Πέμπτη, 20 Απριλίου 2023 08:27

Περισσότερο βλαπτική για τα παιδιά η δευτερογενής κακοποίηση

Περισσότερο βλαπτική για τα παιδιά η δευτερογενής κακοποίηση

 

Επιμέλεια: Νικολέττα Κολυβάρη

Η μεγάλη υποστελέχωση στις κοινωνικές υπηρεσίες, η ανυπαρξία ενός πρωτόκολλου διαχείρισης περιστατικών παιδικής κακοποίησης και η απουσία μιας ουσιαστικής όσο και συστηματικής εκπαίδευσης των επαγγελματιών που δουλεύουν με ανηλίκους, μπορούν να λειτουργήσουν στα παιδιά θύματα βίας δευτερογενώς κακοποιητικά, όπως συμβαίνει με την 12χρονη θύμα μαστροπείας στον Κολωνό. Έξι μήνες μετά την αποκάλυψη η ανήλικη εξακολουθεί να εκτίθεται πολλαπλά, ενώ οι θεσμικοί φορείς αποτυγχάνουν στο να προστατέψουν την ίδια και τα αδέρφια της.   

Η δευτερογενής κακοποίηση ενός παιδιού μπορεί να είναι εξίσου ή και περισσότερο βλαπτική από την πρωτογενή, λέει μιλώντας στην “Ε” η επιμελήτρια Ανηλίκων Καλαμάτας Αγγελική Ρουμελιώτου, καθώς οι συνέπειες δρουν πολλαπλασιαστικά, “αφού ακουμπούν μια ήδη ευαίσθητη και ταραγμένη συνθήκη”. Όταν μάλιστα, η δικαιοσύνη κάθε άλλο παρά φιλική προς τα παιδιά μπορεί να χαρακτηριστεί όταν παραπέμπει για κατάθεση τα ανήλικα θύματα κακοποίησης σε χώρους που δεν είναι κατάλληλοι, κατά παράβαση της διεθνούς κοινής πρακτικής. Επιπλέον, όπως επανειλημμένα εγείρουν ηγετικοί φορείς της Κοινωνίας των Πολιτών, “λόγω έλλειψης χρήσης ειδικών πρωτοκόλλων στη σύνθετη διαδικασία της δικανικής εξέτασης ανηλίκων, οι καταθέσεις των παιδιών καταλήγουν συχνά να αμφισβητούνται”.

 

Ο ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΣ ΣΤΙΓΜΑΤΙΣΜΟΣ ΤΩΝ ΠΑΙΔΙΩΝ

Η εμφάνιση του κοινωνικού στίγματος για ένα παιδί θύμα βίας δυσκολεύει τις σχέσεις του τόσο με τους συνομηλίκους όσο και με τον ευρύτερο κοινωνικό περίγυρο. Δυσκολία που προκύπτει “είτε ως απόρροια της πρωτογενούς κακοποίησης, είτε ως κοινωνική συνέπεια όλων όσων θα βιώσει το παιδί όταν δεν υπάρχει επαρκές πλαίσιο προστατευτικών μηχανισμών μετά την αποκάλυψη”, εξηγεί η κ. Ρουμελιώτου. Ο κοινωνικός αποκλεισμός λοιπόν έρχεται μετά την κακοποίηση ως δευτερογενής κακοποίηση, που οδηγεί σε κοινωνική περιθωριοποίηση του παιδιού θύματος βίας και επηρεάζει -σύμφωνα με την επιμελήτρια- “την εν γένει κοινωνικοποίησή του, απομονώνοντάς το και αποστερώντας το από τις κοινωνικές επαφές”.

