Τετάρτη, 25 Δεκεμβρίου 2019 10:15

Ἡ μεγάλη ἀρετή τῆς ἀγάπης

Γράφτηκε από την

 

Τοῦ Σεβ. Μητροπολίτου Μάνης κ. Χρυσοστόμου Γ'

Ὁ Χριστός εἶναι ἡ Ἀγάπη. Τό Εὐαγγέλιο Του εἶναι ἀγάπη. Ὁ Χριστιανισμός εἶναι ἀγάπη. Δέν εἶναι θεωρία, μιά οἱανδήποτε ἰδεολογία, μία ἀοριστολογία. Ὁ Χριστιανισμός εἶναι πράξη ἀγάπης. Ἐφαρμογή τῆς κορυφαίας ἐντολῆς τοῦ Χριστοῦ. «Ἀγαπᾶτε ἀλλήλους» (Ἰω. ιγ' 34).

Ἀπό τόν Χριστό, τόν Αἰώνιο Διδάσκαλο, τήν ἴδια τήν Ἀγάπη ξεκινᾶ καί ἡ δική μας ἀγάπη πρός τόν πλησίον, πρός τόν συνάνθρωπο. Ὁ Ἀναστάς Κύριος, ἐκεῖ στήν Τιβεριάδα, εἶπε πρός τόν Πέτρο καί μάλιστα τρεῖς φορές, ὅτι ἐφόσον μ' ἀγαπᾶς, τότε «ποίμαινε τά πρόβατά μου». Τό «ἀγαπᾶτε ἀλλήλους» εἶναι ἡ

καινούργια, ἡ «καινή», πιό νέα θεία ἐντολή. Εἶναι αὐτό, πού δέν ὑπῆρχε στόν ἀρχαιοελληνικό χῶρο, ἔτσι εὐθέως καταγεγραμμένο.

Ἀγάπη σημαίνει ἄνοιγμα τῆς ψυχῆς μας πού κατανοεῖ καί ἀνακαλύπτει τόν πλησίον. Εἶναι ἡ ἀγάπη πού φθάνει μέχρι καί σ' αὐτή τήν θυσιαστική ἀγάπη. Αὐτή εἶναι καί ἡ μεγαλύτερη ἐπανάσταση τοῦ Χριστιανισμοῦ, ἡ θρησκεία τῆς ἀγάπης πρός τόν πλησίον. Ὑπέρτατη ἀπόδειξη αὐτῆς τῆς ἀγάπης εἶναι ὁ ἴδιος Χριστός. Τρανή ἀπόδειξη εἶναι ἡ θυσία Του στόν Σταυρό. «Συνίστησι δέ τήν ἑαυτοῦ ἀγάπην εἰς ἡμᾶς ὁ Θεός, ὅτι ἔτι ἁμαρτωλῶν ὄντων ἡμῶν, Χριστός ὑπέρ ἡμῶν ἀπέθανε» (Ρωμ. ε',8). Εἶναι ἡ Ἐσταυρωμένη Ἀγάπη. Ὁμιλοῦμε, λοιπόν, περί ἑνός χριστιανισμοῦ προσγειωμένου, κοντά στόν συνάνθρωπο, καρδιακοῦ χριστιανισμοῦ. Τό ἀρχαῖο πολίτευμα τῶν χριστιανῶν, δηλαδή ὁ τρόπος ζωῆς τῶν πιστῶν τῶν πρώτων αἰώνων, εἶναι

στήν πραγματικότητα ἡ ἐφαρμογή τοῦ Εὐαγγελίου τοῦ Χριστοῦ στήν πράξη. Διαβάζουμε στό ὑπέροχο βιβλίο τῶν «Πράξεων» τά ἐξῆς σπουδαία: «Πάντες οἱ πιστεύοντες ἦσαν ἐπί τό αὐτό καί εἶχον ἅπαντα κοινά καί τά κτήματα καί τάς ὑπάρξεις ἐπίπρασκον καί διεμέριζον αὐτά πᾶσι καθότι ἄν τίς χρείαν εἶχε» (Πράξ. β’, 44-45).

