και της συνταγματικής κατοχύρωσής τους ούτε συνεπάγονται αλλά ούτε και προϋποθέτουν κάποια αναθεώρηση του θεσμικού πλαισίου των σχέσεων, αφού το κατοχυρωμένο συνταγματικά πλαίσιο των σχέσεων, με βάση τις αρχές της “συναλληλίας” και των “διακριτών ρόλων” δεν αποτελεί εμπόδιο στη βούληση ή στη διάθεση του κράτους να εκφράσει έμπρακτα τη θρησκευτική του ουδετερότητα στην ίδια τη λειτουργία των οργάνων του, στον τρόπο λήψης των αποφάσεών του και στον σεβασμό του προς τον θρησκευτικό πλουραλισμό, όπως διαμορφώνεται πλέον στον ελλαδικό χώρο.
Για παράδειγμα ο νόμος 4301/2014 θα μπορούσε να αποτελέσει το χαρακτηριστικότερο παράδειγμα έκφρασης και αποτύπωσης της “θρησκευτικής ουδετερότητας” του κράτους στο πλαίσιο της έννομης τάξης. Την ίδια ουδετερότητα εκφράζει και η συνταγματική κατοχύρωση των καταστατικών κειμένων που αφορούν την παρουσία της Ορθόδοξης Εκκλησίας στον ελλαδικό χώρο. Θα πρέπει να επισημάνουμε ότι δεν καθορίζεται κάποιο ιδιαίτερο ή ιδιότυπο καθεστώς σχέσεων “συναλληλίας” και “διακριτών ρόλων”, με την παρούσα συνταγματική κατοχύρωση, αλλά απλά περιγράφονται και αναγνωρίζονται στο πλαίσιο της έννομης τάξης οι σχέσεις μεταξύ κορυφαίων θεσμών (π.χ. καταστατικός χάρτης, πράξη του 1850, τόμος του 1928).
Τα “βαρύτερα του νόμου” όμως δεν αφορούν την αναθεώρηση του άρθρου 3 του Συντάγματος αλλά το πώς αυτές οι σχέσεις Εκκλησίας και Πολιτείας θα συνεχίσουν να περιγράφονται στο επίπεδο της οριοθέτησης των σχέσεων στα επιμέρους ζητήματα, στη βάση δηλαδή των εξειδικευμένων νομοθετημάτων και στη βούληση αποτύπωσης των σχέσεων αυτών από την εκάστοτε νομοθετική και εκτελεστική εξουσία.
Το αφήγημα λοιπόν μιας αναθεώρησης των σχέσεων Εκκλησίας και Πολιτείας η οποία εξυπηρετεί ιδεολογικούς και επικοινωνιακούς μόνο σκοπούς και σκοπιμότητες με βεβαιότητα δεν θα λύσει προβλήματα αλλά μάλλον θα δημιουργήσει νέα, πιο περίπλοκα και εν πολλοίς δυσεπίλυτα.
Η Πολιτεία βέβαια έχει τον πρώτο λόγο για την ανακίνηση ενός τέτοιου σοβαρού και σημαντικού θέματος, η Εκκλησία όταν κληθεί θεσμικά θα εκφράσει και αυτή το δικό της λόγο και ας ευχηθούμε να έχει τον λόγο της.