Επειδή τον τελευταίο καιρό, με αφορμή την ιστορική παύση λειτουργίας της τετράφωνης χορωδίας του Ι. Ναού της Υπαπαντής Καλαμάτας διάφοροι κατά τα άλλα συμπαθείς, όπως απόστρατοι πλοίαρχοι, χωροφύλακες, συνταξιούχοι, χημικοί, ιστοριοδίφες κ.τ.λ. έχουν άποψη περί του θέματος ας επιτρέψουν την επανάληψη της δημοσίευσης του κειμένου αυτού από έναν ασήμαντο πτυχιούχο της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, ο οποίος και ποτέ δεν εξέφρασε δημόσια άποψη για θέματα όπως περί πλεύσεως πλοίων, περί χημικών ενώσεων, περί εφαρμογής νόμων κ.ά. Η πάθηση βεβαίως της θρησκευτικής ή και της αντιθρησκευτικής παντογνωσίας στον εκκλησιαστικό χώρο καλά κρατεί, με τους πάντες να έχουν άποψη για κάθε εκκλησιαστικό θέμα χωρίς βεβαίως να έχουν μελετήσει μισή σελίδα θεολογικού κειμένου.
Επίσης παρακαλούνται οι κοπτόμενοι υπέρ διατηρήσεως της ευρωπαϊκής χορωδίας να μελετήσουν το βιβλίο του κ. Ιωάννου Πλεμμένου «Καλλιτεχνικώς προοδεύομεν», το οποίο και περιγράφει το πώς εισήχθησαν οι ευρωπαϊκές χορωδίες στην Καλαμάτα και το βιβλίο «Θεολογική μαρτυρία της Εκκλησιαστικής Λατρείας» του π. Γεωργίου Μεταλληνού, όπου γίνεται εκτενής αναφορά στην σχέση μουσικής και ορθοδόξου λειτουργικής πράξεως.
Μετά την μελέτη αυτή από τους μέχρι τώρα αδαείς περί την θεολογική σκέψη τα ξαναλέμε. Προς το παρόν η όποια καλλιφωνία στα σαλόνια και στις αίθουσες και όχι στον ορθόδοξο ναό. Αρκετά δοκιμάστηκε και δοκιμάζεται η ευχαριστιακή σύναξη από κοσμικές αλλοτριώσεις.
"Από όταν εισχώρησε στην ανθρώπινη φύση η αρρώστια της θρησκείας «ο πάντας ανθρώπους θέλει σωθήναι» δεν εγκατέλειψε το δημιούργημά του τον άνθρωπο και με κάθε τρόπο «αγωνιά» για τη σωτηρία του έως την τελείωση της κτίσης.
Κορύφωση της αγάπης του Δημιουργού η επί γης παρουσία του Χριστού. Ο Χριστός δεν ίδρυσε καμία θρησκεία αλλά «εαυτόν παρέδωκεν εις θάνατον» για χάρη του πεπτωκότος ανθρώπου.
Το βράδυ του Μυστικού Δείπνου ο Κύριος παρέδωσε στους μαθητές το μυστήριο της θείας ευχαριστίας, μυστήριο που επαναλαμβάνει έως σήμερα η εκκλησιαστική ευχαριστιακή κοινότητα σε κάθε τόπο. Κέντρο της εκκλησίας είναι η θεία ευχαριστία, ο ίδιος ο Χριστός. Ο χριστιανισμός είναι Εκκλησία, σύναξη λατρεύουσα και συμμετέχουσα κατά το ανθρωπίνως δυνατό στη σταυρική θυσία, την Ανάσταση, τη Δευτέρα Παρουσία του Χριστού.
Δυστυχώς η εκκλησιαστική σύναξη στο διάβα της ιστορίας μεταποιήθηκε αρκετές φορές σε θρησκεία, νόμο, εξουσία.
Η «νευροβιολογική ασθένεια της θρησκείας» πολλές φορές επικράτησε της κοινότητας της αγάπης. (π. Ιωάννης Ρωμανίδης στο «Ορθοδοξία, Ελληνισμός πορεία στην Γ΄ χιλιετία τομ. Β΄ Ι. Μ. Κουτλουμουσίου). Πολλές φορές ειδωλοποιήθηκε η λειτουργική σύναξη (το έργο του λαού του Θεού) και έτσι ο σκοπός της που είναι να συσσωματώσει τους πιστούς στο Χριστό αλλοτριώθηκε.