Πρῶτος, ὁ Ἠγαπημένος μαθητής τοῦ Χριστοῦ, ὁ Εὐαγγελιστής Ἰωάννης καθίσταται ὁ Ἀπόστολος τῆς ἀγάπης. Καί δέν θά μποροῦσε νά μήν εἶναι, ὅταν αὐτός διδάχθηκε τήν ἀγάπη, ἀφουγκράστηκε τήν ἀγάπη «ἐπιπεσών ἐπί τό στῆθος» τοῦ Διδασκάλου.

Ἀλήθεια, ὤ! τί καρδία, τοῦ Ἰωάννου ἡ καρδιά! Ὠκεανός ὁλόκληρος ἀγάπης, ἀληθινός Ἀπόστολος ἀγάπης εἶναι ὁ Ἰωάννης.

Τό Εὐαγγέλιόν του οἱ ἐπιστολές του εἶναι πάντα ἕνα ἀγήραστο, ἕνα ὑπέροχο ἐγκώμιο πρός τήν ἀγάπη. Μέ τήν ἄφθαστο δύναμή του μᾶς παρουσιάζει ὡς τοῦ Θεοῦ οὐσία τήν ἀγάπη καί μᾶς βεβαιώνει καί μᾶς πείθει, ὅτι « ὁ μένων ἐν τῇ ἀγάπῃ ἐν τῷ Θεῷ μένει καί ὁ Θεός ἐν αὐτῷ» (Α'Ἰω.,δ'16) καί συμβουλεύει ὅλους μας μέ στοργή: «Τέκνα μου, μή ἀγαπῶμεν λόγῳ μηδέ τῇ γλώσσῃ, ἀλλ' ἔργῳ καί ἀληθείᾳ» (αὐτόθι γ' 18). Καί ὅλα του τά λόγια καί ἡ ζωή του, ὅλα ἀποτελοῦν ἕνα ὑπέροχο ἐγκώμιο, πρός τήν ἀγάπη, πού ὅποιος βαθειά τό αἰσθανθεῖ, ὅποιος τό ζήσει ἀνεβαίνει στόν Οὐρανό. Μᾶς προτρέπει: «Ἀγαπητοί, ἀγαπῶμεν ἀλλήλους, ὅτι ἀγάπη ἐκ τοῦ Θεοῦ ἐστι» (Α’ Ἰω. δ’,7).

Καί ὄχι μόνον στά λόγια του καί στίς ἐπιστολές του ὁ Ἰωάννης μίλησε καί ἒγραψε γιά τήν ἀγάπη, ἀλλά καί ὁλόκληρη ἡ ζωή του ἦταν ἐφαρμογή τῆς ἀγάπης. Αὐτή ἡ ἀγάπη ἔδωσε καί στή σκέψη του τή δύναμη νά εἰσχωρήσει στά βαθύτερα τῆς χριστιανικῆς φιλοσοφίας ἄδυτα καί νά ἀναδειχθεῖ ὁ μέγιστος Θεολόγος. Μέ τήν ἀγάπη γνώρισε τό Θεό, μέ τήν ἀγάπη ἀπέκτησε καί τήν χάρι.

Διηγοῦνται, ὅτι ὅταν πλέον εἶχε φθάσει στά ἔσχατα τοῦ γήρατός του καί οἱ μαθηταί του κρατῶντας τον τόν ἔφεραν στήν Ἐκκλησία καί αὐτός ἐξηντλημένος πλέον ἀπό τό γῆρας δέν μποροῦσε παρά δύο μόνον λόγια νά ἀπευθύνει στούς Χριστιανούς, γιά τήν ἀγάπη καί τότε μιλοῦσε: «τέκνα μου ἀγαπητά, ἀγαπᾶτε ἀλλήλους...!».

Ἀκόμα καί ὅταν ὁλότελα πλέον ἐξηντλημένος, ξαπλωμένος στό κρεββάτι του παρέδιδε τό πνεῦμα του στά χέρια Ἐκείνου πού τόσο βαθειά πίστευσε, τόσο θερμά ἀγάπησε καί τόσο πιστά ὑπηρέτησε, καί τότε τελευταία του λέξη εἶπε: «ἀ-γα-πᾶ-τε !».

