Αυξημένες κατά 40,7% σε σύγκριση με το 2010 παρουσιάζονται οι κλήσεις στη Γραμμή Βοήθειας για την Κατάθλιψη (1034), σύμφωνα με τα στοιχεία για το διάστημα Ιουλίου - Δεκεμβρίου 2011. Οπως επεσήμανε στην "Ε" η Μαρίνα Οικονόμου-Λαλιώτη, επίκουρη καθηγήτρια Ψυχιατρικής, επιστημονική υπεύθυνη της Γραμμής Βοήθειας για την Κατάθλιψη του Ερευνητικού Πανεπιστημιακού Ινστιτούτου Ψυχικής Υγιεινής (ΕΠΙΨΥ), η αύξηση αυτή σχετίζεται άμεσα με την οικονομική κρίση. «Η οικονομική ανασφάλεια μπορεί να πυροδοτήσει ένα σύνολο ψυχικών δυσκολιών κυρίως στο φάσμα της κατάθλιψης ή των διαταραχών άγχους, ή να επιδεινώσει μια ήδη υπάρχουσα ψυχοπαθολογία», εξήγησε η κ. Οικονόμου. Και πρόσθεσε ότι η έξαρση στα συμπτώματα άγχους και κατάθλιψης σε περιόδους οικονομικής κρίσης όπως αυτή που διανύουμε, έχει αποτυπωθεί και στα στοιχεία που προκύπτουν από τη Γραμμή Βοήθειας για την Κατάθλιψη. Ενδεικτικό άλλωστε είναι ότι «το 60% όσων απευθύνθηκαν στις υπηρεσίες της Γραμμής ανέφεραν ότι δεν εργάζονται. Σε περαιτέρω διευκρινιστική ερώτηση, μεταξύ των λόγων για τους οποίους δεν εργάζονται, η ανεργία ανέρχεται στο επίπεδο του 24,2%», ανέφερε σχετικά. Στο πλαίσιο αυτό οι καλούντες παρατηρείται να αναφέρονται σε: άγχος για το μέλλον, χαμηλό βιοτικό επίπεδο, έλλειψη επαγγελματικών προοπτικών, αδυναμία ανταπόκρισης σε οικονομικές υποχρεώσεις, εργασιακή αβεβαιότητα - ανασφάλεια, αδυναμία εύρεσης εργασίας - ανεργία.
ΤΟ ΠΡΟΦΙΛ ΟΣΩΝ ΑΝΑΦΕΡΘΗΚΑΝ ΣΤΗΝ ΚΡΙΣΗ
Τα στοιχεία που προκύπτουν εμφανίζουν τις ψυχολογικές επιπτώσεις της οικονομικής κρίσης να πλήττουν περισσότερο την κατεξοχήν παραγωγική ηλικιακή ομάδα 36 έως 50 ετών. «Ατομα δηλαδή που κατά κανόνα έχουν να αντιμετωπίσουν πολλαπλές υποχρεώσεις (οικογενειακές, επαγγελματικές και άλλες)», επισήμανε η κ. Οικονόμου. «Αλλά και τα άτομα νεότερης ηλικίας 21 έως 35 ετών βλέπουν με έντονο άγχος την έλλειψη επαγγελματικών προοπτικών και τους όρους που προδιαγράφουν το εργασιακό τους μέλλον», πρόσθεσε στη συνέχεια για να επισημάνει αμέσως μετά πως «διάχυτη ανησυχία για τις επιπτώσεις της οικονομικής κρίσης καταγράφεται όχι μόνο από τους ανέργους αλλά και σε αυτούς που στην παρούσα φάση έχουν κάποια θέση εργασίας».
Συμπερασματικά, η Μ. Οικονόμου ανέφερε ότι το περιεχόμενο και η συχνότητα των κλήσεων στη Γραμμή Βοήθειας «φαίνεται να σχετίζεται άμεσα το τελευταίο διάστημα με την οικονομική κρίση και τις δυσκολίες που αυτή έχει επιφέρει στην καθημερινότητα του πληθυσμού». Και τόνισε ότι «σε μια περίοδο διάχυτης κοινωνικής αλλά και προσωπικής δυσφορίας, αδιεξόδων, οργής και πολλαπλών ματαιώσεων, είναι πιο απαραίτητοι από ποτέ οι μηχανισμοί κοινωνικής στήριξης, η έμφαση σε υπηρεσίες που έχουν ως στόχο την ενδυνάμωση, την πρόληψη και την έγκαιρη αντιμετώπιση». Διευκρίνισε πάντως ότι «οι υπηρεσίες ψυχικής υγείας ασφαλώς δεν μπορούν να αντιμετωπίσουν την ίδια την οικονομική κρίση, μπορούν όμως να προλάβουν και να περιορίσουν τις ψυχολογικές συνέπειές της, το εύρος των οποίων δεν είναι καθόλου ευκαταφρόνητο».
Η ΓΕΦΥΡΩΣΗ ΤΟΥ «ΘΕΡΑΠΕΥΤΙΚΟΥ ΧΑΣΜΑΤΟΣ»
Αναφερόμενη η Μαρίνα Οικονόμου στο έργο που προσφέρει η Γραμμή Βοήθειας για την Κατάθλιψη τόνισε ότι συμβάλλει ουσιαστικά στη γεφύρωση του λεγόμενου "θεραπευτικού χάσματος" - «του χάσματος δηλαδή μεταξύ της διατιθέμενης θεραπείας και του βαθμού στον οποίο αξιοποιείται από όσους πραγματικά το έχουν ανάγκη, με δεδομένη τη συχνότητα και τη σοβαρότητα της κατάθλιψης, αλλά και το γεγονός ότι ένα μεγάλο τμήμα του πληθυσμού δεν έχει εύκολη πρόσβαση στην ενημέρωση για θέματα ψυχικής υγείας και για τις συναφείς διαθέσιμες υπηρεσίες.
Στη δυσχερή αυτή οικονομική και κοινωνική συγκυρία, η παροχή ψυχολογικής υποστήριξης και η διευκόλυνση της πρόσβασης σε κατάλληλες υπηρεσίες ψυχικής υγείας αποτελεί ένα πολύτιμο ζητούμενο, που έχει αδιαμφισβήτητο αντίκτυπο στην ψυχική υγεία του πληθυσμού συνολικά», τόνισε καταλήγοντας.