«Η Εκκλησία δεν έχει κανένα άλλο σκοπό, καμία άλλη «θρησκευτική ζωή» που να τη χωρίζει από τον κόσμο. Στην αντίθετη περίπτωση η Εκκλησία μεταβάλλεται σε είδωλο... Στον κόσμο μας κάθε θρησκεία χωρίς το Χριστό (ακόμη και ο ίδιος ο χριστιανισμός και η ορθοδοξία) είναι ένα αρνητικό φαινόμενο, θα έλεγα και τρομακτικό. Κάθε επαφή με μία τέτοια θρησκεία είναι επικίνδυνη. Μπορεί κάποιος να τη μελετήσει για να καταλάβει καλύτερα τον χριστιανισμό ή το Χριστό. Αλλά αυτή καθαυτή δεν μπορεί να αποτελεί σωτηρία, όπως κι αν αντιλαμβανόμαστε αυτή τη λέξη. Για τους πρώτους χριστιανούς, το σώμα του Χριστού βρισκόταν πάνω στην αγία τράπεζα επειδή Αυτός ήταν ανάμεσά τους. Για τους σύγχρονους Χριστιανούς, ο Χριστός βρίσκεται εδώ επειδή το σώμα Του βρίσκεται πάνω στην αγία τράπεζα... Οι πρώτοι Χριστιανοί προσήρχοντο στη θεία κοινωνία για να ακολουθήσουν το Χριστό, ενώ τώρα ο Χριστός δεν είναι ο μοναδικός λόγος συμμετοχής στη θεία κοινωνία». Αυτά αναφέρει ο π. Αλέξανδρος Σμέμαν ένας από τους σπουδαιότερους λειτουργιολόγους στο βιβλίο του «Ημερολόγιο» (Ακρίτας 2002).
Σήμερα πολλοί προσέρχονται στην εκκλησιαστική ευχαριστιακή σύναξη όχι για να συμμετέχουν αλλά για να παρακολουθήσουν, να ακούσουν, να ικανοποιήσουν δηλαδή κάποιες θρησκευτικές ανησυχίες ή ψυχολογικές αναζητήσεις.
Αφορμή για τις προηγούμενες αναφορές σχετικά με τη σχέση Θρησκείας-Εκκλησίας έδωσαν επιστολές καλοπροαίρετων κατά τα άλλα αναγνωστών της «Σημαίας» στις 2-10-2002 και στις 3-10-2002 σχετικά με την χορωδία του μητροπολιτικού ναού της Υπαπαντής Καλαμάτας.
Σ’ αυτές τις επιστολές αναφέρονται εκφράσεις όπως «πνευματική ανάταση των πιστών», «μελωδικό αποτέλεσμα», «υμνήσουμε και ευχαριστήσουμε τον Κύριον προσευχόμενοι, όπου ακούγοντας αρχικά τα ιερά αναγνώσματα και τις βυζαντινές μελωδίες των υπερόχων ιεροψαλτών, στη συνέχεια το μεγαλύτερο μέρος της θείας λειτουργίας με το καταπληκτικό άκουσμα των εκκλησιαστικών ύμνων από την τετράφωνη εκκλησιαστική (;) ανδρική χορωδία του ναού, τις μελωδικές φωνές των λειτουργών», «η ψυχή μας αγάλλεται, νιώθουμε το θείο μεγαλείο, και φεύγουμε ευχαριστημένοι σαν χριστιανοί», «ο ναός είναι κατάμεστος πιστών», «θυμάμαι πολλούς χριστιανούς να εκκλησιάζονται για το λόγον αυτόν (εννοεί την τετράφωνη χορωδία) στον μητροπολιτικό ναόν».
Αυτές οι αναφορές δείχνουν έλλειψη εκκλησιαστικών κριτηρίων. Ακόμη και μαθητής της Α΄ λυκείου γνωρίζει ότι η ευχαριστιακή σύναξη της Ορθοδόξου Εκκλησίας είναι Σύναξη συμμετεχόντων πιστών και όχι ακουόντων ή παρακολουθούντων. Κριτήριο της ενοριακής σύναξης δεν είναι η «ποσότητα» των πιστών, ούτε το θεολογικώτατο κήρυμα ούτε η καλλιφωνία, αλλά η εν αγάπη κοινωνία των πιστών (λίγων ή πολλών).
Βέβαια η αρρώστια της θρησκείας έχει εισχωρήσει και εδώ όταν μιλά κανείς για ψυχική αγαλλίαση και πνευματική ανάταση. Κριτήριο της ορθόδοξου ευχαριστιακής σύναξης είναι η «βρώσις και η πόσις» του Χριστού και δεν είναι καμία ψυχολογική ικανοποίηση.
Είναι πλέον κοινός τόπος και αυτό έχει καταδειχθεί από τα τρία λειτουργικά συνέδρια της Εκκλησίας της Ελλάδος ότι η εκκλησιαστική μουσική είναι μία η λεγόμενη κακώς «βυζαντινή». Μετά την είσοδο των Βαυαρών στην Ελλάδα οι «κανταδόροι» δυστυχώς επικράτησαν σε πολλές ενοριακές συνάξεις.