Ἰδιαίτερα ὅμως, ὁ Ἀπόστολος τῶν Ἐθνῶν Παῦλος, μίλησε καί ἔγραψε μέ πολλή ἔμφαση γιά τήν ἀγάπη, τήν μεγάλη ἐντολή τήν ὁποία θεωροῦσε τό πλήρωμα τοῦ νόμου (Ρωμ. ιγ' 10), τόν σύνδεσμο τῆς ταπεινότητος (Κολοσ. γ' 14), τήν «καθ' ὑπερβολήν ὁδό» (Α' Κορ. ιβ' 31). Γι' αὐτό καί τήν σπουδαιοτάτη αὐτή λέξη, ἀγάπη τήν ἀναφέρει στίς Ἐπιστολές του 77 φορές καί σ' αὐτήν

οἰκοδομεῖ τόν ὅλον του πνευματικό ἀγῶνα, τίς περίφημες περιοδεῖες του, τό ἔργον του. Ἐξ ἄλλου, πέντε προστακτικές, τίς ὁποῖες χρησιμοποιεῖ ὁ ἴδιος ὁ Ἀπόστολος, εἶναι ἰδιαιτέρως χαρακτηριστικές: «Περιπατεῖτε ἐν ἀγάπῃ (Ἐφεσ. ε' 2), «διώκετε τήν ἀγάπην» (Α' Κορ. ιδ' 1), «διά τῆς ἀγάπης δουλεύετε ἀλλήλοις» (Γαλ. ε' 13), «περισσεύετε..... ἐν ἀγάπῃ»(Β' Κορ. η' 7) καί «κατανοῶμεν ἀλλήλους εἰς παροξυσμόν ἀγάπης» (Ἑβρ. ι' 24).

Ἀλλά καί τέσσαρα ἄλλα ρήματα, τά ὁποῖα χρησιμοποιεῖ ὁ ἴδιος εἰς τό α' ἑνικόν πρόσωπον, φανερώνουν τό βαθύτερο ποιόν καί τήν ἰδιαιτέρα χροιά τῆς μεγάλης ἐντολῆς: «ἐπιποθῶ πάντας ὑμᾶς» (Φιλιππ. α' 8), «θάλπω» (Α' Θεσσ. β' 7), «ὁμείρομαι ὑμῶν» (Α' Θεσσ. β' 8), «ὠδίνω» ὑμᾶς (Γαλάτ. δ' 19). Τό κείμενο ὡστόσο ὅπου ὁ μέγας Παῦλος μεγαλύνει τήν ἀγάπη, εἶναι ὁ περίφημος Ὕμνος τῆς ἀγάπης στήν πρός Κορινθίους Ἐπιστολήν του.

Σ' αὐτό ἐκδηλώνεται τό ὕψος καί τό βάθος τῆς παύλειας θεολογίας γιά τήν ἀρετή τῆς ἀγάπης. Ἄς τόν ἀκούσουμε: «Ἐάν ταῖς γλώσσαις τῶν ἀνθρώπων λαλῶ καὶ τῶν ἀγγέλων, ἀγάπην δὲ μὴ ἔχω, γέγονα χαλκὸς ἠχῶν ἢ κύμβαλον ἀλαλάζον (= μοιάζω μέ τόν ἄψυχο χαλκό πού βουίζει ὅταν τόν χτυποῦν, ἤ μέ τό κύμβαλο πού βγάζει μεγάλο θόρυβο χωρίς κάποια σημασία) καὶ ἐὰν ἔχω

προφητείαν (= τό χάρισμα τῆς προφητείας) καὶ εἰδῶ τὰ μυστήρια πάντα καὶ πᾶσαν τὴν γνῶσιν καὶ ἐὰν ἔχω πᾶσαν τὴν πίστιν, ὥστε ὄρη μεθιστάνειν (= νά μεταθέτω καί βουνά), ἀγάπην δὲ μὴ ἔχω, οὐδέν εἰμι, καί ἐάν ψωμίσω(=διαθέσω) πάντα τὰ ὑπάρχοντά μου, καὶ ἐὰν παραδῶ τὸ σῶμά μου ἵνα καυθήσωμαι (=νά καεῖ), ἀγάπην δὲ μὴ ἔχω, οὐδὲν ὠφελοῦμαι. Ἡ ἀγάπη μακροθυμεῖ, χρηστεύεται (=ἀνεκτική καί εὐεργετική), ἡ ἀγάπη οὐ ζηλοῖ (=δέν ζηλεύει), ἡ ἀγάπη οὐ περπερεύεται (=δέν φέρεται μέ ἀλαζονεία καί προπέτεια, μέ αὐθάδεια), οὐ φυσιοῦται (=δέν ξιπάζεται, δέν φουσκώνει ἀπό

