Νέοι άνθρωποι που αποφάσισαν να δουλέψουν στη θάλασσα, είτε γιατί την έμαθαν από παιδιά με τον πατέρα στο τιμόνι, είτε γιατί οι δύσκολοι καιροί τους άλλαξαν τη ρότα που είχαν χαράξει και τους γύρισαν πίσω στα γνώριμα παιδικά βιώματα, όταν ο πατέρας τους έπαιρνε μαζί για βοήθεια και παρέα στη θάλασσα, μέρα και νύχτα.
«Αν δεν ξέρεις, δεν ξεκινάς» λένε νέοι σε ηλικία ψαράδες, που συνεχίζουν την οικογενειακή παράδοση, αναζητώντας το μεροκάματο, ή καλύτερα το… νυχτοκάματο, χειμώνα – καλοκαίρι, σε «εύκολα» αλλά με πολλούς κινδύνους κι εχθρούς νερά.
Ο Νίκος Κακάρογλου είναι πρόεδρος των επαγγελματιών αλιέων της Μεσσηνίας. Όπως λέει: «είναι πολύ ωραίο επάγγελμα, αν δεν το ευχαριστιέσαι δε συνεχίζεις. Αλλά είναι δύσκολο να επιβιώσεις πλέον. Είναι δεδομένο ότι θα ξενυχτίσεις, θα κουραστείς, θα κουνηθείς λόγω της θάλασσας και ότι δεν θα πας για δουλειά πολλές ημέρες λόγω του καιρού. Δυστυχώς όμως πια, τα τελάρα έγιναν… σακουλίτσες, γιατί τα ψάρια δεν είναι πολλά».
Και όπως εξηγεί, «ο Μεσσηνιακός κόλπος είναι φτωχός πια. Και αυτό δεν οφείλεται στην υπεραλίευση, αλλά στο ότι δεν υπάρχουν νησιά ή οι προϋποθέσεις για να κρατήσει άγρια ψάρια».
Δε συμφέρει πια η δουλειά, λέει, παρά το γεγονός πως ο κόσμος επιμένει και προτιμά τους ψαράδες στο λιμάνι για το φρέσκο ψάρι και τα ντόπια μαγαζιά αγοράζουν από τα καΐκια του λιμανιού. «Προσέχουμε, είμαστε σωστοί επαγγελματίες σε ποσοστό 90% τουλάχιστον».
Η δουλειά όμως είναι πια πολύ δύσκολη γιατί «Δεν έχουμε πια τα εργαλεία για μαζική αλίευση και βγάζουμε λίγα είδη. Και ο κόσμος δε μπορεί να βρει συγκεκριμένα είδη. Εχουν μάθει και ζητούν ότι βγάζουμε, αρκεί να είναι φρέσκο».
Ο Γιάννης Μαούνος είναι γραμματέας του συλλόγου. Επέστρεψε στα γνώριμα νερά του Μεσσηνιακού αλλάζοντας καριέρα. Διαπιστώνει όμως πως λόγω των σημαντικών μεταβολών στο περιβάλλον τα πράγματα είναι πολύ δύσκολα. Επίσης, έρχεται αντιμέτωπος με το ασφαλιστικό και το φορολογικό, σε μια εποχή που οι ψαράδες έρχονται αντιμέτωποι με μέτρα, όπως το κλείσιμο του Μεσσηνιακού τον Απρίλιο και τον Μάιο, καθώς απαγορεύεται η αλιεία, οπότε αναγκάζονται να ψαρεύουν σε άλλες περιοχές, λείποντας για μέρες από τα σπίτια τους.
Μέσα σε όλες τις δυσκολίες έρχονται αντιμέτωποι με δυσβάσταχτους φόρους και υψηλό κόστος για την αντικατάσταση των εργαλείων τους, όπως τα δίχτυα που συχνά τους τα καταστρέφουν ακόμα και… φώκιες. Όπως λέει, οι οικολόγοι έχουν απελευθερώσει φώκιες στον Μεσσηνιακό κόλπο, με συνέπεια σε πολλά σημεία το ψάρεμα να είναι πλέον απαγορευτικό, αφού είναι τουλάχιστον σίγουρο πως θα καταστραφούν τα δίχτυα. «Χελώνες, φώκιες, δελφίνια… Να τα προστατεύσουμε, δεν είμαι αρνητικός. Εμάς όμως ποιος θα μας προστατεύσει από την καταστροφή στα δίχτυα;» αναρωτιέται καθώς η Πολιτεία δεν επιδοτεί την αγορά νέων και δεν αποζημιώνει την καταστροφή τους.
Και μέσα σε όλη την καταστροφή, λέει πως έχουν εξαφανιστεί αλιεύματα, όπως χταπόδια, καθώς όπως λέει αποτελούν τον εύκολο… μεζέ για τις φώκιες.
Παράλληλα, για άλλους ίσως λόγους έχει μειωθεί η κουτσομούρα σε ποσοστό 80% και όπως τονίζει δεν φταίει η υπεραλίευση, αφού τα εργαλεία που επιτρέπονται έχουν μειωθεί σημαντικά και τα σκάφη είναι λίγα πια, με παλιά μέσα.
Μιλά για μεγάλο ρίσκο και πολλούς κινδύνους, αφού απαγορεύεται να επιβαίνει στο σκάφος μη ασφαλισμένος, έστω μέλος της οικογένειας, μήπως κάτι συμβεί και χρειαστεί ο ψαράς βοήθεια. «Μια ζάλη να σε πιάσει είσαι μόνος σου» λέει χαρακτηριστικά, τονίζοντας την ανάγκη να δοθεί βοήθεια από την Πολιτεία.
Κλείνοντας παρατηρεί: «Αν δεν αγαπάς τη θάλασσα δε μπορείς να μείνεις. Οι χαρές διαρκούν λίγο και οι δυσκολίες πολύ».