Με την «αναγέννηση» της ορθοδόξου πνευματικότητας μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο παρουσιάστηκαν οι αλλοτριώσεις στην εκκλησιαστική τέχνη τόσο στην αρχιτεκτονική των ναών, όσο στην εκκλησιαστική ζωγραφική και την ιερή υμνολογία.
Η εφημερίδα «Σημαία» τον Απρίλιο του 2002 δημοσίευσε, πρωτοπορώντας για επαρχιακή εφημερίδα, τον «Λειτουργικό Διάλογο». Εκεί καταδείχθηκε ότι είναι καιρός πια να σταματήσουν οι αλλοιώσεις της ευχαριστιακής σύναξης.
Είναι απορίας άξιον πώς στον μητροπολιτικό ναό της Υπαπαντής Καλαμάτας «ταλαντούχοι χορωδοί» τετράφωνης χορωδίας ψάλλουν όταν η ιερά Μητρόπολις Μεσσηνίας λειτουργεί Σχολή Εκκλησιαστικής Μουσικής και διαθέτει χορωδία εκκλησιαστικής μουσικής.
Επειδή το θέμα είναι πολυσυζητημένο και έχει προβληματίσει αρκετούς ίσως θα έπρεπε η Μητρόπολις Μεσσηνίας να δώσει οριστική λύση στην αλλοτρίωση που χρόνια τώρα κυριαρχεί στην πόλη της Καλαμάτας.
«Η ανάγκη για συμψαλμωδία του λαού φαίνεται όνειρο άπιαστο. Θα μπορούσε να γίνει πραγματικότητα μόνο για ορισμένους απλούς ύμνους π.χ. το «Κύριε ελέησον», το «Ταις πρεσβείαις της Θεοτόκου», το «Σώσον ημάς», το «Αγιο ο Θεός», το «Σε υμνούμεν», το «Είδομεν το φως» κ.λπ. αυτούς τους ύμνους τους γνωρίζει ο λαός, απλώς χρειάζεται να ενθαρρυνθεί για να τους σιγοψάλλει μαζί με τον ιεροψάλτη. Θα έπρεπε για τούτο να αναληφθεί μεγάλη προσπάθεια από τον ιερέα και τον ιεροψάλτη, ώστε να παρακινηθεί σχετικά ο λαός. Το ίδιο χρειάσθηκε και για το «Πιστεύω» και το «Πάτερ ημών». Ενθυμούμαι παλαιότερα τον αείμνηστο πρωτοψάλτη της Μητροπόλεως Σπ. Περιστέρην, ο οποίος με τα χέρια του έδινε το σύνθημα της συμψαλμωδίας στο λαό. Ολα αυτά δεν γίνονται από την μια μέρα στην άλλη. Μετά από πολύ καιρό θα υπάρξουν εμφανή αποτελέσματα. Αρκεί να αρχίσει η προσπάθεια». (Ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών Χριστόδουλος. Εγκύκλιος υπ’ αριθμ. Ζ΄ 19-2-2001 «Προς τους Ευλαβέστατους Ιεροψάλτας της Αρχιεπισκοπής Αθηνών).
Φαίνεται ότι ο φωτισμένος πρόεδρος της ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος, όπως και άλλες μητροπόλεις ξεκίνησαν την προσπάθεια για την απαλλαγή της ευχαριστιακής συνάξεως από αλλοτριωμένες θρησκευτικές εκφράσεις του παρελθόντος.
Κριτήριο δεν είναι η όποια καλλιτεχνική έκφραση αλλά η περί του προσώπου και της θεώσεώς του διδασκαλία της ορθοδοξίας. Γιατί η λειτουργική τέχνη είναι, πρωτίστως, μάθημα και άθλημα υψηλής θεολογίας και δευτερευόντως καλλιτεχνική έκφραση. Δεν είναι τέχνη ελεύθερη και αδέσμευτη αλλά τέχνη διακονική, ώστε να αξιωθούν όλοι οι συμμετέχοντες – και όχι παρακολουθούντες – να κοινωνήσουν του «καινού της αμπέλου γεννήματος» και να ενωθούν με τον αδελφό τους και με τον Χριστό".
Αυτά έγραφα εν έτει 2002 και ας τα μελετήσουν καλώς οι κοπτόμενοι υπέρ της αλλοτριώσεως του εκκλησιαστικού σώματος με τετράφωνες ευρωπαϊκές χορωδίες και με όποιο τρόπο θέλουν, μπορούν να προσέλθουν προς εξέτασιν.
Ο ειδικός περί του θέματος πτυχιούχος της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών Ιωάννης Π. Μπουγάς