οἴηση καί ὑπερηφάνια). Οὐκ ἀσχημονεῖ, οὐ ζητεῖ τὰ ἑαυτῆς (=τά δικά της συμφέροντα), οὐ παροξύνεται (=δέν ἐρεθίζεται ἐναντίον τοῦ ἄλλου), οὐ λογίζεται τὸ κακόν,οὐ χαίρει ἐπὶ τῇ ἀδικίᾳ, συγχαίρει δὲ τῇ ἀληθείᾳ. Πάντα στέγει, πάντα πιστεύει (=ἔχει εὐμενή πεποίθηση), πάντα ἐλπίζει, πάντα ὑπομένει. Ἡ ἀγάπη οὐδέποτε ἐκπίπτει» (Α' Κορινθ. 13,1-8).

Εἶναι, λοιπόν, ἕνα ἐμπνευσμένο ὑπέροχο κείμενο, ἀριστούργημα τῆς παγκόσμιας λογοτεχνίας, μέ καλλιέπεια λόγου καί βαθύτητα ἐννοιῶν. Ὅπως οἱ πρό Χριστοῦ Ἀθηναῖοι μᾶς προσέφεραν τό διαχρονικό θαυμάσιο κείμενο τοῦ Ἐπιταφίου τοῦ Περικλέους, ἔτσι τώρα καί ὁ μέγας Ἀπόστολος, μᾶς ἄφησε τήν ἀνυπέρβλητη μεγάλη αὐτή ὑποθήκη γιά τήν ἀγάπη, τήν ὁποία ἔχουμε στήν γλῶσσα μας καί πού ἔπρεπε βέβαια νά διδάσκεται, εἰρήσθω ἐν παρόδῳ, στά σχολεῖα μας καί νά εἴμεθα ὅλοι μας γνῶστες ἀπό στήθους.

Αὐτή ἡ θεία ἐντολή τῆς ἀγάπης συνέχει ὅλους τούς μετέπειτα Ἀποστολικούς Πατέρες, τούς ἅγιο Ἰγνάτιο τόν Θεοφόρο, τόν Ἱερό Πολύκαρπο καί τούς θεοφόρους καί μεγάλους Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας.

Εἶναι δυνατόν νά λησμονήσουμε τούς περιφήμους λόγους τοῦ Μεγ. Βασιλείου γιά τήν ἀγάπη καί τήν διακονία πρός τόν πλησίον;

Ὅταν κάποτε ἔπεσε λιμός στήν ἐπαρχία του, τότε ὁ Μέγας Βασίλειος δέν δίστασε νά κηρύξει καί νά πεῖ: «Ὅσοι ἐκμεταλλεύονται αὐτές τίς ὧρες τῆς πείνας τούς πτωχούς, αὐτοί θά γίνουν περισσότερον κίτρινοι ἀπό τόν χρυσόν πού συσσωρεύουν καί δέν τόν μοιράζουν.«Ὁ ἀνελεήμων καί φιλάργυρος πρῶτος θά παραδοθῇ εἰς τό πῦρ τῆς κολάσεως». Καί ὄχι μόνον αὐτό.

«Ἐκεῖνος πού περνᾷ ἀδιάφορος ἐμπρός εἰς ἕνα τοιοῦτον σῶμα (τοῦ λιμοκτονοῦντος), πόσων κολάσεων εἶναι ἄξιος; Δέν εἶναι ἄξιος νά συγκαταριθμηθῇ μέ τά ἄγρια θηρία καί νά θεωρηθῇ ἀνόσιος καί φονεύς;»