Η επιμελήτρια Ανηλίκων εστιάζει πάντως στις βασικές ελλείψεις στο σύστημα παιδικής προστασίας μετά την αναφορά του περιστατικού κακοποίησης, που έχουν ως αποτέλεσμα την δευτερογενή κακοποίηση του παιδιού και κατά συνέπεια τον κοινωνικό αποκλεισμό

Ένας από αυτούς τους παράγοντες δυσλειτουργίας του συστήματος λέει η κ. Ρουμελιώτου είναι και η αντικειμενική δυσκολία ανταπόκρισης των επαγγελματιών “λόγω δραματικής υποστελέχωσης των υπηρεσιών ή λόγω πολλαπλών καθηκόντων”.

 

ΕΛΛΕΙΨΗ ΧΡΗΣΗΣ ΕΙΔΙΚΩΝ ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΩΝ

Η επιμελήτρια αναδεικνύει επίσης την απουσία ενός εθνικού θεσμικού πλαισίου, που θα οδηγούσε σε ένα ενιαίο πρωτόκολλο ενεργειών και τη μία και μοναδική κατάθεση του παιδιού σε ειδικά διαμορφωμένους χώρους (Σπίτι του Παιδιού) από εξειδικευμένη διεπιστημονική ομάδα ειδικών, διασφαλίζοντας ότι το παιδί είναι ασφαλές από κάθε είδους δευτερογενή κακοποίηση, όπως έκθεση στη δημοσιότητα και πολλαπλές καταθέσεις στο δικαστήριο και τις αστυνομικές αρχές. Στις ελλείψεις του θεσμικού πλαισίου προσθέτει και τη μη λειτουργία κοινωνικών υπηρεσιών στα Πρωτοδικεία, που αν και ιδρύθηκαν από το 1996, δεν λειτούργησαν ποτέ… Αυτές οι υπηρεσίες, αν υπήρχαν, θα προσέφεραν τα μέγιστα στην υποστήριξη του δικαστικού έργου στις υποθέσεις που αφορούν παιδιά, τόσο στην ουσιαστική αντιμετώπιση των θεμάτων παιδικής προστασίας όσο και στο έργο των κοινωνικοπρονοιακών υπηρεσιών, που καλούνται να αναλάβουν το συγκεκριμένο έργο επιβαρύνοντας ακόμη περισσότερο την τεράστια ύλη τους. 

 

ΑΝΑΔΟΧΗ ΑΝΤΙ ΙΔΡΥΜΑΤΙΣΜΟΥ

Ένα άλλο φαινόμενο που σύμφωνα με την επιμελήτρια Ανηλίκων Καλαμάτας λειτουργεί δευτερογενώς κακοποιητικά, είναι και η “προσωρινή” παραμονή στα νοσοκομεία αντί της βραχυπρόθεσμης αναδοχής, αλλά και “η αντικειμενική δυσκολία συστηματικής υποστήριξης της οικογένειας”.

Εν γένει -παρατηρεί- η απουσία ενός πλαισίου οικογενειακού τύπου φροντίδας μέσω του θεσμού της αναδοχής καθιστά μονόδρομο την επαφή με το ίδρυμα, όπου μπορεί να προκύψει δευτερογενής θυματοποίηση των παιδιών. Και εξηγεί πως στα ιδρύματα πολλές φορές παρατηρείται συχνή εναλλαγή φροντιστών ή και έλλειψή τους, ενώ οι λίγοι που υπάρχουν έχουν από τη μια να ξεπεράσουν την επαγγελματική εξουθένωση, ενώ από την άλλη μπορεί να μην ανταποκρίνονται στα εξειδικευμένα καθήκοντα που καλούνται να καλύψουν, γιατί δεν έχουν το κατάλληλο υπόβαθρο. Έπειτα -λέει καταλήγοντας η Αγγελική Ρουμελιώτου- υπάρχει και το στίγμα “μένω σε ένα ίδρυμα”, όπου ούτως ή άλλως δεν υπάρχει προσωπικός χώρος, ενώ δεν ικανοποιείται η ανάγκη επαφής με την βιολογική οικογένεια και, παράλληλα, η προοπτική επανένωσης είναι αμυδρή…