Ὁ κῆρυξ τῆς ἀγάπης δέν ἀπευθύνεται μόνον πρός τούς πλουσίους. Ὅλοι μποροῦν καί ὀφείλουν νά δείξουν ἀγάπην. «Εἶσαι πτωχός; ἐρωτᾷ. Ἐξάπαντος ὑπάρχει καί ἄλλος πτωχότερος ἀπό σέ. Σύ ἔχεις τροφάς διά δέκα ἡμέρας· ἐκεῖνος μόνον διά μίαν. Ὡς καλός καί εὐγνώμων, παραχώρησε εἰς τόν στερούμενον τό ἐπί πλέον, ὥστε νά ἔχετε ἐξ ἴσου. Καί ἄν ἔχῃς ὀλίγον, μή διστάσης νά δώσῃς· μή προτιμήσῃς τό ἰδικόν σου συμφέρον ἐμπρός εἰς τόν

κοινόν κίνδυνον. Καί ἐάν ὑποτεθῇ ὅτι ἡ τροφή ὀλιγοστεύει τόσον, ὥστε νά φθάσῃ εἰς ἕναν μόνον ἄρτον, ἔλθῃ δέ εἰς τήν θύραν σου ὁ πτωχός καί σοῦ ζητήσῃ, φέρε ἀπό τό ντουλάπι σου τόν ἕναν αὐτόν ἄρτον, κράτησέ τον εἰς τά χέρια σου καί ὕψωσέ τον πρός τόν Θεόν καί εἰπέ τούς ἐξῆς λόγους συμπαθείας συγχρόνως καί εὐγνωμοσύνης: «Ἕναν μόνον ἄρτον ἔχομεν, Κύριε, ὅπως βλέπεις, καί ὁ κίνδυνος τῆς πείνας εἶναι φανερός ἀλλ' ἐγώ προτιμῶ νά

ἐκτελέσω τήν ἐντολήν σου, παρά νά κοιτάξω τό συμφέρον μου καί δι' αὐτό, ἀπό τό ὀλίγον τοῦτο δίδω εἰς τόν πεινῶντα ἀδελφόν μου.

Δῶσε λοιπόν καί σύ, Κύριε, εἰς τόν κινδυνεύοντα δοῦλον σου...».

Ἐάν κατ' αὐτόν τόν τρόπον εἴπῃς καί πράξῃς, αὐτός ὁ ἄρτος, τόν

ὁποῖον δίδεις ἀπό τήν στέρησίν σου, γίνεται σπόρος γεωργίας, γεννᾷ ἄφθονον καρπόν, γίνεται ἀρραβών τῆς τροφῆς πού θά λάβῃς, καί αἴτιος τοῦ ἐλέους πού θά εὕρῃς παρά τοῦ Θεοῦ...»

(Ἀπό τόν περίφημο λόγο του «Ἐν λιμῷ καί αὐχμῷ»(ΕΠΕ, τόμ.7,σ. 126 Ἑλ.).

 

Μέ τά συγκινητικά αὐτά λόγια του ὁ σοφός Ἱεράρχης ἄνοιξε τίς ἀποθήκες τῶν σιτεμπόρων καί μοίρασε τροφήν στούς πεινασμένους καί χόρτασε πτωχούς. Μέ προσωπική ἐπιστασία, μέ κόπους καί μέ ἱδρῶτες καί μέ ἀγῶνες μεγάλους, συνεκέντρωσε ὅλους ὅσοι ὑπέφεραν ἀπό τόν λιμό, ἀνθρώπους πού μόλις ἀνέπνεαν , ἄνδρες, γυναῖκες, παιδιά, γέροντες, κάθε ἡλικία ἀξιολύπητο, καί ἐστόμωσε τήν πεῖνα τους παραθέτων καζάνια γεμᾶτα ἀπό ὄσπρια ἤ ψάρια, πού ἀφθονοῦν σ' αὐτά τά μέρη. Μέ τόν τρόπο αὐτό ὁ μέγας πατήρ γινόταν ἕνας ἀπό τούς πρώτους ὀργανωτές συσσιτίων.

Ἡ κοινωνική δράση τοῦ Μεγ. Βασιλείου ἦταν ἀκόμη ἐντονωτέρα, ὅταν ἔγινεν Ἀρχιεπίσκοπος Καισαρείας. Κύριον μέλημά του γίνεται τώρα ἡ συστηματική ὀργάνωση τῆς φιλανθρωπίας. Ὁλόκληρη πόλη σχημάτισαν τά διάφορα φιλανθρωπικά ἱδρύματα, πού ἔκτισε γιά νά περιθάλψει τήν δυστυχία. Τήν πόλη αὐτή οἱ σύγχρονοί του ὀνόμασαν «Βασιλειάδα». Καί τί δέν ὑπῆρχε μέσα στήν ὀργανωμένη καί πρωτότυπη αὐτή πόλη τῆς φιλανθρωπίας; Πτωχοκομεῖον, νοσοκομεῖον, ὀρφανοτροφεῖον, ξενώνας, ὅπου εὕρισκαν καταφύγιο οἱ ταξιδιῶτες. Ὑπῆρχε ἀκόμα λεπροκομεῖον, ἕνα ἄλλο οἴκημα, πού χρησίμευε ὡς διδακτήριο τῶν ὀρφανῶν καί πτωχῶν παιδιῶν, εἰδικά ἐργαστήρια γιά νά μανθάνουν τέχνες καί ἐπαγγέλματα. Ὑπῆρχαν ἀκόμη ἐκεῖ ἰδιαίτερα οἰκήματα γιά τούς ἰατρούς, τίς νοσοκόμους καί ὅλο τό προσωπικό, καί ἀκόμη βουστάσιο γιά τίς ἀνάγκες τῶν ἱδρυμάτων. Ἡ πόλη αὐτή ἦταν ἕνα

ὑπέροχο ἀξιοθαύμαστο ἔργο καί μόνον τῆς ἀγάπης.

Ἀλλά καί ὁ ἕτερος μεγάλος Πατήρ τῆς Ἐκκλησίας, ὁ Ἱερός Χρυσόστομος, δύο φορές γινόταν Χρυσόστομος ὅταν μιλοῦσε γιά τήν ἀγάπη. Οἱ πτωχοί γι' αὐτόν ἦταν οἱ ἀγαπημένοι του πτωχοί.

Ὄχι μόνο μέ λόγια ἀλλά μέ ἔργα. Μέ ἔργα πού ὁ ἴδιος ἦταν ὁ πρωτοστάτης. Προτοῦ παρουσιασθεῖ στό λαό τῆς Ἀντιόχειας, γιά νά ζητήσει νά διαθέσουν οἱ Χριστιανοί τό ἕν δέκατον ἤ τό ἕν πέμπτον τῆς περιουσίας τους, αὐτός ὁ ἴδιος εἶχε διαθέσει προηγουμένως ὁλόκληρη τήν δική του περιουσία σ' ἔργα φιλανθρωπίας. Καί ὅταν πλέον ὁ ἴδιος δέν εἶχε τίποτε, ἐκτός ἀπό τά λάχανα καί τό λίγο ψωμί, πού ἀποτελοῦσαν τήν τροφήν τοῦ ἄλλοτε ἀριστοκράτου νέου, ὁ μεγάλος αὐτός Χριστιανός, πού ἐγνώριζε καλά ὅτι, γιά νά γίνεις ἀναμορφωτής, πρέπει νά δείξεις στούς ἀνθρώπους πρῶτος σύ καί μέ τό δικό σου παράδειγμα τόν δρόμο γιά νά ἀκολουθήσουν ἐκεῖνοι, ἐσκέφθη ὅτι τοῦ ἔμενεν ἀκόμη νά διαθέσει γιά τόν μεγάλο του σκοπό μίαν ἀδαπάνητη περιουσία, δηλαδή τήν ἀμίμητη καί συναρπαστική εὐγλωττία του καί τήν φλόγα τῆς μεγάλης ψυχῆς του. Κήρυττε γιά τήν ἀγάπη, τήν φιλανθρωπία, τήν ἐλεημοσύνη, τήν διακονία τοῦ πλησίον.

Ὁ Ἱ. Χρυσόστομος εἶχεν ἔντονον τό φρόνημα ὅτι ἔργον τοῦ ἐπισκόπου εἶναι νά φροντίζει «διά τήν διατροφήν τῶν πενήτων, διά τήν προστασία τῶν ἀδικουμένων, διά τήν ἐπιμέλειαν τῶν ξένων, διά τήν πρόνοιαν τῶν ὀρφανῶν, διά τήν ὑπεράσπισιν τῶν χηρῶν, διά τήν ἐπαγρύπνησιν τῶν παρθένων», καί ὅτι ὀφείλει νά παρέχει τήν ὑποστήριξη «εἰς τούς φυλακισμένους, εἰς τούς ταλαιπωρημένους τῶν ἀσύλων, εἰς τούς ἀποδημοῦντας, εἰς τούς λεπρούς κατά τό σῶμα».

Καί ὅλα αὐτά τά πραγματοποίησε. Γίνεται ὁ πρωτοστάτης στήν κοινωνική δράση τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἀντιόχειας. Ὀργανώνει τήν φιλανθρωπία. Τά φλογερά του κηρύγματα, ὅπως ἄλλοτε τοῦ Βασιλείου, ἀνοίγουν τῶν πλουσίων τό χέρι. Καί ἰδού ὁ ὑπέροχος καρπός τῆς προσπάθειας αὐτῆς. Τρεῖς χιλιάδες χῆραι καί ἀπροστάτευτοι γυναῖκες τρέφονται καθημερινῶς μέ τήν ἰδικήν του φροντίδα καί στήν Κωνσταντινούπολη ἀργότερα ἑπτά χιλιάδες πτωχοί συντηροῦνται καθημερινά ἀπό τόν Χρυσόστομο.

Καί ὄχι μόνον πρός τούς πλουσίους, ἀλλά καί πρός ἄλλους ἀπευθυνόταν ὁ ἀκούραστος κῆρυξ τῆς ἀγάπης. Ἡ ἐφευρετική ἀγάπη του σκέφθηκε καί τό ἐξῆς: Προέτεινε, ὅπως κάθε Χριστιανός τοποθετεῖ στόν τόπο, ὅπου προσηύχετο, «κιβώτιον πενήτων» (Βλ. ΜΓ ́ ὁμιλίαν του εἰς τήν Α' πρός Κορινθίους Ἐπιστολήν). Εἰς αὐτό, ὁσάκις προσηύχετο, θά ἀπέθετε τόν ὀβολόν του, καί ἔτσι θά μετέβαλλε τό σπίτι του σέ «ἐκκλησία», ἀφοῦ μέσα εἰς αὐτό θά περιείχοντο ἱερά χρήματα. Κατά παρόμοιον τρόπον ἔπρεπε καί οἱ

χειροτέχνες νά διαθέτουν ἕνα μέρος ἀπό τά κέρδη τους, καί οἱ γεωργοί ἕνα μέρος ἀπό τά εἰσοδήματά τους, ἐκ τῶν καρπῶν τῆς γῆς. Ἔτσι θεσπίσθηκε μία «κατ' οἶκον λογία», ὅπως λέγεται, δηλαδή μιά γωνιά ἀγάπης. Εἶναι χαρακτηριστικό ὅτι καί ἀκόμα, ὅταν βρέθηκε στήν ἐξορία καί ἀπό ἐκεῖ, ὁ Ἱερός Πατήρ ἐξακολούθησε νά ἐλεεῖ καί νά προσφέρει ἀγάπη.

Ξεφυλλίζοντας τήν βυζαντινή ἱστορία, τά συναξάρια καί γενικά τούς βίους τῶν ἁγίων, τῶν πατέρων, τῶν ἀσκητῶν εἶναι ἀλήθεια ὅτι θά σταματήσεις στίς χρυσές σελίδες ἀγάπης ἡρωϊκῶν κατορθωμάτων ἀπό τόν Ἅγιο Νικόλαο καί Ἅγιο Σπυρίδωνα καί Ἰωάννη τόν Ἐλεήμονα μέχρι τόν ἅγιο Πέτρο Ἄργους καί τόν Ὅσιο Νίκωνα τόν «Μετανοεῖτε». Ἀλλά καί τά κατοπινά χρόνια μπορεῖς νά

μήν μείνεις ἔκπληκτος στά θαυμαστά ἔργα ἀγάπης τῆς ἀρχόντισσας τῶν Ἀθηνῶν, τῆς Ἁγίας Φιλοθέης, στά δύσκολα ἐκεῖνα χρόνια τῆς Τουρκοκρατίας ἤ μπορεῖ νά μήν ἀκούσεις τί ἔλεγε γιά τήν ἀγάπη, πού τήν πραγμάτωνε στή ζωή του, ἕνας Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός; Καί ὁ ἅγιος Νεκτάριος τῆς Αἴγινας, ὁ παπά-Νικόλας ὁ Πλανᾶς, ὁ ὅσιος Πορφύριος ὁ Καυσοκαλυβίτης, ὁ ὅσιος

Παΐσιος καί ὁ τρίτος ὅσιος τῶν ἡμερῶν μας ὁ ἅγιος Ἰάκωβος ὁ ἐν Εὐβοίᾳ, ὁ ὅσιος Λουκᾶς Ἀρχιεπίσκοπος Κριμαίας ὅλοι τους ἦσαν διάκονοι τῆς ἀγάπης,  ἐλεήμονες φιλάνθρωποι. Ὡστόσο ὑπῆρχαν καί βέβαια ὑπάρχουν καί σήμερα οἱ ἀφανεῖς, οἱ κεκρυμμένοι ἄνθρωποι τῆς ἀγάπης καί τῆς φιλανθρωπίας πού μόνον ὁ Θεός τούς γνωρίζει καί τά ὀνόματά τους εἶναι γραμμένα «ἐν βίβλῳ ζωῆς». Αὐτοί ἐφαρμόζουν ἐπακριβῶς τόν βιβλικόν λόγον «μή γνώτω ἡ ἀριστερά σου τί ποιεῖ ἡ δεξιά σου»(Ματθ. στ’,3). Στό σημεῖο αὐτό ἀξίζει νά μνημονεύσουμε καί τόσους καί τόσους ἐθνικούς εὐεργέτες οἱ ὁποῖοι διέθεσαν τήν περιουσία τους σέ μεγάλα φιλανθρωπικά ἔργα. Οἱ ἐθνικοί εὐεργέτες ἦσαν σπουδαῖες προσωπικότητες. Εἶχαν πίστη στό Θεό, ψυχική ἀνωτερότητα, αἰσθήματα φιλάνθρωπα, ἀγάπη στήν πατρίδα. Γι' αὐτό καί οἱ δωρεές τους ὑπῆρξαν σπουδαῖες: Γηροκομεῖα, Πτωχοκομεῖα, Σχολεῖα, Ὀρφανοτροφεῖα, Νοσοκομεῖα καί τόσα-τόσα ἄλλα ἱδρύματα. Διαλάμπουν οἱ ἐθνικοί εὐεργέτες στό πνευματικό στερέωμα τῆς ζωῆς τοῦ Ἔθνους μας καί οἱ ἀνδριάντες τους εἶναι στολίδια ἀληθοῦς πολιτισμοῦ.

Ἀπό τίς γνωστές «Ἀγάπες» τῆς ἀρχαίας Ἐκκλησίας τῶν πρώτων αἰώνων, ὡς ἀναφέρουν οἱ «Πράξεις τῶν Ἀποστόλων» μέχρι καί σήμερα, ἡ ποιμαίνουσα Ἐκκλησία, δέν ἔπαυσε νά εἶναι μητέρα ἀγάπης καί φιλανθρωπίας. Ἡ ἀγάπη, γιά τήν Ἐκκλησία, εἶναι ὁ νόμος της. Εἶναι τό φιλάδελφον ἦθος της. Εἶναι ὁ τρισχαρμόσυνος θησαυρός της. Εἶναι κήρυγμα καί πράξη. Ἡ ἀγάπη εἶναι τό γνώρισμά της. Γι’ αὐτό καί τόσες καί τόσες φιλανθρωπικές δομές σ’ ὅλες τίς Ἱερές Μητροπόλεις.

Πόσο λοιπόν καί μεῖς, μέλη τῆς Ἁγίας τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας ὀφείλουμε νά εἴμαστε ἄνθρωποι τῆς ἀγάπης! Τί πιό ὡραῖο εἶναι, ὅταν θά κλείσεις τά μάτια σου σ' αὐτόν τόν μάταιο κόσμο νά ποῦν οἱ ζῶντες: Ἦταν ἄνθρωπος ἀγάπης!

Μήν ἀφήσουμε τούς πάγους τῆς κακίας νά ψυχράνουν τίς καρδιές μας. Σπᾶσε τούς πάγους μέ τήν ἀγάπη. Μεῖζον τῶν ἀρετῶν ἡ ἀγάπη. «Ἀρχή μέν πίστις, τέλος δέ ἀγάπη».